Υπάρχουν Μουντιάλ και Μουντιάλ. Κάποια μένουν στην ιστορία και συζητιούνται 10ετίες μετά (π.χ. 1970, 1986) κάποια άλλα αποτυπώνονται λιγότερο έντονα στη μνήμη μας (π.χ. 1994, 2002).
Τι είναι εκείνο που τα κάνει να ξεχωρίζουν; Κυρίως 3 πράγματα: Το θέαμα που προσφέρουν καθαυτό, οι αγωνιστικές διαπιστώσεις/καινοτομίες και οι ποδοσφαιρικές ιστορίες (ατομικές ή συλλογικές) που αφήνουν πίσω τους.
Το 20ο Παγκόσμιο Κύπελλο, το Μουντιάλ της Βραζιλίας είναι από εκείνα που θα μείνουν στην ιστορία και θα συζητιούνται για χρόνια. Γιατί είχε απ’ όλα.
Καταρχάς είχε σπουδαίο θέαμα. Πολλά και ωραία γκολ, ειδικά στην πρώτη φάση, στα ματς των ομίλων. Και ανατροπές και ωραία μπάλα ακόμα και από ομάδες χωρίς ιδιαίτερα βαρύ όνομα (π.χ. Κολομβία, Γκάνα, Αλγερία, ΗΠΑ). Στη συνέχεια, όταν άρχισαν τα νοκ-άουτ το θέαμα διαφοροποιήθηκε, καθώς το ανοιχτό ποδόσφαιρο με τα πολλά γκολ, έδωσε τη θέση του σε σκληρά, αμφίρροπα και με αγωνία ως το τέλος ματς. Ελάχιστα όμως ήταν αδιάφορα. Ακόμα και ματς που έληξαν 0-0 είχαν συγκινήσεις. Είδαμε περισσότερες παρατάσεις από ποτέ, πολλά ματς που κρίθηκαν στα πέναλτι, ανατροπές με γκολ στα τελευταία λεπτά.
Η διαιτησία μετα τις 1-2 πρώτες αγωνιστικές ήταν πολύ καλή. Κανένα κρίσιμο ματς δεν κρίθηκε από αποφάσεις του διαιτητή, σε κανένα δεν έγινε ο πρωταγωνιστής ο ρέφερι.
Ο δε τελικός ήταν σπουδαίος. Το Α’ ημίχρονο ήταν το καλύτερο που έχουμε δει σε τελικό από το 1986. Το Β’ ημίχρονο δεν ήταν εξίσου καλό, αλλά πάντως ήταν καλό. Θα μπορούσε να έχει κερδίσει η Αργεντινή, αν αξιοποιούσε μία από τις τρεις μεγάλες ευκαιρίες της. Κέρδισε η Γερμανία διότι αξιοποίησε μία από τις τρεις δικές της μεγάλες ευκαιρίες. Δεν ήταν ούτε δίκαιο, ούτε άδικο αυτό που έγινε. Ήταν λογικό.
Είχε επίσης πολλές ενδιαφέρουσες αγωνιστικές διαπιστώσεις/καινοτομίες.
Οι αποστάσεις μεταξύ των ομάδων έχουν μικρύνει πολύ. Ούτε σχολές, με την παλιά έννοια, υπάρχουν, ούτε τίποτα. Οι παίκτες και οι προπονητές διαβάζουν, διδάσκουν, ενημερώνονται, εφαρμόζουν τα ίδια μυστικά. Οι κινητικότητα των παικτών, η συμμετοχή πολλών σε ανταγωνιστικά πρωταθλήματα, έχει εκμηδενίσει κάθε δέος που παλαιά αισθανόταν ο "μικρός" απέναντι στον "μεγάλο".
Φάνηκε ωστόσο, η ρημάδα η φανέλα έστω και λίγο μετράει. Γι αυτό και μετά τη φάση των 16, δεν έχασε κανένα θεωρητικό φαβορί (με μόνη εξαίρεση ίσως την Ελλάδα - και αυτή στα πέναλτι). Όση σύγκλιση και αν υπάρχει στο αγωνιστικό επίπεδο, στα ματς που κρίνονται στη λεπτομέρεια αυτό το μισό «κλικ» που προσδίδουν η εμπειρία και η βαριά φανέλα, αποδεικνύεται καθοριστικό.
Είδαμε επίσης την επαναφορά πολλών «παλαιών» συστημάτων. Το 3-5-2, μετά από χρόνια περιφρόνησης και εγκατάλειψης επέστρεψε, χρησιμοποιήθηκε από πολλούς και έστειλε ομάδα (Ολλανδία) μέχρι τα ημιτελικά.
