Του Ρωμανού Σκλαβενίτη* από το σάιτ Book Press
Στην πραγματικότητα, οι δεκαετίες κλείνουν μία δεκαετία αργότερα από το χρονολογικό τους πέρας. Περίπου τότε, διευκρινίζονται οριστικά και ταξινομούνται στο παρελθόν. Επομένως, ύστερα από τα '70s και τα '80s, είναι καιρός για τα '90s να αποκτήσουν brand.
Συνήθως, οι δεκαετίες καθορίζονται από εκείνους που βρίσκονται τότε στο ηλικιακό πεδίο που ορίζουν η ώριμη εφηβεία και τα 30. Δηλαδή, από τους κοινωνικά δραστήριους ή τους κοινωνικά ανήσυχους. Στην περίπτωση των '90s όμως τα πράγματα φαίνεται να είναι διαφορετικά. Για πολλούς λόγους.
Οι νεαροί ενήλικες, όπως και οι απλώς ενήλικες, των '90s όχι μόνο δεν εισήγαγαν κάποια κοινωνική καινοτομία, αλλά επιπλέον συμβιβάστηκαν με την κληρονομιά τους και αποτέλεσαν το κοινωνικό σώμα που σήμερα καλείται να επωμιστεί μια καταστροφή που βρίσκεται ακόμη εν εξελίξει. Πρόκειται για μια ομάδα που ενώ έζησε σε μία ευνοϊκότατη δημοκρατία, έκρινε σκόπιμο να ανθίσταται και να διαμαρτύρεται στο δρόμο, ενόσω υπογείως παγίωνε το χάος. Η αντίσταση φυσικά είναι εξαρτησιογόνος: αν κανείς δοκιμάσει να υψώσει το χέρι του ενώ ασκείται σ'αυτό πολλαπλάσια πίεση προς τα κάτω, όταν η πίεση παύσει, το χέρι θα ανυψώνεται εκουσίως μέχρις ότου χτυπήσει σχεδόν το κεφάλι. Η πτώση του τείχους του Βερολίνου το '89 αποτέλεσε μία μεγάλη ευκαιρία ανασύνταξης της σκέψης, που αγνοήθηκε, καθώς οι χρεοκοπημένες τακτικές σκέψης αλλά και δράσης συντηρήθηκαν.
Επιπλέον, τα '90s ήταν η περίοδος που, καθυστερημένα, έφτασαν στην Ελλάδα οι νέες τάσεις γύρω από την ανατροφή των παιδιών. Μαζί μ' αυτές, όπως ήταν φυσικό, έφτασαν οι παιδικές τηλεοπτικές ζώνες, τα video games, τα κινητά τηλέφωνα, τα πολυκαταστήματα παιχνιδιών και οι παιδότοποι. Και τα εξελιγμένα παιδικά πάρτυ.
Τα '90s ήταν η κατάλληλη δεκαετία για να μεγαλώνει ένα παιδί. Οι σημαντικότεροι πολιτισμικοί νεωτερισμοί εγκαθίσταντο στη χώρα πάνω στην ώρα. Για όσους μεγάλωσαν στα '90s, το κινητό τηλέφωνο, το Ίντερνετ, τα malls, η διασύνδεση, ήταν όλα φυσικά και εύκολα.
Σχολείο
Γεννήθηκα το 1991. Πέρασα τα '90s στο σχολείο και έξω απ' αυτό. Και παρότι η παιδική μου ηλικία έμοιαζε με όλων των άλλων παιδιών, μου άρεσε να σκέφτομαι ότι ήταν λίγο περισσότερο επεισοδιακή. Μόνο λίγο. Αλλά αρκετά.
