Όπως το ελληνικό καλοκαιράκι μαστίζεται από μύγες και κουνούπια –ιδίως όταν οι δήμοι δεν ραντίζουν για λόγους οικονομίας τα φρεάτια- έτσι και στο δημόσιο βίο μας ευδοκιμούν εξ αρχαιοτάτων χρόνων δύο κατηγορίες ανωφελών πολιτών: Οι φανατικοί και οι καιροσκόποι.
Ο φανατικός αναγνωρίζεται αμέσως, κάνει την παρουσία του όσο μπορεί πιο αισθητή. Όντας σε διαρκή υπερένταση, αγορεύει, βρίζει, τραγουδάει έστω εμβατήρια στη διαπασών.
Δύο είναι οι θεμελιώδεις υπαρξιακές ανάγκες του φανατικού.
Πρώτον, να ερμηνεύει ό,τι συμβαίνει γύρω του και μέσα του κατά έναν τρόπο απλό, συνοπτικό και κατηγορηματικό. Για αυτό και ρέπει προς τις ολιστικές ιδεολογίες ή μάλλον προς τις εκλαϊκεύσεις τους, οι οποίες εξηγούν και συνοψίζουν τον κόσμο σε πέντε φράσεις-συνθήματα: «Κλείσε μες στην ψυχή σου την Ελλάδα και θα αισθανθείς να λαχταρίζει κάθε είδους μεγαλείο», «Νόμος είναι το Δίκιο του Εργάτη», «Έφτασε η ώρα να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση». Οι παραπάνω -ή οι όποιες άλλες φράσεις τον εμπνέουν- έχουν διατυπωθεί από σπουδαίους πράγματι ποιητές και φιλοσόφους. Ανήκουν όμως σε εκτεταμένα κείμενα, αποτελούν τμήματα ευρύτερων συλλογισμών. Σιγά μην νοιαστεί ο φανατικός για τα συμφραζόμενα, για τα πριν ή τα μετά. Απομονώνει ό,τι τού ταιριάζει, το απομνημονεύει, το αναρτά στο facebook, το επαναλαμβάνει μονότονα σε κάθε ευκαιρία. Σαν να έχει ξεκολλήσει από έναν επιβλητικό τοίχο ένα τούβλο και να το κραδαίνει απειλητικά εναντίον αληθινών είτε φανταστικών εχθρών.
Η δεύτερη ανάγκη του φανατικού είναι να ανήκει. Να αποτελεί μέλος μιας μεγάλης οικογένειας, ενός άτυπου -καλύτερα- στρατού, ο οποίος καλπάζει αενάως προς τον τελικό θρίαμβο, που θα επέλθει ίσως αύριο, ίσως στα βάθη της Ιστορίας. Περισσότερο από κάθετι, ο φανατικός τρέμει την μοναξιά. Το να βρεθεί αντιμέτωπος με τον εαυτό του, το να αναγκαστεί να δώσει τις δικές του απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτει η ζωή. Προκειμένου να αποφύγει έναν τέτοιο εφιάλτη αυτοσυνείδησης και συνεπώς ενηλικίωσης, σπεύδει να ενταχθεί. Να τεθεί υπό την προστατευτική αιγίδα του κόμματος, της αίρεσης, ακόμα και του συνδέσμου ποδοσφαιρικών οπαδών.
Μες στην ομάδα, όλα μοιάζουν απλά. Η καθημερινότητα ορίζεται από κανόνες -όσο αυστηρότεροι, τόσο πιο ανακουφιστικοί-, κανόνες που υποκαθιστούν τις προσωπικές επιλογές, τα γούστα και τις παρορμήσεις. Μες στην ομάδα, ο καθένας έχει τη θέση του. Ακόμα και ο τελευταίος τροχός να είσαι, θα ανταμειφθείς για την προσφορά σου με ένα χτύπημα στην πλάτη από τον αρχηγό, με μια καλή κουβέντα που ισοδυναμεί με παράσημο. Εάν αποδειχθείς φιλότιμος, δραστήριος, κυρίως δε πειθαρχημένος, σε περιμένει εγγυημένα προαγωγή. Θα γίνεις στέλεχος, θα έχεις κι εσύ κατώτερους για να τους διατάζεις. Μπορεί να μην ανέλθεις ποτέ στις ηγετικές βαθμίδες – ποιος όμως θέλει τις ευθύνες πού εκείνες συνεπάγονται; Όνειρο του φανατικού αποτελεί να γίνει ήρωας ή άγιος, όχι πολιτικός ή αρχιεπίσκοπος. Για να κρατάς τιμόνι, πρέπει να μπορείς να το στρίβεις. Να μην κολλάς στα δόγματα, να διαθέτεις ευελιξία, να αναθεωρείς –σιωπηλά κατά προτίμησιν- ό,τι με πάθος υποστήριζες την προηγουμένη.
Σε ευτυχείς πλην σπάνιες ιστορικές στιγμές, κουμάντο κάνουν άνθρωποι με έμπνευση και με ανδρεία, που ξέρουν από ελιγμούς μα δεν ξεχνούν τον τελικό τους προορισμό. Που αναλαμβάνουν την ευθύνη και τη φέρνουν εις πέρας είτε πεθαίνουν στις επάλξεις της. Στην αρχαία Ελλάδα, τέτοιος ήταν ο Περικλής. Στη σύγχρονη, ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ανάμεσα τους, πριν και μετά από εκείνους, κυβέρνησαν αναρίθμητοι καιροσκόποι.
