Κοίταξε τώρα τι διάολος είναι ο συνειρμός! Άκουγα προχθές τον υπουργό Πολιτισμού Αριστείδη Μπαλτά στη συνέντευξη Τύπου της Λυρικής να λέει ότι «η παρουσία μου εδώ είναι μία −και σωματικά− έμπρακτη δήλωση ότι το υπουργείο Πολιτισμού στέκεται πολύ κοντά στην Εθνική Λυρική Σκηνή». Άκουσα μετά τα πράγματι εντυπωσιακά καλλιτεχνικά αλλά και κοινωνικά-εκπαιδευτικά σχέδια της Λυρικής για την τρέχουσα καλλιτεχνική περίοδο. Άκουσα τα ποσά των επιχορηγήσεων, τα σχέδια για τη μεταφορά της Λυρικής στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Και τι θυμήθηκα; Τα μάρμαρα του Χρήστου Λαμπράκη!
Ναι, αυτά τα μάρμαρα, για τη σωστή συντήρηση των οποίων ο Λαμπράκης απαγόρευε την κατανάλωση κόκκινου κρασιού στο Μέγαρο Μουσικής! Ναι, αυτό το μάρμαρο, που η επέκτασή του στη νέα πτέρυγα και ο χειρισμός από κει και πέρα όλου του οργανισμού κόστισε 245 εκατομμύρια ευρώ. Τόσα κατέληξε να χρεωθεί το Δημόσιο, διότι τόσο είναι περίπου το υπολειπόμενο κεφάλαιο προς αποπληρωμή μετά τη συσσώρευση των χρεών και την αναγκαστική κρατικοποίηση του Μεγάρου ως ύστατη λύση επιβίωσης.
Τι θα γίνει, αφού με το καλό μεταφερθεί η ΕΛΣ στο Κέντρο Πολιτισμού; Το ποσόν που απαιτείται ετησίως για τη συντήρησή της ανέρχεται στα 14,5 εκατ. ευρώ. Πόσο θα διαρκέσει η πολιτική και δημοσιογραφική ευφορία για το νέο στολίδι της Αθήνας; Ειλικρινά, ελπίζω περισσότερο από 25 χρόνια. Διότι η ευφορία τόσο διήρκεσε στην περίπτωση του Μεγάρου.
Αλλά κοίταξε τώρα τι διάολος είναι ο συνειρμός! Θυμόμουν ανάλογες εποχές που το πολιτιστικό ρεπορτάζ παραληρούσε (και όχι αδίκως) για το σπουδαίο έργο που κληροδοτείται στον ελληνικό πολιτισμό με την ύπαρξη του Μεγάρου Μουσικής. Την εποχή που ουδείς υπουργός (Πολιτισμού ή άλλος) τολμούσε να αντισταθεί στο όραμα του Λαμπράκη, ακόμα κι όταν αυτό είχε κάπως επεκτατικές διαθέσεις. Ακόμα κι όταν αυτό, για να υλοποιηθεί, χρειάστηκε να περάσει από πολιτικές και οικονομικές συνθήκες «διευκόλυνσης»: οι νόμοι αποδείχτηκαν τότε κάπως «ελαστικότεροι», οι διαδικασίες επιταχύνθηκαν, τα δάνεια επίσης. Ήταν ασφαλώς μια εποχή παχύτερων αγελάδων που έκαναν πιο ανεκτό τον πολιτιστικό «υδροκεφαλισμό», όχι μόνο του ΥΠ.ΠΟ. αλλά και του ρεπορτάζ. Διότι, ναι, το Μέγαρο ήταν για μερικά χρόνια το καλομαθημένο μας νεογέννητο, κάθε δραστηριότητα του οποίου γινόταν θέμα και είδηση, εξυπακούεται με θετικό πρόσημο. Τα αρνητικά, όταν σπανίως επισημαίνονταν, (θυμάστε, βέβαια, τον δημοσιογραφικό αγώνα του Γιώργου Βότση για το «καταψαλίδισμα» του Πάρκου Ελευθερίας και για τον τρόπο δανεισμού του Μεγάρου Μουσικής με εγγυητικές επιστολές των Ευάγγελου Βενιζέλου και Νίκου Χριστοδουλάκη το 2003 και Γιώργου Αλογοσκούφη το 2007) αντιμετωπίζονταν ως περιττή και «αριστερίστικη» ένδειξη γκρίνιας, μιζέριας και μικροψυχίας απέναντι σ' ένα έργο-πολύτιμο μουσικό εργαλείο για τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό και κόσμημα για την Αθήνα.