Στο σχολείο υπήρχαν τα μαθηματικά, η φυσική, η γεωγραφία, η γλώσσα. Επίσης, υπήρχαν ένα σωρό μαθήματα για ηλίθιους με εξίσου ηλίθια ονόματα. Θυμάμαι ένα μάθημα που λεγόταν ''Εμείς κι ο Κόσμος''. Επίσης, θυμάμαι ότι κάποιοι συμμαθητές μου, ασυνήθιστοι ακόμη στα ελληνικά, πρόφεραν με στόμφο το ''κι'', σαν να υπήρχε κάποιο κόμμα ανάμεσα σ' εκείνο και το άρθρο του ''Κόσμου'': εμείς κι, ο κόσμος.
Πολλοί δάσκαλοι έμοιαζαν ανίδεοι. Πολλοί δάσκαλοι ήταν ανίδεοι. Ή, εν πάση περιπτώσει, είχαν ιδέα για κάποιο μόνο από τα μαθήματα του ημερήσιου προγράμματος. Γεγονός που μας εξοικείωνε όλους με τις χαμηλές επιδόσεις των κρατικών μηχανισμών, ώστε θα αποφεύγαμε εκπλήξεις την πρώτη φορά που θα επισκεπτόμασταν για παράδειγμα την εφορία.
Από το σχολείο, θυμάμαι επίσης την κακή λογοτεχνία. Ας μην παρεξηγηθώ: για το σχολείο η λογοτεχνία ήταν αόρατη, όπως ο Κάσπερ, το φαντασματάκι. Εκεί, δεν υπήρχε χώρος ούτε για καλή ούτε και για κακή λογοτεχνία. Όχι. Την κακή λογοτεχνία τη διαβάζαμε έξω από το σχολείο. Επρόκειτο για ένα ακόμη υπόλειμμα που περιχαρείς μάς μεταβίβαζαν οι γονείς μας, υποσκάπτοντας το αναγνωστικό μας μέλλον, το οποίο έτσι κι αλλιώς ήταν σκοτεινό: μεγαλώναμε στην Ελλάδα.
Μεγαλώναμε στην Ελλάδα: τα παιδιά διάβαζαν Πηνελόπη Δέλτα ή Μενέλαο Λουντέμη. Ασφαλώς, είναι και ζήτημα γούστου. Παρόλ' αυτά, θεωρώ πως αυτή η βαλκανικού τύπου λογοτεχνία κάθε άλλο παρά ελπίδες και αισθητική μπορεί να προσφέρει στον νεαρό αναγνώστη. Εντέλει, η παιδική βιβλιοθήκη απομάκρυνε τη σκέψη μας (αλλά και την αισθητική μας) από τη Δύση, μας αποστερούσε από τη φιλοσοφία του ορθολογισμού, τις Δυτικές σκέψεις και επιθυμίες. Επιπλέον, μας δημιουργούσε την ψευδαίσθηση του μεγαλείου.
Ο αισθητικός και ιδεολογικός σκοταδισμός του σχολείου ήταν φυσικά πολυδιάστατος. Θυμάμαι ότι το πρωί, πριν την έναρξη των μαθημάτων, πραγματοποιούνταν σύναξη μαθητών και προσωπικού στο προαύλιο, όπου προσευχόμασταν(!) στον Θεό των Ορθόδοξων Χριστιανών. Μάλιστα, υπήρχαν δύο είδη προσευχής: μία που απαγγέλλαμε όταν πλησίαζε το Πάσχα και μία για το υπόλοιπο σχολικό έτος. Επιπλέον, τις (πολυάριθμες) ημέρες εθνικών ή τοπικών εορτών, επισκεπτόμασταν την εκκλησία όπου μάλιστα στεκόμασταν στην ουρά για την ''κοινωνία''(!). Όπως ήταν φυσικό, ανέπτυξα αλλεργία στο λιβάνι και μου επέτρεπαν να περιμένω έξω από την εκκλησία όση ώρα διαρκούσε η λειτουργία. Όταν το σχολείο τελείωσε, τελείωσε και η αλλεργία.
