Θεσσαλονίκη. Μάρτιος του 2010.
ΠΡΩΙ
Στα γρασίδια υπάρχουν δεκάδες σκυλιά. Τα παρακολουθώ υπνωτισμένος: διάφορες ράτσες, μικρά και μεγάλα, παίζουν ασταμάτητα. Ανεβοκατεβαίνουν όπου βρουν, κάνουν γκάφες, κυλιούνται στα πλακάκια. Νιώθω λες και βλέπω σε ζωντανή μετάδοση ένα ριάλιτι για κυνόφιλους. Και δεν μπορώ να ξεκολλήσω.
Στο άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου πέρα απ' τους συνηθισμένους σκεϊτάδες υπάρχουν μαζεμένοι πολλοί έφηβοι που με τα σώματά τους φτιάχνουν έναν κύκλο. Με δημοσιογραφικό πείσμα προσπαθώ να σπάσω τον κύκλο και να πλησιάσω το κέντρο του, για να δω τι βλέπουν όλοι με τόσο ενδιαφέρον. Με αγριοκοιτάζουν: είναι προφανές πως δεν θέλουν ξένους στη γιορτή τους. Σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών μου και από μακριά βλέπω. Βλέπω δύο αγόρια γυμνασίου να χορεύουν αντικριστά, στη μέση του κύκλου στο ρυθμό της μουσικής που παίζει από αόρατη σε μένα πηγή.
Dance off! Υπάρχουν λοιπόν διαγωνισμοί αυτοσχεδιαστικού χορού και στην πόλη μας... Για δέκα δευτερόλεπτα χορεύει ο ένας και μετά παγώνει, και είναι η σειρά του άλλου. Οι φιγούρες τους συνεχίστηκαν μέχρι να τελειώσει το trance κομμάτι που ακουγόταν - μετά τη θέση τους πήραν δύο άλλα παιδιά και ούτω καθεξής. Μου έκανε εντύπωση το νεαρό κοινό τους: το διασκέδαζαν χωρίς να το τραβούν στα κινητά, το ζούσαν εδώ και τώρα.
ΜΕΣΗΜΕΡΙ
Νεαρά αγόρια και κορίτσια κουβαλούν κάτι πράγματα που μοιάζουν με καλάμια ψαρέματος, αλλά που αργότερα κατάλαβα πως ήταν παράξενα όργανα, έντεχνης μουσικής. Θα τους ακολουθούσα για να τους ακούσω να παίζουν αλλά ξαφνικά δίπλα στη θάλασσα εμφανίστηκε μια περίεργη -και αρκετά γελοία- παρέλαση.
Από μακριά νόμισα πως ήταν αστυνομικοί με πρωτότυπες στολές. Μετά βλέποντας πως κρατούσαν πλακάτ θεώρησα πως ήταν απεργοί. Έπειτα όταν μελέτησα τις στολές τους (πολύ φουτουριστικές, μαύρες με χτυπητές κίτρινες φωσφοριζέ ρίγες) έλπισα πως ήταν η ομάδα sfina που έκανε κάποιο δρώμενο. Τζίφος. Είναι κινούμενη διαφήμιση για τα νέα καρτοκινητά της τάδε εταιρίας κινητής τηλεφωνίας. Τα πλακάτ γράφουν σαχλά σλόγκαν και οι συμμετέχοντες, όπως ήταν αναμενόμενο ντρέπονται αρκετά και μιλούν μεταξύ τους για να αποφύγουν τα απορημένα βλέμματα των περαστικών.
Σ' ένα παγκάκι βρίσκω μια πεταμένη σακούλα με παλιά περιοδικά. Την παίρνω και την κουβαλάω μαζί μου όλη την υπόλοιπη μέρα. (Μα καλά, ποιος τρελός πέταξε έναν 'Οικογενειακό Θησαυρό' του 1983;)
Μάλλον μοιάζω «ευγενικό παιδί» και μου πιάνουν την κουβέντα παππούδες και γιαγιάδες. Είμαι ανήμπορος να αντισταθώ και στο κάτω-κάτω, ναι, θέλω να ακούσω την ιστορία της ζωής τους.
