Τον Σωτήρη Λαφαζάνη στο δρόμο τον φωνάζουν Αρχάγγελο. Έτσι τον χαιρετούν γνωστοί και φίλοι. Κι εμείς έτσι τον έχουμε γνωρίσει. Από το πρώτο μαγαζί, το 1996 στου Ψυρρή, που είχε μια μορφή λίγο piano-bar, μέχρι σήμερα. Εδώ και δεκαοκτώ χρόνια μπορεί κανείς να στοιχηματίσει και να κερδίσει το στοίχημα ότι καμία μα καμία βραδιά στον Αρχάγγελο δεν είναι ίδια με κάποια άλλη, αλλά και ότι σε καμία βραδιά δε έχει ακούσει κάτι λιγότερο από πολύ καλή και κάποιες φορές απρόσμενη ή υπέροχη μουσική. Και ίσως είναι το μόνο μαγαζί στην Αθήνα που μπορείς να ακούσεις τόσο καλά και τόσο ψαγμένα ελληνικά τραγούδια.
Τις αναπολείς τις εποχές εκείνες στου Ψυρρή;
Ήτανε ωραία όμως, πολύ ωραίες εποχές, τις αναπολώ. Είχαμε ένα πιάνο και έναν τραγουδιστή και εγώ σέρβιρα στο μπαρ. Τραγουδούσα κιόλας. Δηλαδή ήτανε λίγο κάτι σαν Varieté.
Στην Αθήνα πότε ήρθες Σωτήρη;
Γεννήθηκα στην Ημαθία, είμαι Μακεδόνας. Μεγάλωσα εκεί πέρα, δεν γεννήθηκα εκεί, γεννήθηκα στο εξωτερικό, στο Βέλγιο, από μετανάστες εκεί. Στα ανθρακωρυχεία ήταν ο πατέρας μου. Στην Ημαθία τέλειωσα το λύκειο εκεί και μετά ήρθα εδώ.Είχα περάσει στα ΤΕΙ και σπούδασα Διακόσμηση. Όσο σπούδαζα διακόσμηση παράλληλα δούλευα σερβιτόρος, σερβιτοράκος, λάντζα, μάγειρας, βοηθός μάγειρα, τα πάντα, τα πάντα, τα πάντα. Ε, και μετά βγήκα πιο έξω και εντάξει, δούλεψα 2-3 χρόνια πάνω στις σπουδές μου αλλά είχε μπει το μικρόβιο της επικοινωνίας με τον κόσμο και είχα και μια ιδιαίτερη σχέση με τη μουσική από αγάπη.
Είχα μέσα μου μια διάθεση που έλεγε ότι «δεν θέλω να γίνομαι κομμάτι της πιάτσας, θέλω να είμαι κάπου και να κάνω κάτι προσωπικό και μοναδικό». Δεν θέλω να είμαι κομμάτι της πιάτσας. Με τα καλά και με τα κακά που υπάρχουν μέσα σε αυτές τις αποφάσεις.
Στο σπίτι τι μουσική ακούγατε;
Κυρίως λαϊκά. Η μητέρα μου και λίγο δημοτικά, ο πατέρας μου και λίγο ρεμπέτικα και εγώ χωρίς να έχω «οικογενειακό ιστορικό» έπιασα και λίγο από Χατζιδάκι.
Στην Αθήνα όταν ήρθες πως και έφτιαξες μαγαζί;
Με πολύ δειλά βήματα και πολλή προχειρότητα θα έλεγα για το πρώτο μαγαζί, αλλά με πολλή αγάπη. Πήγε πολύ καλά και πρακτικά αλλά και σε σχέση με εμένα, εσωτερικά. Αλλά κάποια στιγμή, γύρω στο 2000, με χάλασε η γειτονιά και αυτό που γινόταν τότε εκεί και περπατώντας από του Ψυρρή για να πάω στο σπίτι μου που είναι στο Μεταξουργείο πέρασα από μία πλατεία που θα διαμορφωνόταν -γιατί τότε δεν υπήρχε- και είδα ένα ξυλουργείο που έκλεινε και έβαζε ενοικιαστήριο. Έτσι μετακόμισα στην πλατεία Αυδή. Και ύστερα, το 2007, έφυγα και ήρθα στο καινούργιο μαγαζί το σημερινό.
Μου κάνει εντύπωση το ότι όταν έφευγες από ένα μαγαζί, η πιάτσα δεν είχε ακόμα καταρρεύσει για παράδειγμα και αποφάσιζες να πας κάπου εντελώς μόνος σου..
