Στην αρχή ήταν απλώς μία ενόχληση στο αυτί. Ούτε ενόχληση ακριβώς. Περισσότερο μια διαπίστωση ότι τραβάει πολύ τα φωνήεντα, ότι οι λέξεις υποφέρουν εκεί κοντά στη λήγουσα.
Μετά ήρθε η υπογράμμιση. Κάθε φορά που υπήρχε υποψία άρρενος πληθυσμού – στο café, στο διάλειμμα για τσιγάρο, στο γραφείο – η μπλούζα έπαιρνε τον κατήφορο, ανέτειλε ο ένας ώμος και «ανέβαινε» οκτάβα στην όποια κουβέντα.
Και πιο μετά, κάθε μέρα και μία ρετρό έκπληξη: από το passé, αλλά μάλλον αιώνια πιασάρικο παίξιμο του χεριού με τα μαλλιά, από το μάσημα της τσιχλας με – το ζόρι αισθησιακό – ανοιχτό στόμα, από το τσεκάρισμα του κραγιόν και στη λαμαρίνα του ψυγείου στο κυλικείο... Ένα ισοβιο άγχος κακής λήψης, χωρίς να φαίνεται πουθενά φωτογραφικός φακός.
Τη μέρα που λιποθύμησε (ζέστη και μόνιμη δίαιτα δεν κάνουν ακριβώς καλή παρέα), στις τουαλέτες έλαβε χώρα μία σουρεάλ ανάσταση. Συνήλθε εκνευρισμένη, σχεδόν γρατζουνώντας τη συνάδελφο που είπε να τη συνεφέρει δροσίζοντας της το κεφάλι με λίγο νερό.
«Είσαι τρελή; Θα κατσαρώσουν!», ούρλιαξε και λιποθύμισε ξανά.
Όχι νερό στα μαλλιά και το πρόσωπο, όχι ζόρικες επιφάνειες στα νύχια, όχι στον ήλιο, όχι 3 γεύματα τη μέρα, όχι προβλήματα και στενοχώριες, όχι πολιτικά, όχι αναλύσεις, «φυσικά-και – ξέρω- ποιός- είναι- ο - Σακελλαρίδης», μόνο ποτάκια, τσαντάκια, μανόν και ψηλοτάκουνα, «φυσικά και ξέρω ποιος είναι ο Ρεμπώ», μην μας πουν κι αγράμματες, «τι εννοείς δεν βλέπει Μενεγάκη;».
Και πολύ πιο μετά άνοιξε η Κερκόπορτα σ’ έναν περίεργα εξαγριωμένο «γυναικείο» κόσμο, ένα σύμπαν στο οποίο υπάρχει κάποια μόνο αν είναι πολύ γλυκιά, πολύ θηλυκή, πολύ πριγκίπισσα, με το κάθε τσίνορο να στέκεται νευρωτικά στη θέση του, η κάθε στάση (στο café, στο γραφείο, στον οδοντίατρο) να είναι πόζα για φωτογραφία, το κάθε πλάνο να θυμίζει λίγο από τηλεοπτικό σετ, λίγο από περιοδικό μόδας.
Μία μικρή αποτελεσματική δικτατοριούλα που κάνει ηλεκτροπληξιούλες στις ατέλειες, στις κοιλίτσες, στα στραβά δόντια, στις ρυτίδες και στις άσπρες τρίχες, στους πόνους και στα παράπονα, μία χώρα που η ευτυχία και η ομορφιά (;) είναι οι μόνες έγνοιες. Οι άλλοι, ας πεθάνουν. Ή απλώς, ας μη φαίνονται.
Κι Εκείνη θέλει να φαίνεται. Μόνο από το καλό της προφίλ. Δεν τρώει (ποτέ) μπροστά στους άλλους, δεν ιδρώνει ποτέ, διαφωνεί με τακτ, σήμερα έχει μανικιούρ – πεντικιούρ – αποτρίχωση,αύριο σολάριουμ, μεθαύριο θα περάσει «ρίζα» και οι εβδομάδες θα κλείνουν με «φίλη», «κοριτσάκι μου», «αγάπη», «κουκλάρα», σερφάρισμα σε προσφορές μεγάλων οίκων με τεράστια luxuries, «βουτιές» σε ροζ εξώφυλλα και ενημερώσεις για πλαστικές, «τι πειράζει κάτι που θα με κάνει να νιώσω καλύτερα;», «πώς είμαι; Πώς φαίνομαι; Πόσο με κάνεις; Τι-εννοείς- δεν – έχεις – καθρεφτάκι;».
Δεν περνάει (ποτέ) καλά. Εκτός κι αν την κοιτάνε όλοι. Εκτός κι αν αρέσει σε όλους. «Αυτό δεν σημαίνει το να ‘σαι θηλυκό;»(!). Θα ζήσει όπως οι stars. «Κακό είναι;». Δεν θα γεράσει ποτέ, δεν θα εγκαταλείψει τα όπλα, θα είναι πάντα «μάχιμη». Μπορεί να κατοικήσει μέσα στα περιοδικά, να εργάζεται κοπιωδώς για ν' αποκτήσει gap ανάμεσα στα πόδια, να ζήσει για πάντα ανάμεσα σε τσάντες, εξτένσιονς, λαδάκια για τα μαλλιά, ζώδια και νύχια "χτιστά".
Υπέροχα πράγματα, κόσμος φωτεινός, εύτακτης αταξίας, νύχια – μαλλιά – νιαουρητά, σαν αντίβαρο στο μπλεγμένο που ζούμε, σαν ένα κακοφορμισμένο, παρερμηνευμένο «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο», σαν να μην πέρασε μια μέρα από τα πρότυπα highλίκια του lifestyle, σα να μην πέρασε ούτε μήνας με απλήρωτα ενοίκια και κομμένο ρεύμα, «κάπου θα βρούμε 2 χιλιαρικάκια, φίλη, για λίγη Μύκονο!».
Και Εκείνη, δεν είναι μία. Δεν είναι κάποια. Είναι ιδέα. Τρόπος ζωής. Τηλεόραση, βιβλία και ραδιόφωνο, «πλαστικά» όνειρα σε τιμή quiz. Το λες και κίνημα: Νύχια – μαλλιά.
σχόλια