Σήμερα, 25 χρόνια μετά την έναρξη λειτουργίας του Μεγάρου Μουσικής, 12 από τα εγκαίνια της νέα πτέρυγας και 7 από τον θάνατο του Χρήστου Λαμπράκη και τη σταδιακή και τελικώς πλήρη αποσύνδεση του ΟΜΜΑ (Οργανισμός Μεγάρου Μουσικής Αθηνών) από τον ΔΟΛ, τα ίδια αυτά μάρμαρα αντανακλούν μια κάποια ερημιά. Οι ειδήσεις ψιθυρίζονται. Ναι, η κρατικοποίηση του Μεγάρου Μουσικής έφερε μισθολογικές προσαρμογές με γνώμονα τους μισθούς του Δημοσίου, αλλά και σ' αυτές είναι δύσκολο να ανταποκριθεί ένας οργανισμός με μεγάλα προβλήματα. Τα όλο και συχνότερα, όλο και ισχνότερα «έναντι» στους υπαλλήλους, τα παρατεινόμενα χρέη προς τους καλλιτέχνες, το σφίξιμο του ζωναριού στον προγραμματισμό και στο κόστος του, τα λειτουργικά προβλήματα λόγω αδυναμίας συντήρησης του κτιρίου, είναι κοινό μυστικό. Ακόμα και οι υπάλληλοι, πολύ λιγότεροι πια, έχουν χάσει εκείνη τη βεβαιότητα και την υπερηφάνεια στο βήμα με το οποίο διέσχιζαν καθημερινά τα ατελείωτα τετραγωνικά μαρμάρων. Συμπέρασμα; Το Μέγαρο Μουσικής, ως προσωπικό καταρχάς όραμα ενός ανθρώπου με ισχύ και πολιτιστικές διασυνδέσεις, δημιουργήθηκε και πορεύτηκε στη σκιά του Λαμπράκη. Όσοι έσπευσαν να τον διευκολύνουν, δεν έσπευσαν να προετοιμάσουν ή να σκεφτούν και το βασικότερο: την επόμενη ημέρα του οργανισμού.
«Μην είσαι μίζερη κι απαισιόδοξη. Το Κέντρο Πολιτισμού είναι ένα κόσμημα..» μου είπε πρόσφατα ένας φίλος. Είναι πράγματι ένα κόσμημα. Και προχθές θαύμασα κι εγώ πραγματικά όσα είχε να εξαγγείλει ο Μύρων Μιχαηλίδης. Η κυβέρνηση αναγνωρίζει σύσσωμη την αξία του Κέντρου Πολιτισμού και είναι αποφασισμένη να διευκολύνει πρακτικά και οικονομικά (με φετινή επιχορήγηση ύψους 12 εκατ. ευρώ) και το έργο της Λυρικής και τη μετάβασή της στο Φαληρικό Δέλτα και τη μεταφορά των εργαστηρίων, της αποθήκης, των σκηνικών και του βεστιαρίου της σε περιοχή του Ελαιώνα που διαμορφώνεται ειδικά γι' αυτόν το σκοπό μετά από σχετική τροπολογία που ψηφίστηκε με τη βοήθεια του υπουργού Πολιτισμού και του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Ο πρώτος, άλλωστε, παρ' ότι μάλλον ακριβοθώρητος γενικώς, δεν έκρυψε προχθές ότι ποντάρει στην παρουσία της Λυρικής ως απόδειξη ότι η Ελλάδα είναι μια ζωντανή παραγωγική πολιτιστική δύναμη.
Τι θα γίνει, αφού με το καλό (στις αρχές του 2017;) μεταφερθεί η ΕΛΣ στο Κέντρο Πολιτισμού; Το ποσόν που απαιτείται ετησίως για τη συντήρησή της ανέρχεται στα 14,5 εκατ. ευρώ (συμπεριλαμβανομένου και του λειτουργικού κόστους του Κέντρου Πολιτισμού). Πόσο θα διαρκέσει αυτή η πολιτική και δημοσιογραφική ευφορία για το νέο στολίδι της Αθήνας; Ειλικρινά, ελπίζω περισσότερο από 25 χρόνια. Διότι η ευφορία τόσο διήρκεσε στην περίπτωση του Μεγάρου, που παραμένει ένας από τους καλύτερους χώρους υποδοχής συμφωνικών συναυλιών στον κόσμο, φθίνοντας όμως, χωρίς καθόλου «χάδια» από το ΥΠ.ΠΟ., γυαλίζοντας ωστόσο καθημερινά τα μάρμαρά του, σε υπενθύμιση του (πολιτικού, δημοσιογραφικού και κάπως... διαπλεκόμενου) κλέους μιας άλλης εποχής.