#quote#
Το 1857, έτος ιδρύσεως του εργοστασίου παραγωγής φωταερίου, η Αθήνα προσπαθούσε να απεκδυθεί το πρόσφατο παρελθόν της και από ένα μικρό και ασήμαντο χωριό -με ένδοξη αρχαία ιστορία- να μετασχηματιστεί στην πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Από την Αθήνα της εποχής μπορεί να απουσίαζαν οι πλέον στοιχειώδεις υποδομές, όμως επικρατούσε ένας μικρός δημιουργικός οργασμός, καθώς τα πρώτα επιτεύγματα της βιομηχανικής επανάστασης άρχιζαν επιτέλους να διαφαίνονται και στη χώρα μας και άνθρωποι με όραμα και πάθος συνέρρεαν στο κλεινόν άστυ. Είναι η περίοδος που η Αθήνα αρχίζει να λαμβάνει τα χαρακτηριστικά σύγχρονης πόλης, γίνονται μεγάλα έργα, χαράσσονται δρόμοι, λεωφόροι και πλατείες, δημιουργούνται γειτονιές και διαμορφώνονται τοπωνύμια που χρησιμοποιούμε ακόμα και σήμερα.
Το Εργοστάσιο Φωταερίου αποτέλεσε ουσιαστικά το δεύτερο μεγάλο εργοστάσιο στην Ελλάδα (τρία μόλις χρόνια μετά το Μεταξουργείο Δουρούτη) και υπήρξε μοχλός αστικοποίησης και εξευρωπαϊσμού της πόλης, ανάπτυξης της οδού Πειραιώς σε βιομηχανική ζώνη, ενώ ταυτόχρονα άλλαξε και την όψη ολόκληρης της Αθήνας, φωτίζοντας το μεγαλύτερο μέρος της, γεγονός πραγματικά επαναστατικό για τα δεδομένα της εποχής. Η περιοχή γύρω από το εργοστάσιο, όπου έμεναν και οι εκατοντάδες εργάτες, πήρε το όνομα «Γκαζοχώρι», το οποίο συνοδεύει ακόμα τη γειτονιά, που τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει χαρακτήρα και από εργατική συνοικία έχει εξελιχθεί σε πόλο νυχτερινής διασκέδασης.
Το Βιομηχανικό Μουσείο Φωταερίου έχει στόχο την ανάδειξη ακριβώς αυτής της ιστορίας του εργοστασίου και της ανάπτυξης της Αθήνας τους δύο τελευταίους αιώνες, με αναφορές σε επίκαιρα θέματα, όπως π.χ. η βιομηχανική κληρονομιά, η επιχειρηματικότητα, οι βιομηχανικές συνθήκες εργασίας, οι παλαιές και νέες μορφές ενέργειας κ.ά. Το πρώτο βιομηχανικό και τεχνολογικό μουσείο έρχεται να προστεθεί στο ευρύ δίκτυο μουσείων της Αθήνας και θα μιλά για μια παραμελημένη περίοδο της πρωτεύουσας, αυτή της νεότερης ιστορίας της. Η αλήθεια είναι ότι η πόλη δεν πέρασε αυτόματα από τον Χρυσό Αιώνα στον 20ό.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Τεχνόπολης Κωνσταντίνος Μπιτζάνης εστιάζει σε αυτή την πτυχή. «Η λειτουργία του μουσείου θα έχει μεγάλη σημασία για την πόλη. Καταρχάς, έχει εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Εξοικειώνει τους επισκέπτες με τη βιομηχανική ιστορία, παρέχει μουσείο-εκπαιδευτικά προγράμματα για τα παιδιά αλλά και επιστημονικές ξεναγήσεις ακόμα και σε ξένους επισκέπτες. Με το μουσείο αυτό μπαίνει στον χάρτη της Αθήνας ένας νέος χώρος, που μιλά για τη νεότερη ιστορία της πόλης. Έχουμε πολλά μουσεία που αναφέρονται στην αρχαία ιστορία, αλλά ελάχιστα που αναφέρονται στη νεότερη. Και αυτό πιστεύουμε ότι αποτελεί ένα αίτημα των επισκεπτών της Αθήνας».
Το μουσείο έχει πολλά να μας πει, όμως, και για τη νοοτροπία και το πνεύμα μιας ολόκληρης εποχής. Ήταν μια εποχή επιχειρηματικότητας, καινοτομίας, σκληρής δουλειάς και, πάνω απ' όλα, συλλογικής δράσης - δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι στον χώρο του εργοστασίου λειτουργούσε κουρείο, εστιατόριο, λουτρά, ιατρείο, χημείο, μηχανουργείο και σιδηρουργείο. Ήταν μια εποχή κατά την οποία ένας Ιταλός ονόματι Φεράλδι αγόρασε μηχανήματα κι εξοπλισμό από τη Γαλλία και τη Γερμανία, λιθάνθρακες από την Ουαλία και δημιούργησε στην Ελλάδα το πρώτο εργοστάσιο φωταερίου, αλλάζοντας τη ζωή των κατοίκων της Αθήνας και βοηθώντας ουσιαστικά στην ανάπτυξή της.
