Εικόνα: Απο το εκπληκτικό φιλμ "Misery"
Είχα την βεβαιότητα ότι ο βλάκας, δύσκολα κερδίζει την προσοχή των άλλων στην Αθήνα. Οι άνθρωποι χαμένοι στις σκέψεις τους, την οικονομική κρίση, τα προσωπικά τους προβλήματα προσπερνούν τα δεκάδες περιστατικά ηλιθιότητας των συνανθρώπων τους. Στην επαρχία, ακόμα και τώρα μέσα στην κρίση, οι βλάκες διεκδικούν ευκολότερα την προσοχή. Υπάρχει πάντα χώρος και χρόνος για τον «μικρό θεό» που θα πει την κοτσάνα του, και οι άνθρωποι θα ασχοληθούν μαζί του.
Προχθές όμως, μέσα στο αστικό λεωφορείο που παίρνω κάθε πρωί για την δουλειά, κατάλαβα ότι οι βεβαιότητες είναι για να «σπάνε». Μια γυναίκα γύρω στα εξήντα, φορώντας το «σωστό τζιν για την ηλικία της», με μούρη που γυάλιζε από τις κρέμες σαν καθρεφτάκι αγορασμένο από το παζάρι, με ένα λευκό σακάκι, «μοντέρνα», τα έβαλε με μια παρέα νεαρών γιαπωνέζων. Ο ένας από αυτούς έτρωγε μέσα στο αστικό λεωφορείο μια τυρόπιτα, κρατώντας με προσοχή την σακούλα για να μην πέσει τίποτα κάτω. Η γυναίκα γύρισε από την θέση της(καθόταν μπροστά τους) και τον έπιασε από τον ώμο.
Σε άψογα ελληνικά, του έλεγε ότι εδώ είναι Ελλάδα, δεν επιτρέπονται αυτά, τον ρωτούσε στα ελληνικά πάντα (σ. σ θα τον είχε περάσει για φιλέλληνα που τα γνωρίζει φαρσί, και απλά έκανε το λάθος να φάει την τυρόπιτα μέσα στο λεωφορείο.) αν θα το έκανε στην χώρα του, και στο τέλος του είπε «γυρίστε στις πατρίδες σας, εδώ που μαζευτήκατε». Η ηλιθιότητα της απέναντι σε έναν ξένο στην Αθήνα, σχεδόν πλησίασε αυτή της Χρυσής Αυγής. Οι «εδώ που μαζευτήκατε» ήταν μια παρέα τουριστών, με κρεμασμένες μηχανές γύρω από τον λαιμό και χάρτες της Αθήνας στα χέρια. «Πιο τουρίστες πεθαίνεις» που λένε και στο twitter.
Είχε καταφέρει με την βλακεία της, να στρέψει όλα τα βλέμματα των ανθρώπων που ήταν μέσα στο λεωφορείο, αλλά κανένας δεν έλεγε τίποτα. Σχεδόν ουρλιάζοντας, άρχισα να της λέω ότι είναι απίστευτα αγενής, να αφήσει τους ανθρώπους στην ησυχία τους, να κοιτάει την δουλειά της και ότι κάθε μέρα το λιγότερο που κάνουν οι έλληνες μέσα στα αστικά λεωφορεία είναι να τρώνε τυρόπιτες, αλλά εκεί θα το βούλωνε και δεν θα μιλούσε. Η γυναίκα μου κούνησε το δάχτυλο λέγοντας «Όχι, οι Έλληνες δεν τα κάνουν αυτά. Πουθενά δεν γίνονται αυτά, έχω ζήσει χρόνια στην Αμερική. Μόνο στους ξένους της Ελλάδας βλέπω τέτοια συμπεριφορά». Με το αίμα να μου έχει ανέβει στο κεφάλι, και τους γιαπωνέζους να έχουν συρρικνωθεί στην θέση τους, χωρίς να καταλαβαίνουν λέξη από αυτά που λέμε, ακούστηκε μια γυναίκα από το πίσω κάθισμα «Δεν είναι δική σου δουλειά. Είναι δουλειά του οδηγού να κάνει την παρατήρηση». Ακριβώς! Η γυναίκα έκλεισε το στόμα της, και πλησίασε τον οδηγό. Κάτι του είπε, και αυτός κούνησε το κεφάλι. Πριν ολοκληρώσω την ιστορία, θα πατήσω το pause, για να σας μεταφέρω μερικά μόνο από αυτά που έχω δει, μέσα σε λεωφορεία να κάνουν συμπατριώτες μας. Αν και θα μπορούσα να γράψω σελίδες, γιατί μια ζωή μετακινούμαι με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, θα περιοριστώ μόνο στα δυο χρόνια που βρίσκομαι στην Αθήνα, αποκλειστικά και μόνο στο αστικό λεωφορείο που παίρνω για την δουλειά.
