Με αφορμή το άρθρο του Στάθη για τον Ζάχο Χατζηφωτίου, θυμήθηκα τον (όχι και τόσο παλιό, αλλά πάντως) γνώριμο στα ελληνικά περιοδικά, για τον εξίσου ευζωϊστικό μοντέλο ζωής που λατρεύει να αφηγείται, αλλά και τις ακόμη πιο ακραίες ρατσιστικές του κορώνες, Τάκη Θεοδωρακόπουλο, τον Sir Taki για τους έλληνες αναγνώστες του.
Ο κύριος Θεοδωρακόπουλος, υπέρμαχος των συνταγματαρχών, φίλος της βασιλείας, αν και όχι αδιακρίτως όλων των βασιλέων, απ' ότι έχω συνάγει από κάποια κείμενα του, οπαδός της ατομικότητας σε όλα τα πεδία, απασχόλησε πέρυσι τα εγχώρια μέσα ενημέρωσης όταν, σε ένα από τα λεκτικά πυροτεχνήματα που συνηθίζει, και δυστυχώς εννοεί, τάχθηκε ανοιχτά υπέρ της Χρυσής Αυγής, κατακεραυνώνοντας την διεφθαρμένη εξουσία της μεταπολίτευσης, ως γνήσιος Έλλην πατριώτης και βαθιά αντικομμουνιστής. Αργότερα, διέψευσε οτι την χρηματοδοτεί και χωρίς να το θέλει, επισκιάστηκε από την γκάφα του ΣΥΡΙΖΑ, που τον μπέρδεψε με τον Τάκη Θεοδωρόπουλο- έναν άνθρωπο ιδεολογικά άσχετο με το μήκος κύματος του Θεοδωρακόπουλου.
Ο κύριος Θεοδωρακόπουλος, υπέρμαχος των συνταγματαρχών, φίλος της βασιλείας, οπαδός της ατομικότητας σε όλα τα πεδία, απασχόλησε πέρυσι τα εγχώρια μέσα ενημέρωσης όταν, σε ένα από τα λεκτικά πυροτεχνήματα που συνηθίζει, και δυστυχώς εννοεί, τάχθηκε ανοιχτά υπέρ της Χρυσής Αυγής, κατακεραυνώνοντας την διεφθαρμένη εξουσία της μεταπολίτευσης
Οι απόψεις του αρθρογράφου του Spectator είναι καλά καταχωρημένες και αν θέλει κάποιος να τον παρακολουθήσει (αυτόν και τους ομοϊδεάτες του), δεν έχει παρά να ρίξει μια ματιά στο δικό του Takimag.com. Και αν επιμένει να μάθει κάτι παραπάνω για τη ζωή του, δεν έχει παρά να διαβάσει την αυτοβιογραφία του, ή τις συνεντεύξεις που έχει δώσει, μιλώντας για το παρελθόν του, τις κατακτήσεις και τις προτιμήσεις του.
Μπροστά του, ο Ζάχος Χατζηφωτίου μοιάζει με γραφική φιγούρα της ψωροκώσταινας, ένας ανώδυνος γκρινιάρης για τα κακώς κείμενα, που όταν σταμάτησε να πρωταγωνιστεί στη λαμπερή ζωή που επιχείρησε να σκηνοθετήσει, μετατράπηκε σε βαρύθυμο κοσμικογράφο, σε μια εποχή που προφανώς αισθάνθηκε πως οι νεόπλουτοι απειλούσαν την καθαρότητα της γειτονιάς του, και της αθηναϊκής αίγλης- μια κολωνακιώτικη, μεταπολεμική ουτοπία, που αποτελούσε μύθο παρόμοιο με οποιαδήποτε νοσταλγική επίκληση στις "παλιές καλές εποχές". Περισσότερο από ιδέες, είχε απόψεις, αλλά όχι και ερευνητική διάθεση, ή στιβαρό background. Είπε και σωστά πράγματα (και ποιος δε λέει άλλωστε;), αλλά έμενε στις γενικότητες.