Βεβαίως, τίποτε δεν ήταν πιο κακόγουστο από τις σχολικές εορτές. Ο γαλανόλευκος στολισμός σε έκανε να αμφιβάλεις για την αισθητική μιας ολόκληρης χώρας. Άλλωστε, ο συνδυασμός του λευκού με το γαλάζιο δείχνει όμορφα μόνο στις Κυκλάδες. Όταν, δε, συνοδεύεται από τις κακόφωνες παιδικές χορωδίες και τα φαιδρά ποιήματα του αίματος που ακούγονται απ' αυτές, η λύση της αυτοκτονίας φαίνεται ελκυστική. Σήμερα, αναρωτιέμαι: αν είχα αυτοκτονήσει σε μια απ' αυτές τις γιορτές, η αυτοκτονία μου θα θεωρούνταν πολιτική; Πάντως, θα ήταν.
Το σχολείο λοιπόν είχε ένα καλό: το Σαββατοκύριακο. Το πρωινό ξύπνημα στις επτά συνεχιζόταν: τα καλά κινούμενα σχέδια, εκείνα από την Ιαπωνία, τα λιγότερο αφελή, παίζονταν πολύ νωρίς το πρωί. Από τις επτά, λοιπόν, μέχρι περίπου τη μία το μεσημέρι, η τηλεόραση εξέπεμπε αποκλειστικά για εμάς. Τόσο το Σάββατο όσο και την Κυριακή όλοι βλέπαμε κινούμενα σχέδια. Όλοι, εκτός από εκείνους που τις Κυριακές πήγαιναν στο Κατηχητικό(!). Έχαναν τις εκπομπές και ύστερα τους διηγούμασταν τα γεγονότα.
Τα Pokémon, τα Digimon, τη Sailor Moon, όλα τα βλέπαμε με προσήλωση και αφιέρωση. Όλα, μα κυρίως τα Pokémon. Οι εκπομπές των Pokémon ήταν το μοναδικό πράγμα που με έκανε να αντιτίθεμαι στα ταξίδια. Έπρεπε να αντισταθώ, ειδάλλως θα έχανα τα καινούρια επεισόδια. Ήμουν μάλιστα τόσο αδιάλλαχτος που θυμάμαι τους γονείς μου να εξετάζουν τηλεφωνικά εάν το δωμάτιο του ξενοδοχείου είχε τηλεόραση που έπιανε το συγκεκριμένο κανάλι. Εάν όντως είχε τέτοια τηλεόραση και οι γονείς μου συμφωνούσαν να περνούμε τα πρωινά του Σαββάτου και της Κυριακής στο δωμάτιο, όπου εκείνοι θα έκαναν απόλυτη ησυχία, ενώ εγώ θα έβλεπα τα Pokémon, μπορούσα να φτιάξω τη βαλίτσα μου. Όλα μου τα ρούχα έμπαιναν στη βαλίτσα της μαμάς· η δική μου φιλοξενούσε τα πολυάριθμα Gameboy μου, τις κασέτες τους (πάλι Pokémon, απλώς σε εκδοχή παιχνιδιού), απόθεμα σε μπαταρίες και όλες τις αγαπημένες μου πλαστικές φιγούρες Pokémon, τις οποίες ενέπλεκα σε φανταστικές συγκρούσεις, όσο εγώ μιμούμουν πολεμικές ιαχές με το στόμα μου.
