Δεν περίμενα ότι θα με πειράξουν τόσο οι φωτογραφίες σφαγείου του Βασίλη Μακρή που δημοσιεύτηκαν στο grekamag.gr. Δεν είμαι και το πιο σκληροτράχηλο αγόρι, ούτε όμως μεγάλωσα ως πρόσκοπος. Τη δεκαετία του '60, το σπίτι που νοικιάζαμε ήταν δίπλα στο σφαγείο του νησιού, στο ποτάμι. Παραδίπλα, ένας εκδοροσφαγέας ξέραινε στον ήλιο δέρματα – η αποφορά τα καλοκαίρια... Τα Σάββατα, στην αυλή, διοργάνωνε κοκορομαχίες. Με στοιχήματα. Είχα δει τα πουλιά να γίνονται κουρέλι. Τα άντεχα – έπρεπε να τα αντέξω.
Το σφαγείο ήταν σαν αγρόκτημα σε μεξικάνικο γουέστερν. Είχε μια ασπρισμένη πρόσοψη, ψηλή, και από πίσω, αν θυμάμαι καλά, ήταν δυο παράλληλες λωρίδες με στενά κελιά και στη μέση ένα μεγάλο αίθριο. Χτισμένο ακριβώς πάνω στην όχθη. Ένα ποταμάκι αίμα συχνά κύλαγε στη θάλασσα – δίπλα κολυμπούσαμε!
Όταν είσαι μικρός, δεν ξέρεις ότι οι σκληρότητες ή τα εγκλήματα που ζεις θα μπορούσαν και να μην υπάρχουν. Νομίζεις ότι έτσι είναι η ζωή. Σφαγείο.
Το αίμα βρόμαγε απλώς – δεν το φοβόμασταν. Εμείς που ξέραμε κολύμπι, βέβαια, προτιμάγαμε να κάνουμε, παραπέρα, μακροβούτια στο Μπαστούνι, αλλά στα ρηχά, ζεστά νερά του σφαγείου μαζεύονταν οι γριές τα απομεσήμερα και έπλεαν σαν μαύρες πάπιες με τα κομπινεζόν τους.
Δυο-τρεις φορές ακολούθησα τους μεγαλύτερους που έμπαιναν με αμέριμνη περιέργεια από την πάντα ανοιχτή πόρτα να δούνε τις σφαγές. Ήταν σφαγές με μαχαίρι. Κοπιαστικές, χρονοβόρες, βασανιστικές. Συχνά το ζώο ξέφευγε ή δυσκολευόταν να πεθάνει. Δεν υπήρχε η τεχνική οργάνωση και «απόσταση» που φαίνονται στις φωτογραφίες του Βασίλη – ήταν σφαγή κανονική, μακελειό, πετσόκομμα.
Όταν είσαι μικρός, δεν ξέρεις ότι οι σκληρότητες ή τα εγκλήματα που ζεις θα μπορούσαν και να μην υπάρχουν. Νομίζεις ότι έτσι είναι η ζωή. Σφαγείο. Μετά, όμως, μεγαλώνεις και καταλαβαίνεις ότι τη ζωή εσύ τη φτιάχνεις – ότι το συμβάν είναι προϊόν της ανθρώπινης βούλησης και όχι το αντίστροφο. Φτιάχνεις κόσμο.
Βλέποντας τις φωτογραφίες αυτές, σαν τριπάκι κακό απ' τα παλιά μού ήρθαν οι εικόνες από τις παιδικές σφαγές. Ο Μέμνος που έγδερνε τα κατσίκια με καντάδες, στο ποτάμι. Το γονατισμένο μοσχάρι που δεν μπορούσε να πεθάνει και ο Μπουτζουκλής μαζί με τους άλλους να ιδρώνουν καβάλα πάνω του, ολοκόκκινοι στα αίματα, να το σέρνουν δεμένο, τα σπαρακτικά μουγκανητά του, το αναποδογυρισμένο μάτι του – ένας άγριος, πρωτόγονος φόνος.
Και δεν με σόκαρε μόνο η σκέψη πόσο βάρβαρο είναι το σύστημα ακραίας, άμετρης και ασυλλόγιστης κρεοφαγίας του μοντέρνου κόσμου μας. Με σόκαρε επίσης ότι τη φρίκη που είχα φάει τότε (παιδί 5 χρονών), την είχα κάνει μόκο. Γιατί «έτσι είναι η ζωή» και τα παιδιά γελάνε όταν ένα γατάκι πνίγεται. Κι έπρεπε να περάσουν τόσα χρόνια, για όλα ανεξαιρέτως τα σφαγεία που έζησα, για να μπορώ να πω ότι ένας φόνος είναι φόνος, μια πληγή πληγή, και μία ήττα νίκη.
σχόλια