ΑΠΟΓΕΥΜΑ
Τρώω ένα σάντουιτς με λουκάνικο απ' την καντίνα και χαζεύω τους λιγοστούς ψαράδες. Ο ήλιος βάζει φωτιά στη θάλασσα. Τα σύννεφα μια μαγεία. Παντού γύρω μου υπάρχουν πηγαδάκια: όλοι κάνουν κάτι ενδιαφέρον, είτε πουλάνε κάτι (με έμφαση στα τέλεια κινέζικα παιχνίδια που περιστρέφονται δημιουργώντας φως και ήχους), είτε παίζουν με φωτιές, είτε κάνουν ζογκλερικά, είτε απλά χαζεύουν και αφήνονται στη στιγμή.
Τώρα περνούν κυρίως τρέντι νέοι κι εγώ προσπαθώ να εντοπίσω τις νέες τάσεις της μόδας. Ίσως δεν έχουν ακόμα δοθεί οι νέες κατευθύνσεις για άνοιξη και καλοκαίρι και το λέω αυτό γιατί αυτά που βλέπω δεν διαφέρουν και πολύ απ' τις περσινές τάσεις. Με δυο λόγια: αν δεν έχεις μαύρα γυαλιά με λευκό παχύ σκελετό δεν είσαι τίποτα στο χρηματιστήριο του τρεντ.
Αυτό που φοβόμουν όλη μέρα τελικά συνέβη. Ένας άντρας που όλη μέρα ψήνει ποπ κορν έρχεται και με κουτσομπολίστικη διάθεση με ρωτάει τι κάνω τόσες ώρες εκεί, μόνος μου, και γιατί μιλάω συνέχεια σ' αυτό το μαραφέτι (το δημοσιογραφικό κασετοφωνάκι). Του λέω εμπιστευτικά πως κάνω ρεπορτάζ για ένα άρθρο. Η αντίδρασή του με γυρνάει δεκαετίες πίσω, στην παιδική ηλικία και των δυο μας: στριφογυρίζει τα δάχτυλα της παλάμης του δίπλα στο κεφάλι του (υπονοώντας όχι μόνο πως τα έχω χάσει αλλά ότι έπαθα και ψυχικό τραλαλά από πάνω) και λέει: «Ντόιν κούκουου...»
ΒΡΑΔΥ
Είναι γεγονός: εδώ υπάρχουν τα πιο τέλεια μέσα κίνησης. Είδα ένα τεράστιο εξαθέσιο ποδήλατο σαν άμαξα, μια συμβατική άμαξα που την σέρνει το άλογο, έναν τύπο σαν τον Ρόμποκοπ που χοροπηδούσε πάνω σε κάτι που υποθέτω ότι είναι η επόμενη γενιά των ξυλοπόδαρων - κάτι μηχανικό, μεταλλικό και σχεδόν εξωπραγματικό.
Επίσης όμως είδα κι ένα μηχανοκίνητο μαραφέτι, σαν καροτσάκι μεταφοράς που στέκεσαι όρθιος και το χειρίζεσαι για να σε πάει βόλτα. (5 ευρώ για ένα εικοσάλεπτο.) Ανεβαίνω. Δεν μπορώ να πω ότι περνάω απαρατήρητος, πράγμα που με αγχώνει και με κάνει να οδηγώ πέντε φορές πιο επικίνδυνα. Μόνο προς το τέλος παίρνω το κολάι και το διασκεδάζω. Σε σύγκριση με όλα τα παραπάνω μέσα τα δεκάδες συμβατικά ποδήλατα που περνούν αυτάρεσκα στη χρήσιμη λωρίδα τους μοιάζουν βγαλμένα απ' τον 18ο αιώνα.
Προσπαθώ να σκεφτώ αυτό το κομμάτι γης μετά από 100 χρόνια. Θα υπάρχουν άραγε αυτά τα ωραία όρθια μεταφορικά μέσα; Θα έχουν αντικαταστήσει όλα τα υπόλοιπα; Και, το κυριότερο, θα πατούν στο έδαφος ή θα πετάνε;
*Η στήλη 'Μια Μέρα στην Πόλη' δημοσιευόταν στο έντυπο Παράλλαξη την περίοδο 2009-10. Δεν είχε ψηφιοποιηθεί ποτέ, μέχρι σήμερα.
σχόλια