Επίσης, στη βαλίτσα μου υπήρχε πάντοτε το φορητό μου κασετόφωνο, που στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από το φορητό μου CD Player (που έμελλε να αντικατασταθεί από το iPod μου, λίγα χρόνια μετά το τέλος των '90s). Εκεί άκουγα την ποπ μουσική. Ομολογουμένως, μία μουσική χωρίς αξιώσεις· μία μουσική που, σε αντίθεση με το ροκ εν ρολ, δεν μπορούσες να λατρέψεις με τα πόδια σου, αλλά με τους γοφούς, τη μέση και άλλα αισθησιακά μέρη του σώματος. Η Madonna ήταν ήδη ένα είδος μουσικής γριάς για εμάς· εμείς ακούγαμε Britney Spears, Spice Girls, Ricky Martin, λίγο hip-hop με την προϋπόθεση ότι οι στίχοι μιλούσαν για πεταλούδες, λίγο hard rock με την προϋπόθεση ότι οι στίχοι μιλούσαν για αιμοδιψείς διαβόλους. Για ένα πράγμα είμαι σίγουρος: τα σχολεία των '90s ήταν πάνω-κάτω αδιάβροχα για το ροκ εν ρολ.
Το Σαββατοκύριακο, τώρα, μπορεί να ισοδυναμούσε με την τηλεοπτική όαση, όμως υπήρχε πρόβλεψη για εμάς και τις καθημερινές. Επιστρέφαμε από το σχολείο πάνω στην ώρα για τα πολυαγαπημένα μας σίριαλ από την Κεντρική και τη Νότια Αμερική. Στην αρχή, έπαιζαν μόνο σίριαλ για παιδιά, όπως οι Ατρόμητοι και το Καρουζέλ. Αργότερα, ξεσάλωσαν και έπαιξαν μία-μία τις σειρές με την Thalíaκαι τη Natalia Oreiro. Και παρότι υποστήριζα φανατικά την Thalía (κυρίως εξαιτίας της ''Μαριμάρ'' και της ''Μαρίας της Γειτονιάς''), θυμάμαι να ανακαλύπτω έκπληκτος μία σειρά με τη Natalia Oreiro που ήταν αληθινά ενδιαφέρουσα και είχε τα χρώματα του Αλμοδόβαρ. Όπως ήταν φυσικό, αγόρασα όλα τα CD τους (εκτός από ηθοποιοί, ήταν και τραγουδίστριες), έμαθα απ' έξω τη μελωδία και τους στίχους και ηρέμησα.
Τώρα που το σκέφτομαι, απορώ πώς έβρισκα χρόνο για το σχολείο. Δεν ήταν απλό πράγμα για ένα παιδί να διανείμει σωστά το χρόνο του ανάμεσα στο Playstation (κακά τα ψέματα, η Nintendo ήταν πάντα δεύτερη), τις τάπες που πωλούνταν μαζί με τα γαριδάκια και τα δρακουλίνια, τα φτηνά παιχνίδια που πωλούνταν μαζί με την Καραμπόλα, το πιο hot παγωτό για παιδιά, την τηλεόραση και τα άλμπουμ με αυτοκόλλητα ποδοσφαιριστών. Όσο για τα τελευταία, συνέλεγα μανιωδώς αυτοκόλλητα, παρότι δεν έχω παρακολουθήσει ποτέ στη ζωή μου ποδοσφαιρικό αγώνα(ούτε στην τηλεόραση) και παρότι τη μοναδική φορά που αποπειράθηκα να παίξω, σχεδόν έσπασα το δικό μου πόδι, όπως επίσης και το πόδι του διπλανού μου. Αναγνωρίζω ότι η συμπεριφορά μου υπήρξε σχιζότυπη.
