Τα σενάρια για δημοψήφισμα τέθηκαν και επισήμως (δια στόματος κυβερνητικού εκπροσώπου) στην πολιτική ατζέντα. Ας δούμε τι μπορεί να σημαίνει ένα τέτοιο ενδεχόμενο τόσο για τη χώρα συνολικά, όσο και για την κυβέρνηση σε πολιτικό επίπεδο.
Καταρχάς να εξετάσουμε το πλαίσιο του δημοψηφίσματος. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε ότι αυτό δεν θα αφορά στο ερώτημα «ευρώ ή δραχμή», αλλά στο αν θέλουμε ή όχι τη δέσμη μέτρων, σε περίπτωση μη-συμφωνίας με τους εταίρους. Με τη διαφορά όμως ότι το Σύνταγμα (άρθρο 44, παρ.2) αναφέρει ρητώς, ότι δημοσιονομικά ζητήματα ΔΕΝ τίθενται σε δημοψήφισμα. Άρα μια πιθανή συμφωνία (πρόγραμμα, μνημόνιο, όπως θέλετε πέστε το) η οποία αυτονόητα θα έχει δημοσιονομικές αναφορές, δεν μπορεί να τεθεί σε δημοψήφισμα, ούτε προς έγκριση, ούτε προς απόρριψη. Καλώς ή κακώς, το Σύνταγμα αυτό προβλέπει.
Από την ώρα που θα προκηρυχθεί δημοψήφισμα η χώρα θα εισέλθει σε ένα νέο κύκλο πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας. Τα πάντα θα παγώσουν, θα μιλάμε για ένα διάστημα απόλυτης ακινησίας και νευρικότητας το οποίο θα πάει την αγορά και την οικονομία ακόμα πιο πίσω, ασχέτως τελικής έκβασης.
Το ερώτημα, συνεπώς, θα πρέπει να αφορά κάτι ευρύτερο, το οποίο, όμως, όπως και αν είναι διατυπωμένο ουσιαστικά θα καταλήγει στο δίλημμα «ευρώ ή δραχμή». Διότι αυτό που θα κληθούμε επί της ουσίας να απαντήσουμε (ασχέτως τελικής διατύπωσης) είναι αν δεχόμαστε ή αν απορρίπτουμε κάποιες δεσμεύσεις προκειμένου να ξεκινήσει ένα πρόγραμμα στήριξης της χώρας ώστε να μην χρεοκοπήσει και να μην αναγκαστεί να βγει εκτός ευρωζώνης.
Ας παραβλέψουμε, χάριν συζήτησης, τις όποιες συνταγματικές δυσκολίες υπάρχουν για την υλοποίηση του δημοψηφίσματος και τη διατύπωση του σχετικού ερωτήματος και ας δούμε τι επιπτώσεις θα μπορούσε να έχει τόσο για τη χώρα, όσο και για την Κυβέρνηση μια τέτοια πρωτοβουλία.
Καταρχάς από την ώρα που θα προκηρυχθεί δημοψήφισμα η χώρα θα εισέλθει σε ένα νέο κύκλο πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας. Τα πάντα θα παγώσουν, θα μιλάμε για ένα διάστημα απόλυτης ακινησίας και νευρικότητας το οποίο θα πάει την αγορά και την οικονομία ακόμα πιο πίσω, ασχέτως τελικής έκβασης. Αν το δημοσιονομικό κενό αυξήθηκε κάμποσα δις την προεκλογική περίοδο του Δεκεμβρίου-Ιανουαρίου, προσθέστε και κάτι ακόμα. Παράλληλα το κλίμα αυτό θα μεταφερθεί και στο εξωτερικό, θα δημιουργήσει τριγμούς σε όλη την ευρωζώνη και ασφαλώς δεν θα βελτιώσει τη διεθνή θέση και εικόνα της χώρας.
Εν μέσω προδημοψηφισματικής περιόδου έχουμε δύο ενδεχόμενα. Είτε να προηγείται το ερώτημα που θα μεταφράζεται ως «όχι μέτρα, ακόμα και αν σημαίνει έξοδο από το ευρώ», είτε να προηγείται το ερώτημα που μεταφράζεται «μέσα στο ευρώ, ακόμα και με μέτρα».