Είχα μέσα μου μια διάθεση που έλεγε ότι «δεν θέλω να γίνομαι κομμάτι της πιάτσας, θέλω να είμαι κάπου και να κάνω κάτι προσωπικό και μοναδικό». Δεν θέλω να είμαι κομμάτι της πιάτσας. Με τα καλά και με τα κακά που υπάρχουν μέσα σε αυτές τις αποφάσεις. Θέλω να κάνω κάτι μοναχικά και μεταξύ μας, χαριτολογώντας, θέλω να σου πω ότι ένας φίλος μου που με ξέρει μου λέει «εσύ για να δουλέψεις θα πρέπει να είσαι σε μία σκοτεινή γωνιά όπως οι πουτάνες». Νιώθω πολύ πιο ουσιαστικά αφοσιωμένος σε αυτό που κάνω όταν φεύγουν οι θόρυβοι σε όλα τα επίπεδα από δίπλα μου. Υπάρχει και ένας άλλος λόγος. Αυτό το μαγαζί δημιουργήθηκε και για ένα πράγμα που το είχα τεράστια ανάγκη. Για να κλείνει το καλοκαίρι. Επειδή αγαπάω αυτή τη δουλειά και θέλω να συνεχίσω να την αγαπάω, θέλω το καλοκαίρι να αποστασιοποιούμαι, να μου λείπει και να έρχομαι όπως πρέπει ξανά το φθινόπωρο. Σχολική περίοδος Αρχάγγελου.
Ο κόσμος σε ακολούθησε σε αυτές τις μετακινήσεις σου;
Με ακολούθησε ένα 30% από το κοινό μου, το οποίο σιγά σιγά εμπλουτίστηκε με ένα καινούριο κοινό. Ο κάθε χώρος είναι ένας ζωντανός οργανισμός που χρόνο με το χρόνο αλλάζει. Ο κόσμος πάει κάπου αλλού, έρχονται κάποιοι καινούριοι, σε θυμούνται κάποιοι παλιοί, σε βαριούνται κάποιο παλιοί, κάνουν τον κύκλο τους. Ουσιαστικά και το πελατολόγιο είναι μια μορφή σχέσης, όπως και αυτό το σπίτι, γιατί δεν το λέω μαγαζί, το λέω σπίτι εγώ, έχει δημιουργηθεί έτσι ακριβώς. Δηλαδή, προσπαθώ στους πελάτες μου να τους φερθώ όσο το δυνατόν καλύτερα. Τους φιλοξενώ, αλλά αν δε με σεβαστούν στο χώρο θα τους πετάξω έξω, δεν έχω πρόβλημα. Όταν κάποιος δε με σέβεται και δε σέβεται και τον κόσμο που με στηρίζει και αγαπάει το μέρος αυτό, δεν έχει κανένα λόγο να είναι εδώ μέσα.
Έχει αλλάξει η νύχτα;
Πάρα πολύ. Παλιά στη νύχτα υπήρχε μια διάθεση λίγο πιο επικοινωνιακή, υπήρχε περισσότερος ερωτισμός.
Εδώ πώς συμπεριφέρονται;
Λοιπόν άκου να δεις τώρα... Εδώ μέσα οι ίδιοι άνθρωποι που φέρονται αλλιώς σε άλλα μέρη είναι διαφορετικοί. Εδώ έρχονται πρώτα για τον εαυτό τους. Επειδή έρχονται για τον εαυτό τους χαλαρώνουν. Εδώ είναι ο εαυτός τους. Ενώ αλλού ποζάρουν, απομονώνονται, απαξιούν, βγάζουν ξινίλα... Εδώ μέσα όμως δεν τους παίρνει. Δεν τους παίρνει γιατί δεν θέλουν και οι ίδιοι να τους παίρνει.
Τι είναι αυτό που σε θυμώνει πολύ από αυτά που έχουν αλλάξει στη νύχτα;
Με θυμώνουν πάρα πολλά πράγματα, θα αναφέρω τυχαία μερικά. Παλιά άνοιγαν μαγαζιά αυτοί που αγαπούσαν τη νύχτα και είχαν μία άποψη. Σήμερα ανοίγουν μαγαζιά λογιστές, δικηγόροι, οτιδήποτε, δεν απαξιώ κανένα επάγγελμα, αλλά το βλέπουνε και τελείως επαγγελματικά. Αυτό με θυμώνει. Θέλει τσαλάκωμα η νύχτα. Αν δεν φύγεις γκαραζόπαιδο, πώς θα γυρίσεις μάστορας;
Στα ρεπό σου τι κάνεις;
Στα ρεπό μου δεν περνάω εύκολα καλά, πουθενά. Και μου λείπει να περνάω καλά γιατί στα ρεπό μου θέλω να υπάρχουν μια, δύο, τρεις, πέντε, δέκα εναλλακτικές. Στα ρεπό μου πηγαίνω σε ανθρώπους που αγαπάω και όχι στα μαγαζιά που αγαπάω, δεν ξέρω αν σου λέει κάτι αυτό. Αγαπώ τα κλασικά μαγαζιά. Τα μαγαζιά αυτά είναι ευχή και κατάρα. Η κατάρα όμως είναι θεμιτή. Δηλαδή ξέρεις ότι πονάς, αλλά πονάς για κάτι που αγαπάς.
