Τον Αύγουστο του 1914 ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος.
Σήμερα, εκατό χρόνια μετά, ο τελευταίος φύλακας της οικογένειας Μιχαήλοβιτς φυλάει ακόμα τους νεκρούς του. Το ίδιο έκανε και πριν από αυτόν ο πατέρας του και πιο πριν ο παππούς του, στρατιώτης ο ίδιος στο Μακεδονικό Μέτωπο του πολέμου. Ο 86χρονος σήμερα Γεώργιος Μιχαήλοβιτς είναι ο τελευταίος άντρας της οικογένειας που πατροπαράδοτα είναι υπεύθυνη για την φύλαξη του Σερβικού τομέα των συμμαχικών νεκροταφείων του Ζέιτενλικ, διορισμένοι από το Σέρβικο κράτος.
Tα Νεκροταφεία του Ζέιτενλικ (ελαιώνας, στα τουρκικά) στην Θεσσαλονίκη είναι η μεγαλύτερη στρατιωτική νεκρόπολη της χώρας. Εκεί βρίσκονται θαμμένοι περισσότεροι από είκοσι χιλιάδες στρατιώτες των συμμαχικών δυνάμεων της Αντάντ που ήρθαν από την Σερβία, την Γαλλία, την Αγγλία, και αργότερα από την Ιταλία και τη Ρωσία, για να πολεμήσουν στο Μακεδονικό Μέτωπο κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η συμφωνία για την ίδρυση των συμμαχικών νεκροταφείων υπεγράφη στις 20 Νοεμβρίου 1920, και σήμερα η συντήρηση τους βαραίνει τις ξένες κυβερνήσεις.
Tα Νεκροταφεία του Ζέιτενλικ είναι η μεγαλύτερη στρατιωτική νεκρόπολη της χώρας. Εκεί βρίσκονται θαμμένοι περισσότεροι από είκοσι χιλιάδες στρατιώτες των συμμαχικών δυνάμεων που πολέμησαν Μακεδονικό Μέτωπο κατά τη διάρκεια του Ά Παγκοσμίου Πολέμου
Υπεύθυνος για τη συντήρηση και τη φύλαξη του Σερβικού τομέα, που μετρά 7.500 πεσόντες, ήταν από την πρώτη στιγμή της λήξης του πολέμου ο παππούς του Μιχαήλοβιτς, ο Savo. Σέρβος εθελοντής στρατιώτης που επέζησε του πολέμου.
Το 1919 του ανατέθηκε το μακάβριο έργο της ταυτοποίησης των νεκρών και της ταφής τους στο νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης. Πολλοί απ' αυτούς ήταν φίλοι του. Άνθρωποι με τους οποίους πολέμησε μαζί.
Μετά τον θάνατό του, το 1928, το ρόλο του φύλακα πήρε ο γιος του, ο Ντούρο, τον οποίο διαδέχθηκε το 1961 ο Γεώργιος. Ο τελευταίος άνδρας απόγονος της οικογένειας Μιχαήλοβιτς, μιας που έχει μία κόρη και όχι γιους.
Ο Γεώργιος γεννήθηκε και μεγάλωσε κυριολεκτικά μέσα στο νεκροταφείο, στο πετρόχτιστο οικογενειακό σπίτι δίπλα στα μνήματα. Ο πατέρας του και ο παππούς του είναι θαμμένοι στο Ζέιτενλικ, και εδώ θα θαφτεί και ο ίδιος.
Μέχρι τότε ο αεικίνητος υπερήλικας με το χαρακτηριστικό στρατιωτικό χιτώνιο δεν θα σταματήσει ούτε μια μέρα να φροντίζει και να περιποιείται τα κοιμητήρια, να τακτοποιεί τα αναθήματα και να ξεναγεί τους πολυάριθμους Σέρβους επισκέπτες τους (το Ζέιτενλικ είναι σημαντικός χώρος εθνικού προσκυνήματος για τους Σέρβους).
Αυτό κάνει κάθε μα κάθε μέρα, τα τελευταία 54 χρόνια.