Αμφότεροι μοιράζονται το σύνδρομο του playboy, με αναφορές στον Rubirosa, τον Ωνάση, τις γνωριμίες τους με ωραία και περιζήτητα "θηλυκά", με γάμους φαμπρικαρισμένους από χολιγουντιανή στόφα, εκεί που το παραμύθι της υψηλής κοινωνίας αντιπαλεύει την πεζή πραγματικότητα του γραφιά που, κάποια στιγμή, σκέφτεται κιόλας πως η ζωή του θα γίνει ένα ευπώλητο, ζουμερό άρθρο, με τον ίδιο να πρωταγωνιστεί και να το υπογράφει. (Διότι είναι άλλο να τρυπώνεις στην υψηλή κοινωνία με τη γοητεία και την επιμονή σου, και άλλο να γεννιέσαι αριστοκράτης, με την παλιά έννοια. Σου μένει το παράπονο και το ανικανοποίητο και η στραβή ματιά στους κακομαθημένους που έχουν τη γαλάζια στάμπα). Η μεγάλη τους διαφορά είναι πως ο Τάκης Θεοδωρακόπουλος γράφει πολύ καλά, γνωρίζοντας πώς να συνδυάζει τη μπριλάντε περιγραφή μεγαλοπιασμένων περιστατικών, σε υπέροχα μέρη, με πασίγνωστους ανθρώπους, με την πολιτική προπαγάνδα.
Εκεί που ο Χατζηφωτίου λέει, από τις εκπομπές που φαινομενικά απρόθυμα και για την εποχή χαριτωμένα παρουσίαζε, και τις δηλώσεις του, ενόσω χρημάτισε δημοτικός σύμβουλος, πως δε μπορεί να περπατάει στην Σταδίου και να βλέπει μαύρους και Αλβανούς, ο Θεοδωρακόπουλος γράφει ένα εξαιρετικά δομημένο, πνευματώδες και σε ποινικό βαθμό, εξοργιστικό κείμενο, για τους λόγους που προτιμάει το τένις από το ποδόσφαιρο, ένα άθλημα από και για πιθήκους κόντρα στο fair game των ευγενών! Θα πείτε πως και οι δύο λένε περίπου το ίδιο πράγμα. Όχι ακριβώς.
Ο Χατζηφωτίου περιορίζεται στην εμβέλεια της τοπικής αυτοδιοίκησης, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Έχει τη καταγγελτική δυναμική του παλιομοδίτη νοικοκυραίου και φαντάζομαι πως αν βρισκόταν σε μια μικρή ομήγυρη πιθανών συμμάχων της, η Χρυσή Αυγή θα τον προσπερνούσε άνετα, ή μάλλον, δεν θα οσμιζόταν κανένα κοινό στοιχείο για να ταυτιστεί. Με έναν αυτοαποκαλούμενο αστό και σνομπ; Ποτέ! Ο φασισμός έχει απομακρυνθεί από τις διττές του ρίζες και πλέον στρατολογεί από τους απελπιστικά αγανακτισμένους και τις χαμηλές τάξεις που θέλουν να τα σπάσουν όλα πάση θυσία.
Τα περιοδικά που συνεργάζονται μαζί του τον υπερασπίζονται όταν εξαπολύει ρατσιστικές προσβολές και ο ίδιος δεν κρύβει την αντίθεση του με οτιδήποτε μαύρο, εβραϊκό και αριστερό, ή μάλλον μη δεξιό
Αντίθετα, τον Τάκη Θεοδωρακόπουλο τον διαβάζουν και τον γνωρίζουν, τον ίδιο και τις απόψεις του, εκατομμύρια ανά τον κόσμο. Το Vanity Fair, με τη σχιζοφρενική του στάση απέναντι στο αμερικάνικο νέο αίμα του θεάματος και τα παλιά ευρωπαϊκά τζάκια που στάζουν ήπιο βαμπιρισμό, δεν παραλείπει να φιλοξενεί στις σελίδες του τα πάρτι που διοργανώνει σε ελιτίστικες λέσχες. Τα περιοδικά που συνεργάζονται μαζί του τον υπερασπίζονται όταν εξαπολύει ρατσιστικές προσβολές και ο ίδιος δεν κρύβει την αντίθεση του με οτιδήποτε μαύρο, εβραϊκό και αριστερό, ή μάλλον μη δεξιό- διαβάστε μόνο τις απόψεις του ηλεκτρονικού περιοδικού του για τον Ομπάμα ή τον ιό του Έμπολα. Το θέμα είναι πως όλα αυτά δεν είναι παροδικά τερτίπια ή παιχνίδια πρόκλησης αλλά μεθοδική κι επίμονη έκφραση του νεοφιλελευθερισμού που ασπάζεται πραγματικά, και αποτελεί το φόντο και την κινητήρια δύναμη της σκέψης του, μαζί με έναν ηδονιστικό αυτοματισμό, που συνεχίζεται παρά τα 78 του χρόνια. Ξέχασα να αναφέρω την πάγια θέση του για τις γυναίκες, τις οποίες αποκαλεί, ακόμη και σήμερα, ασθενές φύλο, και διαχωρίζει τις πραγματικές πόρνες, τις επί χρήμασι, από τις άλλες, τις παντρεμένες με τον πλούτο. Πού απευθύνεται το απωθημένο άραγε; Στις γυναίκες και την δόλια ψυχή τους; Ή τους πλουσίους σαρκοκατακτητές;
Όταν λοιπόν έχεις κάνει καλές σπουδές, έχεις μεγαλώσει μάλλον άνετα και διαθέτεις πένα με ταλέντο και κόψη, κουβαλώντας έναν χαρακτήρα που ποσώς νοιάζεται για τα αρνητικά σχόλια των άλλων, φτιάχνεις ένα μικρό και ζόρικο, συντηρητικό, αλλά επιθετικό στρατό, που τα βάζει με τους απέναντι που δε σου μοιάζουν, και στοχοποιείς συλλήβδην τους πολιτικούς και τους ξένους, που αισθάνεσαι πως απειλούν το κλαμπ της ευζωΐας που ευαγγελίζεσαι, για σένα και τους (λευκούς) παλιόφιλους.