Ο καιροσκόπος βρίσκεται στους αντίποδες του φανατικού. Ενώ ο ένας καθορίζεται από την τυφλή του πίστη, ο άλλος δεν πιστεύει σε απολύτως τίποτα πλην του εαυτού του και τού πεπρωμένου του. Κάποτε χαϊδεμένο και άλλοτε κακοποιημένο παιδί -το οποίο λαχταρά να διατηρήσει ή να βρει επιτέλους την αγάπη που στερήθηκε- ο καιροσκόπος επιλέγει γήπεδο με ένα και μοναδικό κριτήριο: Τις πιθανότητες που έχει να επιβληθεί και να αρχηγεύσει. Εισέρχεται ορμητικός, με την λάμψη της νιότης του, φιλάει σεβαστικά τα χέρια των παλαιοτέρων κι αρχίζει ακαριαία να συλλογίζεται πώς θα τους ανατρέψει βίαια, εάν δεν καταφέρει να τους συνταξιοδοτήσει τιμητικά. Κατέχει από ένστικτο ο καιροσκόπος πλήθος ρόλων: Ξέρει να κολακεύει αλλά και να βγάζει γλώσσα, μπορεί να παίρνει ρίσκα –με τις πλάτες, κατά προτίμησιν, των άλλων-, να παριστάνει πότε τον εμπνευσμένο, πότε τον συγκινημένο, πότε τον ονειροπόλο... Συνάπτει τις πιο χρήσιμες συμμαχίες και τις προδίδει την κατάλληλη στιγμή.
___________
Ο καιροσκόπος βρίσκεται στους αντίποδες του φανατικού. Ενώ ο ένας καθορίζεται από την τυφλή του πίστη, ο άλλος δεν πιστεύει σε απολύτως τίποτα πλην του εαυτού του και τού πεπρωμένου του.
___________
Εφόσον πρόκειται για χαρισματικό καιροσκόπο, το μεγαλύτερο του χάρισμα είναι ο χειρισμός των φανατικών. Τους διατηρεί, κατ'αρχάς, σε κατάσταση αμείωτου ψυχικού βρασμού. Τους πείθει πως κάθε στιγμή είναι κρίσιμη, κάθε σύγκρουση απολύτως καθοριστική για την τελική έκβαση του αγώνα. Δεν τους αφήνει στιγμή να χαλαρώσουν. Στα διαστήματα της νηνεμίας, επινοεί φανταστικούς κινδύνους, σατανικές συνομωσίες, που μόνο ο ίδιος –υποτίθεται- μπορεί να διακρίνει. Υποδεικνύει επίσης εχθρούς, εθνικούς ή ταξικούς, που επιβάλλεται να εξοντωθούν δίχως έλεος. Οι εσωτερικοί του αντίπαλοι βαφτίζονται πράκτορες και χαφιέδες και εκκαθαρίζονται με συνοπτικές διαδικασίες. Οποιοσδήποτε εν ολίγοις διαφέρει με το θάρρος της γνώμης του ρίχνεται από τον καιροσκόπο βορά στους φανατικούς.
Ο καιροσκόπος είναι κατά βάθος τραγικό πρόσωπο. Ξέρει πως ο παράδεισος που μέρα-νύχτα υπόσχεται στους φανατικούς δεν πρόκειται να ανατείλει ποτέ. Διαισθάνεται πως η τελική πράξη της προσωπικής του εποποιίας θα ποτιστεί με το αίμα του. Ζωντανό θα τον κατασπαράξουν οι οπαδοί του όταν επιτέλους αντιληφθούν –και ο πλέον αφελής ξυπνάει κάποτε- πως επί χρόνια και ζαμάνια τούς κορόιδευε, πουλούσε φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Πως εξαργύρωνε τις ζητοκραυγές τους για να διασκεδάζει τις προσωπικές φοβίες του. Στην καλύτερη περίπτωση, εάν έχει προφτάσει να πεθάνει εν δόξη, θα φτύσουν στον τάφο του.
Σε αντίθεση με τους φανατικούς, οι καιροσκόποι γνωρίζουν άριστα τι συμβαίνει. Για αυτό και ποντάρουν τα ρέστα τους στη στιγμή, για αυτό και καβαλάνε την ευνοϊκή συγκυρία. Μοναδική τους παρηγοριά, η κοινή των θνητών μοίρα: «Ως όναρ παρέρχεται και ως ανθός διαλύεται πας άνθρωπος, βασιλεύς ή στρατιώτης...» Ή για να το θέσουμε χύδην λαϊκά, «ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε κι ό,τι...»
Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα παράγει σε αφόρητα μεγάλες ποσότητες τόσο φανατικούς όσο και καιροσκόπους. Αλοίμονο σε όσους δεν καταδέχονται να καταντήσουν ψευτοβοσκοί που ανεμίζουν σημαίες ευκαιρίας ή να ενταχθούν στο τυφλωμένο ποίμνιο.-
σχόλια