Τον συναντήσαμε στις 11 Νοεμβρίου, την επέτειο της λήξης του πολέμου, και ακούσαμε μερικές από τις αμέτρητες ιστορίες του. Μαθήματα βαλκανικής ιστορίας από έναν ζωντανό θρύλο, στην απόλυτη ηρεμία μιας νεκρόπολης.
Το 1914 κηρύχτηκε ο πόλεμος. Το 1915 ήρθε ο Αγγλικός και ο Γαλλικός στρατός εδώ στη Θεσσαλονίκη. Τον επόμενο χρόνο ήρθαν οι Σέρβοι. Ακολούθησαν οι Ρώσοι και οι Ιταλοί. Το μέτωπο της Θεσσαλονίκης ήτανε από τα βουλγαρικά μέχρι τα αλβανικά σύνορα. Από την άλλη πλευρά, αντίπαλοι, ήταν οι Αυστροουγγρικοί, οι Γερμανοί, και οι Βούλγαροι.
Εκτός από τα θύματα από την διάσπαση του μετώπου, πολλοί νεκροί έπεφταν και από τις αρρώστιες. Υπήρχε πολύ αρρώστια τότε. Ελονοσία, μαλάρια την έλεγαν , τύφος, κ.α. Το εν τρίτο των Σέρβων στρατιωτών που ήρθαν να πολεμήσουν, σκοτώθηκαν. Και πολλές χιλιάδες είναι και στην θάλασσα της Κέρκυρας "θαμμένοι".
Όταν οπισθοχώρησαν και ήθελαν να φύγουν απ' τη Σερβία, το 1915, πήγαν πρώτα στην Κέρκυρα. Αλλά στο δρόμο αρρώστησαν από τύφο. Τους πήγαν τότε σε ένα μικρό νησάκι, το Βίντο απέναντι από την Κέρκυρα, σαν καραντίνα. Οι 12.000 που πέθαναν τους έριξαν τότε στη θάλασσα. Τον Απρίλιο και Μάιο του 1916 ο Σερβικός στρατός απ' την Κέρκυρα ήρθε εδώ, στη Θεσσαλονίκη, κι από δω πήγε απάνω στα σύνορα.
Ο πρώτος στρατιώτης που πέθανε από τους συμμάχους ήταν Γάλλος. Πού να τον θάψουν;
Τον έθαψαν λοιπόν στο καθολικό νεκροταφείο, το πολιτικό, που είναι εδώ δίπλα. Έτσι δημιουργήθηκε σιγά σιγά αυτό το τεράστιο μέρος εδώ πέρα. Η Θεσσαλονίκη τότε είχε δεν είχε 150.000 με 160.000 κατοίκους. Εδώ ήταν χωράφια τότε.
Στον δικό μας τον τομέα έχουμε 2000 νεκρούς εδώ στα μνήματα, και 5.500 κάτω στα οστεοφυλάκια. Κάθε τομέας εδώ έχει και το δικό του φύλακα. Όταν θα έρθει ένα Σέρβος επισκέπτης θα έρθει να τον ξεναγήσω εγώ, όταν θα έρθει ένα Γάλλος, πηγαίνει στον φύλακα του γαλλικού τομέα.
Οι περισσότεροι επισκέπτες πάντως είναι Σέρβοι. Tουρίστες, σχολεία, και απόγονοι πολεμιστών. Ίσως επειδή είναι και πιο κοντά. Από τους άλλους δεν έρχονται σχεδόν ποτέ επισκέπτες.
Έναν καιρό ερχόταν και οι ίδιοι οι πολεμιστές που επέζησαν, αλλά και πολλοί γονείς πεσόντων. Πριν δεκαετίες αυτά. Πρόλαβα πολλούς. Μετά τα παιδιά τους. Πέθαναν κι αυτοί. Μετά τα εγγόνια – όπως είμαι κι εγώ εγγονός πολεμιστή- και πλέον τα δισέγγονα και πάνω. Με τα χρόνια ξέρω πλέον πολλούς τάφους, ονόματα πολεμιστών, τις ιστορίες τους, το πώς πέθαναν, τους συγγενείς τους που έρχονταν να τους δουν.
