Είναι μήνες τώρα που έχει ξυπνήσει μέσα μου ένας διάολος. Μου τραβάει τα σκεπάσματα τις νύχτες και με γεμίζει όνειρα, ιδέες κι επανάσταση.
Σηκώνεται μαζί μου το πρωί με τα ξινισμένα μούτρα του και δε γελάει, πάρα μόνο υποτιμητικά όσο πλένω τα δόντια μου. Ρίχνει πάνω του ό,τι βρει έξω από τη ντουλάπα και πάει και μπαστακώνεται στη θέση του συνοδηγού κάθε μέρα για να φύγουμε. Με πάει στο γραφείο αμίλητος και φθάνω πάντα αργοπορημένη εξαιτίας του. Αμέσως μόλις μπούμε μέσα πιάνει να εργαστεί , πριν προλάνω καν να φτιάξω τον καφέ μου.
Το αντικείμενο της δουλειάς του είμαι εγω.
Αυτός ο διάολος, για εννιά ολόκληρες ώρες καθημερινά, παίρνει το μυαλό μου, το επεξεργάζεται, το αποσυναρμολογεί και ψάχνει να βρει που είναι κρυμμένα όλα εκείνα τα στοιχεία μου που του αντιστέκονται τελικά τόσο καιρό. Πώς στο διάολο του αντιστέκομαι ακόμα και δε του κάνω το χατήρι;
Είναι μήνες τώρα που μου ψιθυρίζει αντάρτικα στο αυτί πως πρέπει να σταματήσω να δίνω τόπο στην οργή, πως τα χρόνια περνάνε και εγώ τα αφήνω. Δε του έχω κάνει καμία χάρη ακόμα. Ακόμα ξυπνάω, ξεπλένω τα μούτρα να διώξω τις σκέψεις που μου φύτρωσε και του λέω να σκάσει γιατί έχω αργήσει, πάλι.
Νομίζω ότι έχει καταλάβει ότι τον έχω ανάγκη και δε θα φύγει αν δεν περάσει το δικό του. Θέλει να με πείσει να δώσω μια κλωτσιά σε όλα και να βγω έξω από το κτίριο αυτό με ένα χαμόγελο πλατύ. Μου λέει πως έτσι θα λυτρωθώ και θα πάψει να φουσκώνει το στομάχι μου.
Είναι δύσκολη παρέα ο διάολος μου μα τον θέλω δίπλα μου. Με κρατάει αυθεντική και «ζόρικη». Ξέρεις πόσους είδα εδώ μέσα να έρχονται χωρίς διάολο για παρέα και να γίνονται τελικά ένα με το κτίριο; Αντίδραση καμιά από πλευρά τους στη μετάλλαξη αυτή. Σου μιλάω για όλους αυτούς τους ανθρώπους που βρήκαν τη δύναμη και τσάκωσαν το διάολο τους από το λαιμό και του φώναξαν να φύγει. Μόλις τον έδιωξαν κατάφεραν να συμβιβαστούν, με όλους, με όλα. Τον έδιωξαν και κοιμήθηκαν ήσυχα, σαν ανθρωπάκια μικρά πλέον κι ίσως λίγο αδιάφορα.
Εγώ τον κρατώ κοντά μου το διάολο μου ακόμα. Φοβάμαι να του βάλω τις φωνές γιατί έχει τα δίκια του. Αυτός ο διάολος πήρε από μένα άλλωστε, εγώ τον δημιούργησα. Δεν είναι άτοπος ούτε επιφανειακός. Επιχειρηματολογεί. Μου δίνει λύσεις και ιδέες. Να, τις προάλλες με σκούντησε και μου δείξε κάτι καλλιτεχνικά, δημιουργικά επιτεύματα γνωστών. Αμέσως άρχισε να μου εξηγεί πόσο βλάκας είμαι που απέχω πια, που το νόημα της ζωής το ξέρω και το αγνοώ. Με ζόρισε να του πω την αλήθεια. Με ξεμπρόστιασε μπροστά στα μάτια μου και με άφησε εκτεθειμένη μαζί με την βολεψιά μου.