Πίνεις και καπνίζεις;
Κάπνιζα πάρα -πάρα πολύ, το έχω κόψει 10 χρόνια τώρα. Έπινα πολύ περισσότερο από ότι πίνω τώρα, αλλά συνεχίζω και πίνω. Απλώς προσπαθώ λίγο να το καθυστερώ γιατί με τα χρόνια πέφτουν οι αντοχές και ενώ άρχιζα να πίνω τις καθημερινές στις 10, τώρα αρχίζω στις 12.
Εδώ μέσα οι ίδιοι άνθρωποι που φέρονται αλλιώς σε άλλα μέρη είναι διαφορετικοί. Εδώ έρχονται πρώτα για τον εαυτό τους. Επειδή έρχονται για τον εαυτό τους χαλαρώνουν. Εδώ είναι ο εαυτός τους. Ενώ αλλού ποζάρουν, απομονώνονται, απαξιούν, βγάζουν ξινίλα.. Εδώ μέσα όμως δεν τους παίρνει. Δεν τους παίρνει γιατί δεν θέλουν και οι ίδιοι να τους παίρνει.
Πόσες ώρες παίζεις μουσική;
Καθημερινές θα παίξω περίπου από τις 10 μέχρι τις 4 το πρωί, έξι ώρες. Παρασκευή –Σάββατο θα παίξω από τις 10 έως τις 6, 6.30, 7 το πρωί. Οι ώρες λειτουργίας χοντρικά, με συν πλην, είναι από τις 7.30 μέχρι τις 4-4.30 καθημερινές και από τις 7.30 έως τις 6.30 – 7 η ώρα το πρωί, Παρασκευή και Σάββατο. Τέτοιες εποχές αξίζει να σημειώσουμε ότι μέχρι τις 10 το βράδι υπάρχει happy hour με πέντε ευρώ το ποτό, και κοκτέιλ. Αυτό το μαγαζί χρειάζεται ανθρώπους που θέλουν να περάσουν καλά εδώ μέσα και να έχουν καλή διάθεση. Χρειάζομαι «συνένοχους». Γιατί παίζω μουσική έξι μέρες την εβδομάδα. Ποτέ την Κυριακή.
Ας πάμε στη μουσική. Τι σημαίνει για σένα;
Αφετηρία και τέλος. Υπάρχει ένας σχετικά ευρύς πυρήνας γύρω από τον οποίο κινούμαι. Πέντε έξι έννοιες μουσικές. Μπορεί να είναι κινηματογραφική μουσική, μπορεί να είναι Χατζιδάκις, μπορεί να είναι Μοσχολιού, μπορεί να είναι ρεμπέτικο. Πάντα το 90% έχει σχέση με Ελλάδα, ένα 10% με μουσικές κόσμου.
Έχεις αγαπημένα τραγούδια που παίζεις συχνότερα;
Αγαπημένα τραγούδια... Κατά καιρούς είναι διαφορετικά. Μπορώ να σου πω κάποιους καλλιτέχνες ή συνθέτες που δεν θα λείψουν καμία μέρα. Είναι η Μοσχολιού, είναι η Μαρινέλλα, η Κανελίδου, η Δήμου. Ο Χατζιδάκις. Εδώ ζω μέσα στη μουσική, στο σπίτι μου δεν ακούω καθόλου. Για να ξεπλύνω το αυτί μου, να μην πάθω overdose.
Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν καλά ελληνικά τραγούδια;
Μεμονωμένα, ελάχιστα ελληνικά τραγούδια κατά καιρούς υπάρχουν. Υπάρχουν και κάποιοι καλλιτέχνες νέοι ή λιγότερο νέοι ή σχετικά πιο νέοι που πάλι τους εκτιμώ. Εκτιμώ τη Μποφίλιου γι’αυτό που είναι, όλη αυτή η τριάδα των συνεργατών την εκτιμώ, τον Χρήστο Θηβαίο και αγαπώ από τους πιο παλιούς τον Βασίλης Παπακωνσταντίνου, έναν βαθιά ευγενή και ουσιαστικό άνθρωπο. Δεν απαξιώνω κανέναν καλλιτέχνη. Με τα ελαττώματα, τα λάθη και τις ατέλειές τους. Όποιος βγάζει κάτι από την ψυχή του και το κάνει ουσιαστικά είναι άξιος σεβασμού.