Μια φορά μου λέει ένα κοριτσάκι από ένα σχολείο "Γιατί τα φυλάτε αυτά εδώ πέρα;" Για να τα βλέπουν οι άνθρωποι και να συνετίζονται, της είπα.. Γιατί εδώ πέρα έχουμε από 15 χρονών παιδιά, εθελοντές στρατιώτες, μέχρι άντρες 65 χρονών.
Εγώ γεννήθηκα εδώ, κι εδώ μεγάλωσα. Εδώ έπαιζα σα παιδί. Είναι δικό αυτό το μέρος, είναι το σπίτι μου. Εδώ κοιμόμαστε, εδώ ξυπνάμε. Πολλοί αναρωτιούνται, καλά εδώ μέσα πώς ζεις; Δεν αγριεύεσαι συνέχεια με τους πεθαμένους; Για μένα όμως ο φόβος υπάρχει από τους ζωντανούς, όχι από τους νεκρούς. Οι πεθαμένοι είναι φιλικοί για μένα. Ούτε η ζωή είναι μοναχική εδώ . Το καλοκαίρι απ' το πρωί μέχρι το βράδυ έχουμε επισκέπτες, δεν προλαβαίνουμε να κάτσουμε, να πάμε να φάμε. Τον χειμώνα αραιώνει αλλά ακόμα και τα Χριστούγεννα έρχονται πολλοί. Άλλοι αλλάζουν εδώ τον χρόνο...
Πολλοί αναρωτιούνται, καλά εδώ μέσα πώς ζεις; Δεν αγριεύεσαι συνέχεια με τους πεθαμένους; Για μένα όμως ο φόβος υπάρχει από τους ζωντανούς, όχι από τους νεκρούς.
Και δεν μένει και χρόνος να νιώσεις μοναξιά μιας που η δουλειά δεν τελειώνει. Δεν έχει Κυριακές και αργίες. Πρέπει να είσαι κάθε μέρα εδώ, να είναι πάντα καθαρά. Όλη μέρα κόβουμε χόρτα, πηρουνιάζουμε, τώρα έχουμε κλαδέματα, έχουμε δουλειά όλο το χρόνο. Απ' το πρωί που ξυπνάμε, μέχρι που βραδιάζει, γιατί αν δεν βράδιαζε θα είχαμε δουλειά και για μετά. Έρχεται κάποτε και η ώρα που πρέπει να ... Γι' αυτό μου φέρανε τώρα τον καινούριο φύλακα, που μαθαίνει, σαν βοηθό ας πούμε. Τον Πρέντρακ. Δεν έχει ούτε δυο μήνες που ήρθε.
Εμένα μ' αρέσει όμως. Αλλιώς τι κάθομαι; Δεν ξέρω σάμπως ότι έχουν περάσει τα χρόνια και δεν έχουμε πολύ μέλλον; Λένε άμα περάσεις τα 80 μυρίζει ο άνθρωπος χώμα. Να ο φύλακας, ας πούμε, στα γαλλικά, πέθανε στα 81 του, ο φύλακας στα ιταλικά πέθανε στα 82.
Εγώ όμως θα δουλεύω μέχρι όσο μπορώ. Άμα πάρω σύνταξη θα πρέπει να μην δουλεύω μετά. Και τι θα κάνω; Εμένα αυτό είναι η ζωή μου.
Όταν ήμουν παιδί ερχόταν συνέχεια παλαιοί πολεμιστές με τα παράσημά τους, και Σέρβοι, και Έλληνες και Άγγλοι, Γάλλοι, κάναμε τελετές, με μουσικές, με αυτά.. Υπήρχε μια μεγαλοπρέπεια, έτσι το έβλεπα εγώ σαν παιδί. Δεν το έβλεπα σαν νεκροταφείο δηλαδή, σαν θλιβερό. Υπήρχαν όμως και τα στενάχωρα. Ερχόταν οι χήρες, τα παιδιά των πολεμιστών.