Λίγα χρόνια μετά το τέλος των '90s, στο Λύκειο, θυμάμαι μια φίλη μου να προτείνει πως τα ''Φιλαράκια'' δίδαξαν στους Έλληνες τον αυτοσαρκασμό. Πράγμα που με προβλημάτισε σχετικά με τη νοημοσύνη της μεν, με έκανε, δε, να σκεφτώ τι προσέφεραν τελικώς τα ''Φιλαράκια'' στο ελληνικό κοινό. Τα πρώτα επεισόδια της σειράς προβλήθηκαν δύο περίπου χρόνια πριν το τέλος της δεκαετίας και με θυμάμαι να τα περιμένω. Η επιρροή τους είναι οφθαλμοφανής: εξακολουθούν να προβάλλονται τόσα χρόνια μετά. Εκείνη που παραμένει κάπως σκοτεινή είναι η φυσιογνωμία της προσφοράς τους. Νομίζω, αυτό που συνέβη ήταν ότι -όπως το Χόλυγουντ- μας εξοικείωσαν με το αμερικανικό τοπίο, παρότι ήταν λιγοστά τα εξωτερικά γυρίσματα. Θέλω να πω, γνωρίσαμε το χιούμορ, τους κανόνες, τις αγκυλώσεις της Νέας Υόρκης, προτού την επισκεφτούμε. Μπορείς να μάθεις πολλά από μία σαχλή κωμική σειρά. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, περάσαμε γελώντας πολλά μεσημέρια.
Στην Γεώδα
Έκανα το πρώτο μου ταξίδι στο Παρίσι όταν ήμουν 5 χρονών. Είναι εκπληκτικό πόσες αναμνήσεις είναι ακόμη ζωντανές από εκείνη την επίσκεψη. Θυμάμαι να στέκομαι ζαλισμένος μπροστά στον Ντα Βίντσι του Λούβρου και να πηγαίνω δεξιά-αριστερά, ώστε να εξετάσω αν όσα μου είχε πει η μαμά για τα μάτια που σε κοιτούν όπου κι αν πας ήταν αληθινά. Παραήταν αληθινά για να το αντέξω: έφυγα τρέχοντας, πεπεισμένος πως ένα ζευγάρι μάτια θα με κατοπτεύει για όλη μου τη ζωή. Ευτυχώς για μένα, τα μάτια δεν επιβιβάστηκαν στο αεροπλάνο της επιστροφής.
Η επίσκεψη στο 19ο διαμέρισμα και το ''Νέο Παρίσι'' δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Δεν θυμάμαι τίποτα, παρά μόνο το La Geode. Μία γιγάντια γυάλινη σφαίρα που είχε μέσα τον ωκεανό. Δυστυχώς, όση ώρα περάσαμε μπροστά της, ο ωκεανός ήταν αφιλόξενος και απειλητικός. Αν δεν ήταν το γυαλί που τον περιέβαλλε, εκείνο το τεράστιο κύμα θα με είχε καταπιεί, είμαι σίγουρος.
Συμπερασματικά, ο πεντάχρονος εαυτός μου είχε να πει τα καλύτερα για ένα αστικό πείραμα που στην πραγματικότητα απέτυχε. Όχι μόνο δεν συνδέθηκε με το Παρίσι, αλλ' επιπλέον μοιάζει σαν να το ξέβρασε κατά λάθος ο ωκεανός του La Geode. Ό, τι στραβό κι αν υπήρχε στην πόλη, οι παραμορφωτικοί φακοί της ηλικίας το συμμόρφωναν.
Το Παρίσι ήταν υπέροχο και για έναν ακόμη λόγο. Γιατί μου έδωσε μαχητικό προβάδισμα στα νέα επεισόδια των Pokémon. Όπως ήταν φυσικό, η Γαλλία βρισκόταν μία ολόκληρη σεζόν μπροστά. Ενώ εμείς στην Ελλάδα ανησυχούσαμε πως ο Pikachu του Ash δεν θα εξελισσόταν ποτέ σε Raichu, στη Γαλλία ο Raichu ήταν κιόλας παρελθόν! Φυσικά, όλοι ξέρουν πως ο Pikachu είναι ισχυρότερος του Raichu. Σε κάθε περίπτωση, εγώ ήμουν σίγουρα ισχυρότερος των υπόλοιπων φίλων μου, εφόσον γνώριζα με ακρίβεια τι θα συνέβαινε στη συνέχεια. Επιστρέφοντας, λοιπόν, συγκάλεσα συμβούλιο και ενημέρωσα το πλήθος για τις συνταρακτικές εξελίξεις. Εν όψει των αποκαλύψεων, η υψηλοφροσύνη μου συγχωρέθηκε πάραυτα.