Τι δεν παίζεις ποτέ;
Δεν παίζω ποτέ κατασκευάσματα. Μουσικά κατασκευάσματα προς χρήση.
Όταν κάνεις ένα πρόγραμμα τι έχεις στο μυαλό σου;
Σενάριο. Κινηματογραφικό σενάριο. Κάνω κάθε βράδυ ένα κινηματογραφικό σενάριο και ειδικά τις βραδιές που έχουν κάτι ιδιαίτερο ή έχουν λιγότερο κόσμο. Υπάρχουν γύρω μου τα μάτια κάποιων ανθρώπων που φτιάχνουν τη δική τους ιστορία μέσα από τη μουσική που ακούνε και εγώ αυτή παίζω.
Όταν βρίσκεσαι πίσω από το μπαρ τι βλέπεις;
Τα πάντα. Είμαι κοντρόλ φρικ, θέλω να ξέρω τι γίνεται εδώ μέσα, γιατί έχω τεράστια ηθική και πρακτική ανάγκη να δώσω το καλύτερο που μπορώ. Και θέλω να προφυλάξω τους ανθρώπους γύρω μου από τα κακώς κείμενα. Δεν είμαι εύκολος άνθρωπος αλλά είμαι ουσιαστικός άνθρωπος. Επίσης να σου πω κάτι; Το εύκολο ίσως είναι και βαρετό. Δηλαδή, κάνε την υπέρβαση και δυσκόλεψε τους ανθρώπους που πρέπει και χάιδεψε τους ανθρώπους που πρέπει. Αυτό που σιχαίνομαι είναι να είμαι αρεστός στους πάντες. Επαγγελματικά φημίζομαι για τις συμπάθειές μου και τις αντιπάθειές μου, αυτό δεν με ενοχλεί όμως. Γιατί όταν βάζεις όρια στα θέλω σου και στη ζωή σου και στο μαγαζί σου είναι φυσικό να έχεις αντιπάθειες.
Υπάρχουν κάποια πράγματα που είναι τα «καμπανάκια» στη ζωή σου;
Και στην ζωή μου και στην δουλειά μου έχω τουλάχιστον τρία καμπανάκια. Το ένα είναι ο ύπνος μου, το άλλο το στομάχι μου και το άλλο ο καθρέφτης μου.
Τραγούδια που αγαπάς;
Είναι πάρα πολύ δύσκολο αυτό που μου ζητάς, δεν ξέρω. Έτσι θα τα πω σε τυχαία σειρά. Αύριο θα μπορούσα να σου πω άλλα. Το «Ανθρώπων έργα», το «Πάτωμα», το «Υπερωκεάνιο», το τραγούδι της Τζένης Καρέζη το «Δεν έχει αρχή», το «Ω καλή μου ξανθιά» του Χατζιδάκι, το «Δρόμοι παλιοί» του Θεοδωράκη και μία σειρά ατέλειωτη, ατέλειωτη, ατέλειωτη.. Όλο το ρεπερτόριο της Μοσχολιού χωρίς να πετάξω τίποτα. Δεν υπάρχει εποχή που να μην παιχτεί τραγούδι από την Τζένη Βάνου. Η λίστα δεν τελειώνει ποτέ.
Ποιοι είναι οι πιο αγαπημένοι σου πελάτες;
Οι ευγενείς. Αλλά όχι οι επιτηδευμένα ευγενείς, αυτοί είναι οι πιο ψεύτικοι, είναι ψεύτικοι δεν μου κάνουνε. Οι ουσιαστικά ευγενείς. Εδώ έρχεται ένα κοινό ετερόκλητο. Άλλες ηλικίες, αλλη εκπαίδευση, άλλη παιδεία ο καθένας. Είναι και τόσο μικρός ο χώρος και τόσο περίεργη η ενέργεια που έχει και την ικανότητα να διώχνει τα κακώς κείμενα.
Έχεις κάνει φίλους μέσα από αυτή τη δουλειά;
Ναι, ναι, ναι, έχω κάνει φίλους. Και να σου πω και κάτι; Νομίζω ότι η ζωή μου είναι το μαγαζί, οπότε οι πελάτες μου είναι η ζωή μου.
Αρχάγγελος, Κίμωνος 1 (Λεωφ. Κωνσταντινουπόλεως 177), Αθήνα
σχόλια