Έχω δει: Μαθητές να κολλάνε την τσίχλα κάτω από το κάθισμα. Γιαγιά να βγάζει τις παντόφλες, και να βάζει τα πόδια της στο απέναντι κάθισμα. Εικοσάχρονους να βάζουν τα πόδια τους στο απέναντι κάθισμα, χωρίς να βγάλουν τα παπούτσια(γενικά αυτό «παίζει» αρκετά). Μάνα να ανοίγει το τάπερ και να ταΐζει το παιδί της, με κάτι που είχε μια έντονη μυρωδιά σκόρδου, μέσα σε γεμάτο λεωφορείο, χειμώνας, με το καλοριφέρ στο φουλ (Ανακαλώ την σκηνή: Δυο άνθρωποι προσπαθούσαμε να ανοίξουμε το παράθυρο, χωρίς να της πούμε κουβέντα. Ο οδηγός όταν μας είδε από τους καθρέφτες φώναξε «Είναι κλειδωμένο το παράθυρο. Σας έπιασαν οι κάψες με αυτό το κρύο;». Δεν είπαμε τίποτα. Αμίλητοι, δυο άγνωστοι, κοιταζόμασταν στα μάτια, περιμένοντας να τελειώσει το μαρτύριο μας). Και το καλύτερο όλων, προσπάθησαν να μου πουλήσουν κασετόφωνο(!), όπου είμαι όρθιος, έχω βγάλει το ένα από τα δυο ακουστικά για να δω τι θέλει ο τύπος με την σακούλα, και από το ένα αυτί μου ακούω «φιλαράκι, πόσα δίνεις; To σκοτώνω όσο, όσο» και από το άλλο αυτί μου τον Κωνσταντίνο Τζούμα, να λέει για τις ταράτσες της Αθήνας!
Στο τέλος της ιστορίας, όπως ακριβώς συμβαίνει στις ταινίες, οι τουρίστες και η αγενής κυρία, κατέβηκαν στην ίδια στάση. Κόλλησα την μούρη μου στο τζάμι, πιστεύοντας ότι θα γυρίσει και θα τους κοπανήσει με την κρεμ τσάντα της. Ευτυχώς οι τουρίστες ετοιμάστηκαν να περάσουν απέναντι για να πάνε στον Βοτανικό Κήπο, και η γυναίκα περπάτησε αγέρωχη, προς διαφορετική κατεύθυνση, με το κεφάλι ψηλά σαν Ελληνίδα σημαιοφόρος, της εγχώριας βλακείας μας.
Και τότε σκέφτηκα την κατάλληλη ατάκα. Έπρεπε να την ρωτήσω: «Αφού ήσουν τόσα χρόνια στην Αμερική, γιατί δεν τους τα λες στα εγγλέζικα(σ.σ πεθαίνω για αυτή την λέξη, μου θυμίζει τα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας)να τα καταλάβουν; Φοβάσαι ότι δεν θα πιάσουν την αμερικάνικη προφορά σου;». Έπρεπε να το έχω σκεφτεί νωρίτερα όμως, δυστυχώς στην πραγματική ζωή, το γύρισμα δεν επαναλαμβάνεται.
σχόλια