Στο Βερολίνο δεν έχει Pokémon;
Λίγο καιρό μετά την επιστροφή, η μαμά μου έπρεπε να φύγει και πάλι. Θα επισκεπτόταν το Βερολίνο για να δει τα νέα έργα ύστερα από την πτώση του Τείχους. Δεν με πήρε μαζί της. Το ταξίδι ήταν επαγγελματικό, οι ιδιότητές μας ήταν ασύμβατες: εκείνη ήταν αρχιτέκτονας, εγώ ήμουν Pokémonολόγος.
Εκ των υστέρων, είμαι ευχαριστημένος που δεν τη συνόδευσα στο Βερολίνο. Ακόμα και σήμερα, είκοσι χρόνια ύστερα από την πτώση του Τείχους, μου φαίνεται κακάσχημο. Εντάξει, έχει ωραίες γωνιές, αλλά είναι άσκημο. Οπότε, υποθέτω ότι δεν θα είχε όμορφη επίδραση στο παιδικό μυαλό. Φυσικά, τότε δεν μπορούσα να εκτιμήσω την αισθητική με τον ίδιο τρόπο: η μαμά θα επισκεπτόταν το Βερολίνο, ενώ εγώ θα έμενα πίσω. Το σχέδιο δράσης που ανέπτυξα ήταν τόσο αποτελεσματικό που, όταν εκείνη επέστρεψε(επιτέλους!), κουβαλούσε μαζί της μία επιπλέον βαλίτσα, γεμάτη με παιχνίδια. Τότε, αντιλήφθηκα για πρώτη φορά πως τα θύματα είναι εξίσου ισχυρά, εξίσου αντιπαθητικά, με τους θύτες. Βεβαίως, πήρα πολλά δώρα, οπότε οι αισθητήρες ηθικής μου μούδιασαν για κάποιους μήνες.
Τα δώρα από το Βερολίνο ήταν τα πιο κακά δώρα που είχα λάβει ποτέ μου. Καταρχάς, δεν υπήρχε ούτε μία φιγούρα Pokémon. Επιπλέον, ήταν όλα περισσότερο ποιοτικά απ' ό, τι μπορούσα να αντέξω. Φτιαγμένα από ξύλο, στο χέρι ή ζωγραφισμένα και επισμαλτωμένα, τα γερμανικά παιχνίδια είχαν στόχο να εξοικειώσουν τη γερμανική νεολαία περισσότερο με τις τεχνικές κατασκευής και εφυάλωσης, παρά με τη σχόλη. Τα περισσότερα παιχνίδια κατέληξαν σε έναν κόκκινο κουβά που φύλαγα για τα άπλυτα ρούχα και, λίγους μήνες αργότερα, εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς. Άσκησα τη γνωστή μου συναισθηματική βία και τα παιχνίδια αντικαταστάθηκαν από το καινούριο πλαστικό τέρας των Power Rangers. Η ευτυχία βασίλευε στον κόσμο, έστω και αν μέσα στον επόμενο μήνα κυκλοφόρησε στα ΚουΚου καινούριο μοντέλο.
Ανέκαθεν, φυσικά, υποστήριζα τα ΚουΚου απέναντι στα φτηνά Jumbo. Ίσως έφταιγε που τα ΚουΚου ήταν παλιότερα: ο παλιός είναι αλλιώς. Ίσως ήταν που το κατάστημά τους βρισκόταν στο κέντρο, οπότε συχνά περνούσαμε τυχαία από μπροστά και μου δίνονταν ευκαιρίες να εξαναγκάσω τη μαμά μου σε έκτακτες αγορές. Τα ΚουΚου ισοδυναμούσαν με ταξίδι στη χώρα των θαυμάτων.