Αν προηγείται το «όχι μέτρα, ακόμα και αν βγούμε από το ευρώ», η χώρα πιθανότατα δεν θα φτάσει καν μέχρι το δημοψήφισμα. Θα καταρρεύσει στο δρόμο για το δημοψήφισμα, καθώς μπροστά στο ενδεχόμενο να επικρατήσει η έξοδος από το ευρώ ή να επέλθει άτακτη χρεοκοπία, δεν θα μείνει ούτε ευρώ στις τράπεζες και ουδείς θα πληρώνει το παραμικρό, με όλες τις συνέπειες που αυτό θα επιφέρει στην οικονομία. Προ του κινδύνου αυτού, οι τράπεζες είτε θα κλείσουν τελείως, είτε θα μπει capital control μέχρι να ξεκαθαριστεί η κατάσταση. Πείτε μου εσείς πόσο πιθανό είναι να αντέξει η ελληνική κοινωνία και οικονομία ένα μήνα με κλειστές τράπεζες, παγωμένη αγορά και απόλυτη ανασφάλεια σε σχέση με το νόμισμά μας.
Εξυπακούεται ότι ακριβώς το ίδιο θα συμβεί αν τελικώς φτάσουμε (λέμε τώρα...) μέχρι το δημοψήφισμα και επικρατήσει η έξοδος από το ευρώ. Σε πρόσφατη συνέντευξη του στον κ Χατζηνικολάου, ο κ. Βαρουφάκης εξήγησε με μεγάλη σαφήνεια γιατί η έξοδος από το ευρώ θα ισοδυναμούσε με απόλυτη καταστροφή (https://www.youtube.com/watch?v=hx0KpAYAhsI, στο 29’ και στο 46’). Τι θα είχαμε πετύχει λοιπόν σε μια τέτοια περίπτωση; Η κυβέρνηση για να αποφύγει το ενδεχόμενο λήψης δύσκολων μέτρων, θα είχε ανοίξει μόνη της την πόρτα του τρελοκομείου, με καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα και πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες διαχείρισης στη συνέχεια για την ίδια.
Το δεύτερο ενδεχόμενο είναι να φανεί εξαρχής ότι επικρατεί εύκολα το «μέτρα για να μείνουμε στο ευρώ», δεδομένου μάλιστα ότι αυτή φαίνεται να είναι (στην παρούσα φάση, τουλάχιστον) και η βούληση της μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων.
Σε αυτή την περίπτωση έχουμε δύο υποσενάρια. Αν η Κυβέρνηση έχει υποστηρίξει το «όχι στα μέτρα, ακόμα και αν βγούμε από το ευρώ», τότε είναι υποχρεωμένη να παραιτηθεί, αν χάσει το δημοψήφισμα, καθώς θα έχει υποστηρίξει μια διαφορετική στρατηγική επιλογή από αυτή που θα έχουν κάνει οι πολίτες.
Αν, έχει υποστηρίξει το «μέτρα για να μείνουμε μέσα στο ευρώ», τότε ασφαλώς δεν θα έχει πολιτικό πρόβλημα. Θα υπάρχει το ερώτημα για ποιο λόγο προκήρυξε δημοψήφισμα για να επιβεβαιώσει κάτι ήδη γνωστό (βάσει όλων των δημοσκοπήσεων), με αποτέλεσμα η οικονομία να έχει υποστεί περαιτέρω ζημιά, πολιτικό πρόβλημα, όμως δεν θα έχει, καθώς θα έχει ταυτιστεί με την πλειοψηφία. Δεν θα μπορεί όμως να το παρουσιάσει ως αποκλειστική δική της επιτυχία καθώς είναι βέβαιο ότι το «μέτρα και μέσα στην ευρωζώνη» θα έχουν υποστηρίξει και η ΝΔ, το Ποτάμι, το ΠΑΣΟΚ και άλλες δυνάμεις, καθώς μόνο ΚΚΕ και ΧΑ είναι επισήμως αντίθετες με τη συμμετοχή μας στην Ευρωζώνη.
Από τη στιγμή που η Κυβέρνηση δεν έχε πρόβλημα κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, δημοφιλίας ή αποδοχής, ποιο λόγο έχει να μεταφέρει την αντπαράθεση από το δίλημμα ΣΥΡΙΖΑ ή ΝΔ (όπου στη φάση αυτή κυριαρχεί με άνεση ο ΣΥΡΙΖΑ) στο δίλημμα «Ευρώ ή Δραχμή» όπου κυριαρχεί το ευρώ; Γι αυτό και εκτιμώ ότι οι σχετικές αναφορές δεν αποτελούν παρά ένα ακόμα «όπλο» στην υπό εξέλιξη διαπραγμάτευση, μειωμένης ωστόσο ισχύος.
