Ένα απόγευμα του 1988, όταν είχε τελειώσει το μάθημα και πριν φύγουμε με τον Γιώργο, ρίξαμε κάτι καρέκλες που ήταν προσεκτικά τοποθετημένες πάνω στα θρανία της τάξης. Την επόμενη μέρα ο διευθυντής κάλεσε τους γονείς μου. Γυρνώντας σπίτι μου αφηγήθηκαν τι τους είχε πει: «Ο Άρης είναι το καλύτερο παιδί και εξαιρετικός μαθητής, αλλά φοβάμαι ότι έχει μπλέξει με κακές παρέες. Δεν πρέπει να τον αφήσετε να ξανακάνει παρέα με τον Γιώργο!».
«Δηλαδή δεν μπορώ να πάω σπίτι του τώρα που με περιμένει;» ρώτησα τους δικούς μου.«Εννοείται μπορείς να πας» ήταν η απάντηση, και πήγα. Η φιλία μας συνεχίστηκε κανονικά σε όλο το Δημοτικό...
(άλλη μια παλιά φωτογραφία, εδώ)
«Καλά, πού τα θυμάσαι όλα αυτά τα περιστατικά;» μου λέει σήμερα ο Γιώργος. Βρισκόμαστε για καφέ μετά από τουλάχιστον 25 χρόνια με αφορμή το μεγάλο φεστιβάλ Thessalonink + Streetmode που συνδιοργανώνει στην Θεσσαλονίκη. (Μετά το Δημοτικό μετακομίσαμε στο Καραμπουρνάκι, χάθηκα με όλους και τον Γιώργο τον έβλεπα μόνο σε κανα γάμο συμμαθητή μας ή στην τηλεόραση.) Η αλήθεια είναι πως για το καλό μνημονικό μου ευθύνεται το γεγονός ότι τα κατέγραφα όλα. Αν υπήρχε χαρτί μπροστά μου, θα έγραφα - ημερολόγιο, παραμύθια, την εφημερίδα της τάξης που ήταν και η πρώτη επαφή μου με τη δημοσιογραφία. Αν υπήρχε χαρτί μπροστά στον Γιώργο, θα ζωγράφιζε. Ήταν αυτοδίδακτος και τα σχέδιά του ήταν εντυπωσιακά για παιδάκι Δημοτικού.
«Αυτό μου άρεσε πιο πολύ να κάνω όταν ήμουν μικρός. Να ζωγραφίζω» λέει. Καθόμαστε σ' ένα τραπεζάκι έξω απ' το Tattooligans -το φημισμένο στούντιό του στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, της πόλης που κανένας απ' τους δυο μας δεν εγκατέλειψε ποτέ. Ο Γιώργος ζει ακόμα στην Καλαμαριά, στο ίδιο σπίτι που τον γνώρισα, κι εγώ πάλι εκεί παραδίπλα.
Αυτό με παραξενεύει, ξέροντας πόσο ντόρο έχει κάνει στο εξωτερικό και πόσα βραβεία έχει κερδίσει. Αντί να το εκμεταλλευτεί και να φύγει έξω, κάθε μέρα εκπλήσσει με την παρουσία του τους γείτονες και τους μαγαζάτορες της περιοχής που τον ξέρουν από μωρό παιδί και του λένε (όχι χωρίς κάποια περηφάνια) «Ακόμα εδώ είσαι εσύ;» Είναι κι αυτοί, όπως κι εγώ σίγουροι πως αν έκανε τατουάζ στο εξωτερικό θα έβγαζε άπειρα λεφτά.
«Πώς και μένεις εδώ, λοιπόν;» τον ρωτάω. Μου εξηγεί πόσο αγαπάει την Θεσσαλονίκη, τους φίλους του, την οικογένειά του, το μαγαζί του. Ο βασικός λόγος είναι άλλος όμως και διστάζει αρχικά να μου τον πει. «Θα γελάσεις τώρα... Αλλά μένω εδώ κυρίως λόγω του σκυλιού. Δεν θέλω με τίποτα να αποχωριστούμε, κι αν μετακόμιζα αλλού δεν θα μπορούσε να με ακολουθήσει. Αν πήγαινα στην Αμερική και ταξίδευα με τους ρυθμούς που ταξιδεύω σήμερα [εννοεί ως συμπαρουσιαστής της ταξιδιωτικής εκπομπής World Party] δεν θα ήθελα να το αφήσω σε κάποιον ξένο να φροντίζει ή σε ξενοδοχείο σκύλων, ενώ τώρα μένω ήσυχος αφήνοντάς το στη μητέρα μου και την αδερφή μου.»