Εξίσου όμως διασκέδαζα και τις εκδρομές ανά την Ελλάδα. Οι γονείς μου κι εγώ, μέσα στο αυτοκίνητο, με ανοιχτά τα παράθυρα και (ο μοναδικός μου όρος) με μουσική συνοδία την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Είχε πλάκα. Κάπως έτσι, κατά τη διάρκεια των '90s, επισκέφθηκα τους πιο σημαντικούς (και μια εκατοστή λιγότερο σημαντικούς) αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας. Ο αγαπημένος μου, θυμάμαι, ήταν οι Δελφοί. Το μουσείο των Δελφών ήταν με διαφορά το πιο κουλ. Η οροφή έσταζε (ο Ηνίοχος θα μπορούσε κάλλιστα να μετονομαστεί σε Λουόμενο) ενώ στα πόδια των γλυπτών υπήρχαν εγκαταλελειμμένα κουτάκια Coca-Cola: ένας ορκισμένος φαν της Coca-Cola δεν θα μπορούσε να αγνοήσει κάτι τόσο σπουδαίο. Θυμάμαι να αντικαθιστώ κρυφά το μοναδικό κουτάκι Fanta που υπήρχε στο μουσείο με το δικό μου κουτάκι Coca-Cola: ο Jeff Koons θα ήταν περήφανος για μένα, υποθέτω.
Μεταξύ Ανατολής και Δύσης
Οι παραπάνω προσωπικές εμπειρίες δεν αφορούν μόνο εμένα. Ύστερα από τις απαραίτητες αναγωγές, αποτελούν μια χαριτωμένη απεικόνιση του state-of-the-nation της περιόδου. Μία στροφή προς τη Δύση ήταν ευκρινής, ωστόσο η πολιτισμική ανακατεύθυνση δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Η Ελλάδα παρέμεινε μια χώρα-Ιανός, με Δυτικούς χαρακτήρες και Μεσανατολικές αναφορές, που δεν ικανοποιούσε αρκετά ούτε τους μεν ούτε τους δε. Το τοπίο της χώρας δεν μπορούσε -και δεν μπορεί- να ταξινομηθεί. Όχι εξαιτίας της περιβόητης πολυπολιτισμικότητας: οι ελληνικές πόλεις είναι ακόμη μικρές για κάτι τέτοιο· η ίδια η ιδέα περνάει άσχημα γηρατειά. Αλλά γιατί οι πολίτες της προσπαθούσαν -και προσπαθούν- ματαίως να απολαμβάνουν τα προσόντα τόσο της Δύσης όσο και της Ανατολής. Απέφευγαν τις υπεύθυνες επιλογές («η χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας») και απλώς παρέκαμπταν ή αγνοούσαν ό, τι ανέκυπτε. Τουλάχιστον κοινωνιολογικά, την περίοδο των '90s, λοιπόν, το τοπίο εξακολούθησε να είναι ασυνάρτητο, ακατατόπιστο.
Ύστερα από σκέψη, καταλήγω εντέλει πως τα '90s δεν έχουν σαφές brand. Τουλάχιστον για την Ελλάδα, υπήρξαν μια περίοδος μεταβατική: λίγο πριν την καταστροφή. Για τους ενήλικες, ήταν μία περίοδος ανέλιξης και επαναστατικής γυμναστικής. Για τα παιδιά, όμως, ήταν μία περίοδος αίγλης και πολιτισμικών ευκαιριών που, λογικά, θα αναβληθούν για τα επόμενα χρόνια. Για μένα, ήταν καθοριστικά και ευτυχισμένα. Είμαι ευχαριστημένος που γεννήθηκα το 1991.
* Ο Ρωμανός Σκλαβενίτης (γεν. 1991) είναι φοιτητής της Ιατρικής στο ΑΠΘ και συγγραφέας. Το πρώτο του μυθιστόρημα με το τίτλο "Διαβάτες στην πόλη" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Απόπειρα.
σχόλια