Είδαμε τις ομάδες με παρεμβατικούς προπονητές να πηγαίνουν καλύτερα. Λογικό εν πολλοίς, δεδομένου ότι σε επίπεδο εθνικών ομάδων οι προπονητές δεν δίνουν αγωνιστικό στίγμα σε βάθος χρόνου, αλλά κυρίως διαχειρίζονται υλικό το οποίο δουλεύει με άλλους προπονητές 10 μήνες το χρόνο.
Συνολικά ήταν ένα πολύ ισορροπημένο μουντιάλ όπου ΚΑΜΙΑ ομάδα δεν ξεχώρισε νωρίς στο βαθμό που να είχε γίνει από νωρίς το φαβορί. Η τελική νικήτρια Γερμανία δεν είχε κερδίσει τη Γκάνα και κέρδισε στην παράταση την Αλγερία, ενώ η Αργεντινή νίκησε στις καθυστερήσεις το Ιράν. Αυτές οι δύο ομάδες δεν έπαιξαν την καλύτερη μπάλα, ήταν όμως οι πιο σταθερές. Και αυτό ίσως να είναι η μεγαλύτερη σύγχρονη ποδοσφαιρική αρετή.
Ήταν όμως ένα μουντιάλ και με ωραίες ιστορίες.
Ο τρελο-Σουάρεζ που δάγκωσε αντίπαλο, καταδίκασε τη χώρα του και οδήγησε σε παγκόσμιες συζητήσεις μεταξύ σοβαρών ανθρώπων αν το δάγκωμα(!!!) πρέπει να τιμωρείται περισσότερο από μια βίαιη κλωτσιά.
Ο τραυματισμός του Νεϊμάρ στο κρίσιμο σημείο που η Βραζιλία έπρεπε να κάνει την υπέρβασή της, θύμα ενός ματς που ο διαιτητής άφησε να γίνει ροντέο για να ευνοηθεί η δική του ομάδα.
Η αλλαγή τερματοφύλακα στα πέναλτι από τον Φαν Γκάαλ στο Ολλανδία – Κόστα Ρίκα, την οποία θα συζητάμε για χρόνια.
Τα λαϊκά δικαστήρια για τον Μέσι. Οι συζητήσεις για τον καλύτερο παίκτη της εποχής μας που βρέθηκε μια ανάσα από το ιερό δισκοπότηρο, χωρίς να το κρατήσει. Οι συγκρίσεις με τον Ντιέγκο (αφελείς και ανιστόρητες οι περισσότερες), οι αυτόκλητοι συνήγοροι και εισαγγελείς.
Και πάνω απ’ όλα η κατάρρευση της Βραζιλίας στον ημιτελικό, η απόλυτη παράλυσή της μπροστά στο φάντασμα του νέου maracanazo, δαίμονα με τον οποίο πάλευε από την αρχή του Μουντιάλ, χωρίς να καταφέρει να ξορκίσει. Το ματς που δεν θα ξεχαστεί ποτέ, καθώς μας θύμισε ότι ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο τα συστήματα, οι τακτικές και τα «τσαλιμάκια», αλλά και τα δράματα, οι συγκινήσεις, η αντανάκλαση της ίδιας της ανθρώπινης ψυχής, μέσα από αυτό.
Ήταν ένα μαγικό μουντιάλ σε μια μαγική χώρα, με περιοχές που μέχρι πρόσφατα πίστευαν σε μορφές μαγείας και πνευματιστές. Μια χώρα που αν και η ίδια αποτέλεσε τον τραγικό ήρωα αυτού του έργου, εν τέλει αποτέλεσε το ιδανικό σκηνικό του πιο όμορφου ποδοσφαιρικού σόου των τελευταίων 10ετιών. Και αυτό ασφαλώς δεν ήταν τυχαίο.
ΥΓ: Θεωρώ ευτύχημα ότι σε αυτό το μουντιάλ, ήταν παρούσα και η Ελλάδα. Παρούσα όχι ως κομπάρσος, αλλά με φιλοδοξίες και προσφέροντας δυνατές συγκινήσεις. Ομάδα όχι ιδιαίτερα ποιοτική ή ταλαντούχα, αλλά ψυχωμένη, έξυπνη, με επίγνωση των δυνατοτήτων της και του τι πρέπει να κάνει. Και γι αυτό πετυχημένη. Γιατί όπως πει και ο μεγάλος Κρόιφ: «Football is a game you play with your brain»…
σχόλια