Τις τεχνικές χειροποίητων τατουάζ αυτοί που μου τις δίδαξαν τις είχαν μάθει από φίλους τους που είχαν κάνει φυλακή ή που ταξίδευαν στα καράβια. Τότε τα tattoo ήταν σχεδόν δαιμονοποιημένα.
Μιλάμε λίγο για τα ταξίδια του, τη φάση που κόντεψε να πεθάνει on camera από πνευμονικό οίδημα λόγω του υψομέτρου στα Ιμαλάϊα, την κατάσταση στην τηλεόραση και το πώς ο κόσμος νομίζει ότι έχει βγάλει πολλά λεφτά (καλώς ή κακώς δεν έβγαλε, ελάχιστοι βγάζουν πια στην τηλεόραση αυτόν τον καιρό). Μαθαίνω και το λόγο που αποφάσισε να μην κάνει ποτέ ναρκωτικά. Στην αρχή δεν τον πιστεύω πως απείχε από πάντα και απ' τα πάντα, αλλά μου εξηγεί, off the record, τους προσωπικούς/οικογενειακούς λόγους - και μετά γελάμε που εγώ το «καλό παιδί» στα νιάτα μου τα δοκίμασα όλα, ενώ αυτός, που σύμφωνα με τον διευθυντή μας ήταν η «κακή επιρροή» δεν έκανε ποτέ τίποτα.
Σε διάφορες φάσεις, κι ενώ απ' τον πεζόδρομο περνά συνέχεια κόσμος που τον αναγνωρίζει και τον χαιρετά, η κουβέντα ξεφεύγει απ' τα όρια της συνέντευξης. Λέμε για τα οικογενειακά μας, τα αισθηματικά μας -ο Γιώργος έχει πολύ σουξέ στις γυναίκες τώρα, αλλά λέει πως ξέρει ότι αυτό είναι εξαιτίας της δημοσιότητας, πράγμα προφανώς αποτρεπτικό για τη δημιουργία μιας ισότιμης σχέσης- και για τους παλιούς μας συμμαθητές. Ο Αργύρης ο ψηλός μόλις παντρεύτηκε, η Ελένη ζει με τον άντρα και το παιδί της στη Λάρισα και είναι δικαστίνα, ο Γιάννης έγινε πατέρας, εγώ πέτυχα τον Τζέκο ως ντελιβερά στα McDonalds, ο Γιώργος πήρε ταξί για το αεροδρόμιο και ο οδηγός ήταν ο Παναγιώτης, ο Χρήστος είναι πολύ καλός λογιστής, τον Πέτρο τον είδαμε τις προάλλες - μιλήσαμε για όλους κι αποφασίσαμε να οργανώσουμε εκείνο το reunion που θα κάναμε το 2000 στον Λευκό Πύργο και δεν θυμήθηκε να πάει κανείς.
Απ' όλους μας όμως, ο Γιώργος είναι σίγουρα ο πιο διάσημος. Ήταν ο πρώτος που είχα δει στην τηλεόραση, αρχές προς μέσα της δεκαετίας του '90, ένας έφηβος που είχε γεμίσει την Καλαμαριά με πολύχρωμα γκράφιτι τότε που ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τη γειτονιά. «Θυμάμαι τα πρώτα tags που έκανες» του λέω, κι είναι ένα ακόμα περιστατικό που του αφηγούμαι κι είχε σβηστεί απ' τη μνήμη του. «Είχες βρει ένα όνομα, και το έγραφες με μαρκαδόρο σε κάδους ή τοίχους. Κι ήσουν τόσο ενθουσιασμένος μ' αυτό, που μου έλεγες κάθε μέρα πού ακριβώς είχες σχεδιάσει για να έχω το νου μου να το δω αν περνούσα με τα πόδια ή το λεωφορείο» Ευτυχώς δεν έμεινε στο tagging και σύντομα τα εντυπωσιακά, περίπλοκα σχέδιά του τα έβλεπα στους τεράστιους τοίχους έξω απ' το γήπεδο του Απόλλωνα Καλαμαριάς. Και μετά παντού στην πόλη - σύντομα μάλιστα τον πλήρωναν για να ζωγραφίζει σε τοίχους. «Ήταν μια ωραία περίοδος, και λίγο ζόρικη», θυμάται σήμερα. «Είχα πολύ τσαμπουκά και δε μασούσα καθόλου».
