Το Pride βασίζεται στην αληθινή και, όσο επιτρέπει η δραματοποίησή της, επακριβώς περιγεγραμμένη ιστορία της ουσιαστικής και οικονομικής αλληλεγγύης μιας ομάδας ομοφυλόφιλων ακτιβιστών προς τους απεργούς ανθρακωρύχους της Νότιας Ουαλίας στην επώδυνη, πολύμηνη αντίστασή τους στη Μάργκαρετ Θάτσερ και στη συντηρητική της κυβέρνηση που ήταν προσανατολισμένη στην εξόντωσή τους, στα μέσα της δεκαετίας του '80. Σκοπός της ταινίας είναι η από διαφορετική εκκίνηση συνάντηση δύο εντελώς αντίθετων σε κουλτούρα, ήθη και νοοτροπία κοινωνικών ομάδων κάτω από το πρίσμα της διεκδίκησης της ακεραιότητας και της υπερήφανης διαβίωσης, με κοινό αντίπαλο μια εξουσία που δεν ανεχόταν την παρέκκλιση απ' ό,τι θεωρούσε τυπική βρετανική νόρμα. Στην εποχή του clubbing και του AIDS, η μετατόπιση ενός γκρουπ παιδιών της πόλης σε ένα χωριό στη μέση του πουθενά και της εξαθλίωσης, λόγω της παρατεταμένης έλλειψης πόρων εξαιτίας της ανεργίας, προσκαλεί τον θεατή σε πολλές ευτράπελες κόντρες. Πέρα από λίγους συμπαθούντες, όπως ο δικηγόρος των ανθρακωρύχων (Πάτι Κονσιντάιν) και ένας ευσταλής κύριος (Μπιλ Νάι), και μερικές υπέροχα δυναμικές και αυθεντικές κυρίες, με κορυφαία του «χορού» την Ιμέλντα Στόντον, οι συντηρητικοί κύκλοι του χωριού δεν βλέπουν με καθόλου καλό μάτι την υποστήριξη από «έκφυλους», έστω κι αν πεινάνε. Και από την άλλη άκρη, δεν λείπουν οι αντιδράσεις, όπως η απρόθυμη συμμετοχή του Γκέθιν, ενός Βορειοϊρλανδού που εκδιώχθηκε από τη μητέρα του λόγω του ερωτικού του προσανατολισμού – εξαιρετικός ο Άντριου Σκοτ στον ευπρόσδεκτα χαμηλόφωνο ρόλο του συνειδητοποιημένου, αλλά βαθιά πληγωμένου gay.


Κάποια βιβλία λες και γράφονται για να γυριστούν σε ταινίες και όντως καταλήγουν με ευτυχή εμπορικά αποτελέσματα στο σινεμά. Μερικά θεατρικά έργα αποτελούν πρώτης τάξεως υλικό για μια πλούσια κινηματογραφική μεταφορά, είτε στην κλασική τους μορφή είτε σε μια πιο εκλαϊκευμένη, όπως το Mamma Mia. Συχνά συμβαίνει το αντίθετο, όπως με το Άνδρες με τα όλα τους. Το Pride, που παρουσιάστηκε στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών στις Κάννες, απέσπασε υποψηφιότητα Καλύτερης Κωμωδίας στις Χρυσές Σφαίρες και βρέθηκε σε πολλές πεντάδες των BAFTA, σκηνοθετήθηκε από έναν καθαρόαιμο θεατράνθρωπο, τον Μάθιου Γουόρκους, ο οποίος έχει μακρά καριέρα στις βρετανικές σκηνές και πρόσφατα ανέλαβε τη γενική διεύθυνση του Old Vic, μετά το πέρας της θητείας του Κέβιν Σπέισι. Το Pride, αν και δεν είναι μιούζικαλ, διαθέτει τη λογική ενός μιούζικαλ και μυρίζει ανέβασμα στο σανίδι, και μάλιστα σύντομα, ως άλλο Billy Elliot που αντιδιαστέλλει τη στενομυαλιά προς τη μεγαλύτερη εικόνα. Από την ταινία δεν λείπουν η ενέργεια και η προσήλωση, αλλά διατρέχεται από την υπολογισμένη στόφα των καθαρών αντιθέσεων που αμβλύνουν τον σαφή ρεαλισμό του σοβαρού θέματος για χάρη της έμμεσης πολιτικής επιδίωξης και της ψυχαγωγίας. Τα ίδια προβλήματα, δηλαδή, που είχε και ο Billy Elliot, χωρίς το élan του Στίβεν Ντάλντρι, ο οποίος με τη μετέπειτα πορεία του απέδειξε πως δεν σκέφτεται αποκλειστικά με θεατρική δομή.