Όλα αυτά δεν είναι παροδικά τερτίπια ή παιχνίδια πρόκλησης αλλά μεθοδική κι επίμονη έκφραση του νεοφιλελευθερισμού που ασπάζεται πραγματικά, και αποτελεί το φόντο και την κινητήρια δύναμη της σκέψης του, μαζί με έναν ηδονιστικό αυτοματισμό, που συνεχίζεται παρά τα 78 του χρόνια
Ο καθένας μπορεί να γράφει ότι νομίζει και κρίνεται, φυσικά. Προσωπικά με ενοχλεί όταν κάποιος δεν έχει Θεό- τον Θεό της θρησκείας, του σινεμά, της μπάλας, της αισθητικής, οποιονδήποτε. Όταν φαίνεται πως ανήκει σε ένα στρατόπεδο αλλά ταυτόχρονο η περιοχή στην οποία κινείται, ο ακραίος συντηρητισμός εν προκειμένω, συντρίβει τις ανθρώπινες αξίες, ελλείψει ηθικής και σεβασμού. Συγγνώμη, αλλά αυτό δεν είναι ευγενές τένις, αλλά κυνομαχία, με αντιπάλους ένα εκπαιδευμένο ροτβάϊλερ και ένα αδέσποτο κουτάβι.
Ο Ζάχος Χατζηφωτίου είναι, σαν τα ευφυολογήματα του ξεχασμένου Πιτιγκρίλι, μια φθίνουσα υπόθεση εσωτερικής κατανάλωσης, για όσους ανατρέχουν στα πρακτικά της παλιάς κοσμικής Αθήνας και της ασπρόμαυρης Μυκόνου, μια συλλογή από one-liners του τύπου "και διηγώντας τα να κλαις". Ο Τάκης Θεοδωρακόπουλος παραμένει ένας μάχιμος εκπρόσωπος της τρέχουσας εκδοχής του ολιγαρχικού libertarianism, ο οποίος, παραδόξως, τη γλυτώνει με τις σοβαρές ρατσιστικές μαχαιριές που ενσωματώνει στα σταράτα κείμενα του (δεν κρύφτηκε ποτέ, ούτε μάσησε τα λόγια του)- και λέω παραδόξως διότι το αγγλοσαξωνικό σύστημα δημοσιογραφίας στο οποίο εργάζεται δεν είναι καθόλου ανεκτικό, λόγω της ορθότητας και των αυστηρών προδιαγραφών του, σε τέτοιες συμπεριφορές. Αν εγώ έγραφα, για παράδειγμα, οτι το 12 Χρόνια Σκλάβος κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ταινίας διότι το εβραϊκό λόμπι του Χόλιγουντ δικαίωσε την ανερχόμενη "μαύρη" τάξη πραγμάτων, σε μια χρονιά που η γνωστή gay mafia δεν είχε να επιδείξει κάτι κινηματογραφικά ανάλογο με το Brokeback Mountain, πιστεύετε πως θα είχα γλυτώσει, όχι στην Ελλάδα, όπου αρκετοί θα με χειροκροτούσαν, αναφωνώντας "Ν' αγιάσει το στόμα σου!", αλλά στην Αμερική; Τη φυλακή, εννοώ. Ούτε ο Κλάρενς Ντάροου θα αναλάμβανε την υπεράσπισή.
σχόλια