Την περίοδο που έκανε γκράφιτι, στην παρέα προστέθηκαν κάποιοι μεγαλύτεροι που ήταν ειδικοί στα χειροποίητα tattoo. «Τις τεχνικές τις είχαν μάθει από φίλους τους που είχαν κάνει φυλακή ή που ταξίδευαν στα καράβια. Τότε που πρωτομπήκα στη φάση με τα χειροποίητα τατουάζ, πριν από 20 χρόνια, τα tattoo ήταν σχεδόν δαιμονοποιημένα. Πώς ξεκίνησα; Σχεδίαζα στα χέρια τους με μαρκαδόρο, και μετά αυτοί χτυπούσαν το σχέδιο με τατουάζ. Ξεκίνησα να το κάνω μόνο σε φίλους, γιατί απλώς μου άρεσε να ζωγραφίζω», εξηγεί.
Κάποτε αυτοί που είχαν τατουάζ θεωρούνταν περιθωριακοί, έως και κακοποιοί. Σήμερα σχεδόν όλοι έχουν. Είναι απλώς μια μόδα της εποχής; «Έχει όντως γίνει μέινστριμ» λέει ο Γιώργος. «Αλλά θεωρώ θετικό ότι πλέον άνθρωποι με τατουάζ γίνονται πιο εύκολα αποδεκτοί, ακόμα και στους περισσότερους χώρους εργασίας. Παλιά σε κοιτούσαν σαν εξωγήινο αν είχες τατουάζ και δεν σε παίρναν σε δουλειές. Πάντως υπάρχει πολύ κόσμος που πάντα θα κράζει το διαφορετικό. Παλιά σε λέγαν αλήτη και πρεζάκια. Τώρα που δε μπορούν να σε πουν έτσι, σε λένε, ξέρω γω, κουκλεντέ ή μαϊντανό. Πάντα θα παίζει κράξιμο αλλά εμένα με χαροποιεί ότι τώρα η κοινωνία αποδέχεται πολύ περισσότερο από παλιά ανθρώπους με τατουάζ, με σκουλαρίκια, με οποιαδήποτε διαφορετικότητα.» (Πάντως τα μόνα σχέδια που ποτέ δεν δέχτηκε να χτυπήσει σε πελάτες ήταν φασιστικά σύμβολα. Τον βρήκα πολύ σωστό.) Ο ίδιος πιστεύει ότι σύντομα θα ξεπεραστεί η επιθυμία ανθρώπων να κάνουν τατουάζ για μαγκιά ή για μόδα και θα κάνουν επειδή θα θέλουν να είναι διαφορετικοί, επιλέγοντας ξεχωριστά σχέδια για να διακοσμήσουν το σώμα τους.
Είχα διαβάσει ότι πριν καναδυό χρόνια στο tattoo convention της Αθήνας του απαγόρευσαν την είσοδο, παρ' ό,τι ήταν ίσως ο γνωστότερος Έλληνας tattoo artist. «Κοίτα» λέει, «όταν πηγαίνεις σα θεατής και περιμένεις στην ουρά να πληρώσεις για να μπεις και δε σε βάζουν, σκέφτεσαι αρχικά ότι θα μπορούσες να καλέσεις την αστυνομία μια και αυτό που κάνουν είναι παράνομο. Όμως δεν λειτουργώ έτσι, καταλαβαίνω πως όταν κάνεις επαγγελματικά μια δουλειά είναι λογικό ότι δεν θα γίνεσαι αποδεκτός απ' όλους. Γι' αυτό και πήρα την απόφαση να διοργανώσω το δικό μου φεστιβάλ που είναι ανοιχτό σε όλους. Ο καθένας που έχει καλή διάθεση και θέλει να ζήσει τη γιορτή είναι ευπρόσδεκτος.»
«Όταν στράφηκες απ' τα γκράφιτι στα τατουάζ, κι άρχισες να κερδίζεις αναγνώριση στο εξωτερικό, σε αντιμετώπισαν με ζήλια οι Έλληνες συνάδελφοι;» τον ρωτώ καθώς κάποιος τον ειδοποιεί μέσα απ' το μαγαζί ότι τον είχε πάρει τηλέφωνο κάποιος κι είχε αφήσει μήνυμα. («Ο τάδε απ' την Αθήνα σε ψάχνει». «Τι με ψάχνει; Να με δείρει;» Γελάμε και πάλι.)