Αντιθέτως, μέσα από αυτή τη διαδικασία, η κυβέρνηση θα έχει αναδείξει τις δικές της εσωτερικές αντιφάσεις (καθώς ένα σημαντικό κομμάτι στελεχών είναι εναντίον του ευρώ) και πιθανότατα θα έχει δημιουργήσει μια ισχυρή αντιπολίτευση στα αριστερά της. Είτε ενισχύοντας το ΚΚΕ, είτε μέσα από την αυτονόμηση δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ που θα έχουν υποστηρίξει την έξοδο από το ευρώ.
Το δημοψήφισμα (ή και οι εκλογές) στη φάση αυτή θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν πολιτικά μόνο σε ένα σενάριο. Ο Αλέξης Τσίπρας να θελήσει να κάνει μια στροφή προς στο ρεαλισμό και να μην μπορέσει να το πετύχει λόγω εσωτερικών αντιδράσεων. Και επειδή δεν θέλει να συνεργαστεί ούτε με το Ποτάμι, ούτε με το ΠΑΣΟΚ, δρομολογεί δημοψήφισμα ή εκλογές για να εγκλωβίσει ή να ξεφορτωθεί (αντίστοιχα) τους δικούς του διαφωνούντες. Το ρίσκο όμως θα είναι μεγάλο, καθώς για να μην αναγκαστεί να αλλάξει ή να προσθέσει κυβερνητικούς συμμάχους, η χώρα θα έχει μπει σε μια περιπέτεια μέσα από την οποία η οικονομία μετά βεβαιότητας θα χειροτερέψει, οι σχέσεις με τους εταίρους πιθανότατα θα επιδεινωθούν και η ελληνική κοινωνία θα βγει ακόμα πιο διχασμένη μέσα από μια πολωτική διαδικασία που θα αφορά τον προσανατολισμό της.
Δεν ξέρω πώς σκέφτεται το επτελείο της κυβέρνησης, αλλά με βάση όλα τα παραπάνω βλέπετε εσείς πιθανό η κυβέρνηση να πάρει ένα τόσο μεγάλο ρίσκο, για τη χώρα και για την ίδια και να προχωρήσει σε δημοψήφισμα; Από τη στιγμή που η Κυβέρνηση δεν έχε πρόβλημα κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, δημοφιλίας ή αποδοχής, ποιο λόγο έχει να μεταφέρει την αντπαράθεση από το δίλημμα ΣΥΡΙΖΑ ή ΝΔ (όπου στη φάση αυτή κυριαρχεί με άνεση ο ΣΥΡΙΖΑ) στο δίλημμα «Ευρώ ή Δραχμή» όπου κυριαρχεί το ευρώ; Γι αυτό και εκτιμώ ότι οι σχετικές αναφορές δεν αποτελούν παρά ένα ακόμα «όπλο» στην υπό εξέλιξη διαπραγμάτευση, μειωμένης ωστόσο ισχύος.
Εξάλλου, ας μη γελιόμαστε. Ούτε το δημοψήφισμα, ούτε ο εκλογές δίνουν λύση στο οικονομικό πρόβλημα της χώρας. Ούτε το δημοσιονομικό κενό θα καλύψουν, ούτε τη ρευστότητα θα βελτιώσουν, ούτε επενδύσεις θα φέρουν. Εδώ και πολλούς μήνες ο δημόσιος διάλογος εξαντλείται στην επικοινωνιακή διαχείριση μας ζοφερής πραγματικότητας, που είναι ζοφερή ακριβώς επειδή τα προβλήματά της είναι πολύ συγκεκριμένα. Δεν είναι το πολιτικό κεφάλαιο που λείπει από την Κυβέρνηση σε αυτή τη φάση. Η αποφασιστικότητα να ληφθούν και στη συνέχεια να εφαρμοστούν δύσκολες αποφάσεις λείπει. Διότι εύκολη λύση σε ένα τόσο δύσκολο πρόβλημα δεν υπάρχει. Τα υπόλοιπα είναι ντρίπλες γύρω από τον άξονά μας.
σχόλια