Δεν θα ξεχάσω μία γυναίκα που ερχόταν και έκλαιγε στον τάφο του πατέρα της. Η μάνα της ήταν έγκυος όσο αυτός ήταν στον πόλεμο, και δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει ποτέ. Της είχε γράψει όμως ένα γράμμα, στο αγέννητο παιδί του δηλαδή, και κατάφερε να το στείλει μέσω Ερυθρού Σταυρού πίσω στην πατρίδα στο οποίο της έλεγε ότι ελπίζει να προλάβει να τη γνωρίσει. Ερχόταν εδώ η γυναίκα αυτή, μας διάβαζε το γράμμα, υπέροχος γραπτός λόγος. Καμιά φορά ο λόγος είναι πιο δυνατός και από τα όπλα.
Με στεναχωρεί που καμιά φορά έρχονται εδώ νέοι άνθρωποι και λένε, κοίτα τα κορόιδα, πήγαν και σκοτώθηκαν για τον πόλεμο. Γιατί κορόιδα; Κάνανε το καθήκον τους για την πατρίδα τους. Άλλο κυβερνήσεις και άλλο πατρίδα. Για την πατρίδα σου πρέπει να θυσιάζεσαι. Για την οικογένεια σου, τον τόπο σου. Ό,τι χρώμα και να 'ναι, απ' όπου είσαι, να αγαπάς τον τόπο σου. Εγώ αυτό ξέρω, και αυτό καταλαβαίνω.
Για μένα πατρίδα είναι τώρα η Ελλάδα. Εδώ γεννήθηκα, και εδώ πήγα 30 μήνες στον στρατό. Αλλά η καταγωγή μου είναι από τη Σερβία. Τις αγαπάω και τις δυο χώρες. H Ελλάδα και η Σερβία είναι δύο αδέρφια με διαφορετική γλώσσα. Έχουν τα ίδια ελαττώματα και τα ίδια προσόντα, και πολλά ίδια χαρακτηριστικά.
Πρώτο και κύριο, είναι και οι δυο γλετζέδες. Ξέρουν να ζήσουνε, να ευχαριστήσουν του ουρανίσκο τους -και οι φτωχοί ακόμα. Οι άλλοι στα βόρεια (δείχνει προς τα νεκροταφεία των άλλων τομέων) έχουν τα λεφτά αλλά δεν ξέρουν να ζήσουν. Θέλουν να τρώνε τα υγιεινά, τα έτσι τα αλλιώς.
Στο υπόγειο του πέτρινου μνημείου του σέρβικου τομέα.
Εδώ είναι το οστεοφυλάκιο 5.580 στρατιωτών. Όσοι πέθαιναν στα νοσοκομεία τους έθαβαν κατευθείαν στο χώμα. Όσοι σκοτώθηκαν πάνω στα σύνορα και στη μάχη έχουμε τα οστά τους εδώ. Κάθε κουτί γράφει από έξω το όνομα, από ποιο μέρος είναι, το βαθμό, το λόχο, το τάγμα και το σύνταγμα του κάθε στρατιώτη.
Έρχονται συχνά εδώ και κάνουν τρισάγια Πατριάρχες, όλοι οι πολιτικοί ηγέτες της Σερβίας έχουν περάσει από εδώ, από τον Τίτο μέχρι τον Μιλοσεβιτς, τον Κάραζιτς, πρόεδροι, στρατηγοί, όλοι. Έτσι τους έχω γνωρίσει κι εγώ όλους. Έρχονται όμως και συγγενείς. Πιο πολλοί δισέγγονα, γιατί και οι εγγονοί είναι από 80 χρονών και πάνω. Όσο πάει ξεθωριάζει δηλαδή, που λέει ο λόγος. Η ιστορία όμως δεν ξεχνιέται, γι' αυτό είμαστε εμείς εδώ.
Και θα είμαστε όσο αντέχουμε και μπορούμε.
σχόλια