«Σ' όλους τους χώρους μπορεί να υπάρξει ζήλια. Κάποιον ξεπερνάς με τις ικανότητές σου, μετά κάποιος άλλος ξεπερνά εσένα. Κατά καιρούς έχουν πει διάφορα ψέματα για να με δυσφημίσουν...»«Ε, πες κανένα.»«Ότι τα tattoo μου ήταν φώτοσοπ, ότι πλήρωσα για να πάρω τα βραβεία -ναι, οπωσδήποτε!, εγώ ο Γιώργος απ' την Καλαμαριά με τα μηδέν λεφτά κατόρθωσα να εξαγοράσω, ξέρω γω, τον πάμπλουτο διοργανωτή στο Λας Βέγκας- ή ότι χτυπάω τατουάζ πια μόνο σε σελέμπριτι, που επίσης δεν είναι αλήθεια: δες στο Instagram, για κάθε διάσημο που μπορεί να τύχει να κάνω, κάνω κι άλλους 15 φίλους μου, αλλά κανείς θα δώσει σημασία τότε, μόνο αν κάποιος φίλος μου είναι ταυτόχρονα διάσημος θα το προσέξουν για να με κράξουν.»
Στην εποχή του ίντερνετ, που ο καθένας μπορεί να απομονώσει μια φράση για να σε κοροϊδέψει ή να σε χλευάσει για την εμφάνισή σου, ο Γιώργος έχει συνηθίσει πια το κράξιμο. «Στην αρχή με πείραζε και με στεναχωρούσε πολύ. Το έβρισκα άδικο. Όμως αν βρίσκεσαι στη δημοσιότητα με οποιονδήποτε τρόπο όλο και κάποιος θα βρεθεί να σε κατακρίνει. Στην πρώτη σεζόν του World Party που ήμουν χύμα τελείως κι από μαλλιά κι από μούσια διάβαζα που μερικοί με κράζανε ως άπλυτο και βρωμιάρη. Μετά όταν κουρεύτηκα και λίγο συμμαζεύτηκα με έλεγαν κλαρινογαμπρό!»
Του λέω πως πέρα απ' το World Party, θα ήθελα να τον δω και σε κάτι μόνο του, σε μια εκπομπή για όλα αυτά που αγαπούν οι νέοι τώρα κι αυτός τα έχει ζήσει όλα από μέσα: τα τατουάζ, την street art, το παρκούρ, τις σανίδες, τη χιπ χοπ, το breakdance, τα ποδήλατα, τις εναλλακτικές κουλτούρες. «Μακάρι» απαντά λακωνικά.
Τα όνειρα που κάναμε παιδιά αλλάζουν όσο ωριμάζουμε. Ακόμα και πριν πετύχω οτιδήποτε στη δουλειά μου, τα όνειρά μου είχαν ήδη αλλάξει. Ήταν πλέον πιο πεζά αλλά πολύ πιο ουσιαστικά
Έχουν περάσει τρεις ώρες συνέντευξης, θυμάμαι κάτι φωτογραφίες παπαράτσι που είδα: αυτός σε παραλία παρέα με τη μισή Εθνική Ποδοσφαίρου. «Πολύ κουφό μου φάνηκε» του λέω πριν αποχαιρετηθούμε και υποσχεθούμε ότι δεν θα περάσουν άλλα 25 χρόνια μέχρι τον επόμενο καφέ. «Ασχολιόσουν μικρός με το ποδόσφαιρο και τους θαύμαζες στην τηλεόραση, τώρα κάνετε παρέα. Ή θυμάμαι που είχες γράψει ένα τραγουδάκι-ευχή που έλεγε "Έχω μια μηχανή χιλιάρα" και τώρα μέσα στο μαγαζί είδα μια Χάρλεϊ. Δεν είναι μια ανέλπιστη πραγματοποίηση των παιδικών σου ονείρων;»
«Δεν το είχα σκεφτεί αυτό» χαμογελάει. «Πάντως τα όνειρα που κάναμε παιδιά αλλάζουν όσο ωριμάζουμε. Ακόμα και πριν πετύχω οτιδήποτε στη δουλειά μου, τα όνειρά μου είχαν ήδη αλλάξει. Ήταν πλέον πιο πεζά αλλά πολύ πιο ουσιαστικά: Να μπορώ να φροντίζω την μητέρα μου, να βοηθάω την αδερφή μου και τα ανίψια μου, να είμαι με το σκυλί μου και τους φίλους μου... Και να νιώθω ότι ζω τη ζωή μου όσο ομορφότερα μπορώ.»
σχόλια