Όχι, δε θέλω να σου δώσω δύο ευρώ. Έχω. Απλά δε θέλω να στα δώσω. Θες να σου πάρω κάτι να φας;
Όχι, θέλω δυο ευρώ.
Δυο ευρώ δε σου δίνω. Για να πας να σκοτωθείς. Γιατί θα ήταν σαν να σε σκότωσα εγώ.
Ξέρω. Σε έχω ήδη σκοτώσει πολλές φορές με την αδιαφορία μου. Καθημερινά σε προσπερνούσα, πηγαίνοντας στη σχολή. Είσαι νέος, γύρω στα τριάντα, όμως, ήδη έχεις γεράσει. Φαίνεται ότι ήσουν όμορφος κάποτε. Έχεις αδυνατίσει, το πρόσωπό σου έχει βαθουλώσει, όμως, δυο καταπράσινα μάτια λάμπουν στο πρόσωπό σου. Τα ωραιότερα μάτια του κόσμου.
Άλλες φορές κρατάς μια σύριγγα. Μερικές φορές κοιμάσαι. Άλλοτε πάλι δε σε βλέπω. Κι η καρδιά μου πάει να σπάσει. Καταριέμαι τον εαυτό μου που σε καταράστηκα, επειδή δε μου άρεσε το θέαμά σου. Προτιμώ να υπάρχεις, να σε βλέπω, παρά να μην υπάρχεις καθόλου. Κι όχι μόνο για σένα. Και για μένα. Γιατί σ' έχω συνηθίσει, σε νοιάζομαι. Από τότε που σου πήρα για πρώτη φορά μια τυρόπιτα και σε ρώτησα αν μπορώ να κάνω κάτι άλλο για σένα.
Πολλές φορές σκέφτηκα να σου μιλήσω, όμως, δίσταζα. Σε φοβόμουν. Ώσπου μια μέρα δε σε είδα εκεί, στη Μασσαλίας, στο συνηθισμένο σου παγκάκι. Τότε φοβήθηκα περισσότερο από ποτέ. Ότι κάτι έχεις πάθει. Και θα έφταιγα εγώ, μόνο εγώ. Γιατί κάθε μέρα σε κοίταζα, αλλά δε σε έβλεπα.
Την επομένη πήρα το θάρρος. Σου είπα καλημέρα. Μου έγνεψες, και μου χαμογέλασες. Εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε το πιο όμορφο χαμόγελο στον κόσμο. Σου έδωσα τη σακούλα. Με ευχαρίστησες. Με ρώτησες, όμως, αν είχα δυο ευρώ. Είχα, σου είπα ψέματα: «δεν έχω, τα χρειάζομαι».
Την επομένη ξαναβρεθήκαμε. Με ξαναρώτησες. Τώρα που γνωριστήκαμε, δε σε φοβάμαι πια. Θα σου πω αλήθεια. Έχω δυο ευρώ. Απλά δε θέλω να στα δώσω. Αν κάτι σου συμβεί θα είμαι ο πιο ένοχος άνθρωπος στον κόσμο. Γιατί εγώ σε γνώρισα, μιλήσαμε, δε δικαιούμαι να φοβάμαι να σου πω την αλήθεια. Σε ρώτησα τι θα τα κάνεις. Μου είπες ότι τα χρειάζεσαι. Ναι, αλλά γιατί; Αν κάτι θέλεις, έλα να πάμε μαζί να το πάρουμε. «Όχι, τα χρειάζομαι.»
Το ξέρω ότι τα χρειάζεσαι. Δεν είσαι κανένας τρελός. Απλά είσαι άρρωστος. Δε νομίζεις ότι τα χρειάζεσαι, τα χρειάζεσαι πράγματι. Όμως, αν θέλεις, μπορώ να σε βοηθήσω. Όχι. Θέλεις απλά δύο ευρώ. Δε στα έδωσα. Σε χαιρέτησα, είπα ότι πρέπει να πάω στο μάθημα. Με καλημέρισες και μου ευχήθηκες καλή τύχη. «Και σε σένα, θα σε δω αύριο».
Ήρθε το αύριο. Και δεν ήσουν στο γνωστό μας μέρος. Η καρδιά μου πάει να σπάσει πάλι. Εγώ, πάντως, κι αύριο εδώ θα είμαι. Και θα ελπίζω να μη σου έδωσε κανείς δυο ευρώ.
σχόλια