Η κατάσταση που επικρατεί στις μέρες μας είναι λίγο διαφορετική και, όπως λέει ο κύριος Μπιτζάνης, «το μουσείο μιλά για τη βιομηχανική παραγωγή σε μια περίοδο που η αποβιομηχανοποίηση της Ελλάδας είναι ραγδαία και πολλά παιδιά κι έφηβοι δεν έχουν ερεθίσματα και αντίληψη για τη βιομηχανική διαδικασία, τι δηλαδή χρειάζεται για να παραχθούν τα πράγματα και τα αντικείμενα που φτάνουν στα χέρια τους. Η σημασία της συλλογικής δραστηριότητας είναι μια άλλη, πολύ σημαντική πτυχή. Βεβαίως, οι εργάτες έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην παραγωγή, αλλά και οι επιστήμονες χημικοί και οι ελεγκτές του δικτύου και οι εκάστοτε επιχειρηματίες και η διοίκηση, όλες οι ειδικότητες συνεργάζονταν αρμονικά, σαν κρίκοι μιας αλυσίδας, ώστε να φωτίζεται η πόλη».
Το εργοστάσιο λειτούργησε επί 130 χρόνια και με το κλείσιμό του το 1984 ο Δήμος Αθηναίων απέκτησε ένα χαρακτηριστικό δείγμα τεχνολογίας και βιομηχανικής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα, καθώς σώζεται το μεγαλύτερο μέρος των κτιριακών εγκαταστάσεων και σχεδόν ακέραιο ένα μεγάλο μέρος του μηχανολογικού του εξοπλισμού. Αυτά, σε συνδυασμό με τη συγκέντρωση αντικειμένων από το εργοστάσιο καθώς και συσκευών φωταερίου, αποτελούν την πλούσια συλλογή του Βιομηχανικού Μουσείου που ο επισκέπτης θα έχει την ευκαιρία να θαυμάζει από την Κυριακή 27/1.
Η μουσειακή διαδρομή διαμορφώθηκε με βάση τη γραμμή παραγωγής, υποβοηθούμενη από ένα ευρύ δίκτυο σημάνσεων, banners, πλούσιο φωτογραφικό υλικό, ηχητικά ντοκουμέντα και βιντεοπροβολές. Η διαδρομή ξεκινά από την κεντρική αυλή, όπου συγκεντρωνόταν ο λιθάνθρακας (η πρώτη ύλη παραγωγής φωταερίου) και ζυγιζόταν. Στη συνέχεια έμπαινε σε τρίμετρους φούρνους, όπου θερμαινόταν σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες (κοντά στους 1.000 βαθμούς). Αμέσως μετά προωθούνταν με τη βοήθεια ατμολεβήτων και μέσω ενός υπόγειου ή υπέργειου δικτύου περνούσε πρώτα από τα ψυχραντήρια, μέσα από 168 σωλήνες δηλαδή που βρέχονταν συνέχεια, με αποτέλεσμα το φωταέριο να ψύχεται και να απομακρύνεται το μεγαλύτερο μέρος της πίσσας. Μετά τα ψυχραντήρια κατέληγε σε δύο διαφορετικές αίθουσες καθαρισμού, στην αίθουσα του Πελούζ, όπου καθαριζόταν από τα τελευταία υπολείμματα πίσσας, καθώς και από την αμμωνία και τη ναφθαλίνη, και στα καθαρτήρια, όπου λάμβανε χώρα ο χημικός καθαρισμός του φωταερίου από το υδρόθειο λόγω της δυσάρεστης οσμής του. Καθαρό πια, το φωταέριο μετριόταν και στη συνέχεια μεταφερόταν σε έναν μικρό χώρο, όπου ρυθμιζόταν η πίεσή του προς το δίκτυο της πόλης. Καθώς οι ανάγκες της πόλης για φωταέριο αυξάνονταν, χτίστηκαν σταδιακά 4 αεριοφυλάκια, το ένα εκ των οποίων στεγάζει σήμερα τον Δημοτικό Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθήνα 9.84.
Η Τεχνόπολις του Δήμου Αθηναίων, σε μία περίοδο κατά την οποία ο διάλογος και η ανταλλαγή επιχειρημάτων για τη χρήση και την αξιοποίηση των δημόσιων χώρων έχουν «θερμανθεί» επικίνδυνα, έχει πετύχει κάτι το αξιοθαύμαστο. Δημιούργησε έναν χώρο με διπλή λειτουργία: και προς την κατεύθυνση των πολιτιστικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων αλλά και ενός μουσείου που διηγείται τη βιομηχανική ιστορία της πόλης και παρουσιάζει την τεχνολογία μιας άλλης εποχής. Η Αθήνα βρίθει από ιστορικούς χώρους, αλλά αυτοί σπάνια αναδεικνύονται, πόσο μάλλον ζωντανεύουν με πολιτιστικές δράσεις υψηλού επιπέδου και σεβασμό προς το εκάστοτε ιστορικό πλαίσιο, όπως γίνεται στην Τεχνόπολη.
1.
2.
3.
4.
5.
σχόλια