«Υπάρχει σαφής δυνατότητα αλλά και επιτακτική ανάγκη να ολοκληρωθεί η μεταβατική συμφωνία τις πρώτες μέρες του Μαΐου, αν όχι και εντός του Απριλίου», τονίζει ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης, επισημαίνοντας ότι η παράταση της αβεβαιότητας.
Μιλώντας στην Αυγή της Κυριακής, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την έλλειψη ρευστότητας, υπογραμμίζοντας ότι το πρόβλημα «είναι αποτέλεσμα διευθετήσεων του παρελθόντος». Όπως αναφέρει, το ταμειακό αδιέξοδο, τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο, αντιμετωπίστηκε με την εντατικοποίηση των εσόδων και τη μετάθεση πληρωμών, αλλά δεν μπορεί να συνεχιστεί καθώς δημιουργεί προϋποθέσεις ύφεσης.
«Αν αυτό συμβεί μπορεί να υποχρεωθούμε να πάρουμε από μόνοι μας μέτρα που ως τώρα προσπαθούμε να αποφύγουμε. Και ίσως αυτό θα επιθυμούσαν κάποιοι. Γι' αυτό χρειάζεται να γίνει τμήμα της διαπραγμάτευσης και της λύσης, η αντιμετώπιση του προβλήματος της ρευστότητας. Επί του παρόντος, ο κίνδυνος αυτός είναι αναστρέψιμος, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει συνεργασία των ευρωπαϊκών θεσμών και ακόμη μεγαλύτερη επιτάχυνση, εντατικοποίηση και συντονισμός της δράσης της κυβέρνησης», τονίζει.
Ακόμα, εκτιμά ότι το πρόβλημα επιτείνεται από τα περιοριστικά μέτρα της ΕΚΤ και την εισαγόμενη αβεβαιότητα, υποστηρίζει «ότι εφαρμόζεται σκόπιμα μια τακτική οικονομικού στραγγαλισμού», ενώ τονίζει πως εάν δεν αντιμετωπιστεί το θέμα από κοινού με τους θεσμούς η κυβέρνηση θα δώσει προτεραιότητα στην εξυπηρέτηση των αναγκών του ελληνικού λαού. «Η ομαλή εξυπηρέτηση των εξωτερικών υποχρεώσεων της χώρας θα έρχεται σε ολοένα και μεγαλύτερη αντίθεση με τις ανάγκες επιβίωσης και τη δυνατότητα ικανοποίησης βασικών αναγκών του ελληνικού λαού», αναφέρει.
Όσον αφορά την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου για τα ταμειακά διαθέσιμα, λέει πως οι αντιδράσεις εξηγούνται και είναι μάλλον δικαιολογημένες, λόγω του ότι «δεν ενημερώσαμε έγκαιρα για το πρόβλημα, τις αιτίες και τις διαστάσεις του... οι πικρές εμπειρίες και οι μνήμες από το κούρεμα των αποθεματικών με το PSI είναι ακόμη νωπές».
Επανέλαβε ότι «δεν τίθεται θέμα νέων μνημονίων», επισημαίνοντας ότι τα ζητούμενα είναι η ρύθμιση για βιώσιμο και εξυπηρετούμενο χρέος, δημοσιονομική πολιτική χωρίς εξωπραγματικά πλεονάσματα, μεταρρυθμίσεις που θα μειώνουν ανισότητες, ισχυρό πρόγραμμα επενδύσεων και πηγές χρηματοδότησής τους για τη μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο. Οι πιο σκληρές αντιδράσεις για τη νέα οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, ίσως να μην έρθουν από την Ευρώπη, αλλά από μέσα, «από τις εγχώριες ελίτ, τα "κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας"», σημειώνει.
σχόλια