Με πονάει ο διάολός μου, δε μου χαρίζεται.
Νομίζω ότι έχει καταλάβει ότι τον έχω ανάγκη και δε θα φύγει αν δεν περάσει το δικό του. Θέλει να με πείσει να δώσω μια κλωτσιά σε όλα και να βγω έξω από το κτίριο αυτό με ένα χαμόγελο πλατύ. Μου λέει πως έτσι θα λυτρωθώ και θα πάψει να φουσκώνει το στομάχι μου.
Τώρα πρόσφατα, μου έβαλε μία άσκηση. Θα κάτσω να ερευνήσω και να αποφασίσω τι είναι τελικά η ευτυχία για μένα. Ο διάολος ήταν ετοιμοπόλεμος όπως πάντα φυσικά. Κατά την ανάθεση της εργασίας τούτης, μου έφερε ένα μάτσο παραδείγματα με ζωές που ζουν φιγούρες εξειδανικευμένες για να καταλάβω τι εννοεί.
Αμέσως μετά μου κόλλησε, σαν τσίχλα στα μαλλιά μια ιδέα: «τα λεφτά είναι φιξάκια· στην ουσία όμως δεν σου προσφέρουν παρά μόνο εθισμό και εικονική ευτυχία».
Η χειρότερη στιγμή της ημέρας είναι όταν σχολάω. Εϊναι η ώρα που ο διάολος μου λυσσάει, παίζει τα ρέστα του και ποντάρει στην διάλυση της ψυχολογίας μου.
Παίρνει ένα βλέμμα τάχα μου άδειο και κάθεται πάλι συνοδηγός στο αμάξι με λίγο παραπάνω τσαμπουκά.
«Μπράβο, πήγε πάλι επτά και τι κατάλαβες; Πετάς εννιά ώρες από τη ζωή σου, το ξέρεις;»
Αγνή γκρίνια. Μίρλα το λέει η μάνα μου. Με διαλύει σε όλη τη διαδρομή για το σπίτι αλλά αντέχω, γιατί ξέρω πως όπου να 'ναι θα εξαφανιστεί.
Μόλις πλησιάσω στο στενό του σπιτιού, παίρνω απότομα το τιμόνι δεξιά και γουρλώνει τα μάτια του. Σκάει μεμιάς και λουφάζει κάτω από το γιακά του.
Γιατί ο διάολος μου ξέρει να μου αναγνωρίζει, ότι μετά το πέρας της εργάσιμης, τα έχω καταφέρει πολύ καλά. Εκεί μου έχει βγάλει το καπέλο πια και σωπαίνει χορτάτος. Οπότε ήρεμα και χωρίς καμία απολύτως αντίρρηση, ξέρει να χάνεται μόλις φτάσω λίγα βήματα πριν συναντήσω τον άνθρωπόμου.
Και το έχω δει να συμβαίνει, αλήθεια. Την ώρα που παρκάρω, είναι η ώρα που για μένα ξεκινά η μέρα μου και τελειώνει αυτή του διάολου μου. Ξέρω πως έναν παρόμοιο διάολο κουβαλάει και ο Β. μαζί του κάθε πρωί. Του στριμώχνεται στη σέλα ξεκράνωτος και πάει μαζί του στη δουλειά.
Αλλά έχω πάρει πρέφα, πως μόλις φτάσουμε σπίτι και οι δυο μας, οι δύο διάολοι ανταμώνουν και φεύγουν αγκαζέ. Είμαι σίγουρη πως πάνε σε κάποιο λόφο ψηλά για να τα πούνε· πώς μας βασάνισαν και σήμερα μιλώντας μέσα στο κεφάλι μας ακατάπαυστα.
Και τώρα που τα γράφω όλα αυτά σαν να τον νιώθω πλάι μου να γελά ειρωνικά και αυτάρεσκα, αφού αυτός ο διάολος μου με ώθησε να πατάω τα πλήκτρα μανιασμένα. Είχε δεν είχε με έσκασε και σήμερα. Χαλάλι. Αν είναι να γίνεται η έμπνευσή μου, αυτός ο διάολος του μυαλού μου, θα μείνει εδώ.
σχόλια