στην κέντρα άρεσαν τα ώριμα σύκα. σηκώθηκε ένα πρωινό του δεκέμβρη βρίσκοντας ένα τέτοιο σύκο στο ψυγείο της. δεν γνώριζε την προέλευσή του. δεν καταλάβαινε και η ίδια που στ' αλήθεια βρισκόταν. ήταν, όμως, και οι δυό εκεί, εκείνη τη στιγμή. μπροστά στο λευκό ψυγείο.
το μόνο που σιχαινόταν ήταν η συναναστροφή με τους άλλους ανθρώπους. δεν υπήρχε κανένας λόγος γι αυτό. έβρισκε ό,τι ήθελε παρατημένο, πεταμένο, μισοσάπιο και εγκαταλελειμμένο. σαν κι αυτήν. κανένας δεν την αναζητούσε, ουδείς την έψαχνε. οι τοίχοι ήταν οι φίλοι της. οι ντουλάπες η συντροφιά της. κι αυτό το σύκο που βρήκε στο ψυγείο της, ήταν η απόδειξη της θεϊκής παρουσίας.
κάθισε την παραμονή των χριστουγέννων στο πλαστικό της τραπέζι. η γάτα της, τριγυρνούσε στα πόδια της. έκοψε τη σάρκα με τα δάχτυλά της. έσκισε τα σωθικά με τα νύχια της. πλησίασε στα χείλη τους σπόρους του φρούτου. "ω, θεέ. ευλογημένος, να σαι", είπε. και φέτος όλα καλά. ακόμα ένα θαύμα. ακόμα ένα φρούτο. όλα καλά.
και τότε σκέφτηκε πως παρ' όλη τη μιζέρια και τη μοναξιά της. θα μπορούσε να βγάλει και τούτη τη χρονιά. δεν ήταν χειρότερη από τους άλλους, δεν μπορούσαν να την ζηλέψουν οι άλλοι. θα κυκλοφορούσε και θα πορευόταν. αυτό έκαναν όλοι. και έτσι, κάπως, ήταν καλά. θα πορευόταν και θα έβλεπε. βλέποντας και κάνοντας. δεν είχε καμία διαφορά με κανέναν.
σχόλια