Ήταν πάντα ένα πολύ αδύνατο κορίτσι, Νευρική μαθήτρια, με σπιρτόζικο βλέμμα και χιούμορ, ειδικά όταν διηγούνταν τις γκάφες των ξαδελφιών της . Ήταν ασχημούλα και η μητέρα της, της το τόνιζε, όλο ασχημόπαπο την φώναζε, θα έλεγε κανείς χαϊδευτικά, όμως εκεί κρύβονταν μια απαίτηση. Για να μπορέσει να γίνει κάποια, έπρεπε να διακριθεί. Ήταν πάντα από το δημοτικό καλή μαθήτρια, όχι πολύ κοινωνική, γιατί ήταν πολύ μελετηρή και δεν είχε χρόνο για κοινωνικότητες. Άσε που γύρευε τις πρωτιές και στο βάθρο του πρώτου δεν υπάρχει θέση παρά μόνο για έναν.
Δεν πήγαινε στα πάρτι, ούτε ασχολούνταν με τους παιδικούς έρωτες. Ήταν παιδί, αλλά όχι και ανέμελο παιδί! Να παίξει με τα χώματα, να την βρει το βράδυ στην πλατεία να παίζει με τα άλλα παιδιά και να τη φωνάζει η μάνα της. Αδιανόητο!
Στην εφηβεία απέκτησε αυτό το βλογιοκομμένο από την ακμή πρόσωπο και σιγά σιγά και προοδευτικά άρχισε να γίνεται όλο και πιο ανταγωνιστική με τους βαθμούς και τις δικές της επιδόσεις, σε σχέση με τους άλλους συμμαθητές της. Αυτό την έκανε πιο απωθητική ή και κατά περίπτωση μισητή. Ήθελε να είναι η πρώτη και κονταροχτυπιόταν με το συμμαθητή της, το Λάζαρο, για την πρωτιά, τον έπαινο και τη σημαία. Δεν είχε πραγματικές φίλες. Στο Λύκειο πια μόνη ενασχόληση μετά τα μαθήματα, έτσι για να αισθανθεί και κάπως κορίτσι, η έντονη τριχοφυΐα στα χέρια της, στα πόδια, και το πρόσωπο. Ξεκίνησαν όμως και οι φανταστικοί έρωτες, είτε με ανύπαρκτους φανταστικούς ανθρώπους, είτε με συμμαθητές , που υποτίθεται την είχαν ερωτευτεί.
Διάβαζε ατελείωτα και σε κανένα διάλειμμα διηγούνταν τους έρωτές της στις συμμαθήτριες, οι οποίες πια είχαν αντιληφθεί ότι τις δούλευε και με τη σειρά τους την κορόιδευαν και εκείνες, ζητώντας δήθεν πληροφορίες για να εξάψουν τα ψέματα της και να δουν μέχρι που μπορούσε να το τραβήξει. Της έγινε πια συνήθεια, σχεδόν ηδονιστική, να ακούει τον εαυτό της να μιλά για αγόρια που την φίλησαν στο πάρκο, για τον άλλον που παραλίγο να την αποπλανήσει στην παραλία το καλοκαίρι ή για εκείνον τον γείτονα φοιτητή που της άφησε σημείωμα να συναντηθούν στο πάρκο και μετά της πρότεινε να πάνε σπίτι του.
Έδωσε εξετάσεις και πέρασε δέκατη πέμπτη στους Πολιτικούς Μηχανικούς. Μεγάλη ευτυχία στο σπίτι. Η Πόπη, η μητέρα της το έβλεπε βατήρα για κοινωνική ανέλιξη. Το παιδί δύο επαρχιωτών βιοπαλαιστών, υπαλλήλων, στο Πολυτεχνείο;
Και τώρα θα άρχισαν τα πραγματικά φλερτ. Όμως κανείς δεν της έδινε σημασία. Ήταν πάντα πολύ προσεγμένη, αλλά αντιπαθής. Σταθερά φανατικά ανταγωνιστική ακόμα και με τους συμφοιτητές της.
Κατόπιν οδηγιών και ευλογιών της μητέρας έπρεπε να προσεγγίσει συμφοιτητές, των οποίων οι γονείς διατηρούσαν τεχνικό γραφείο για να κάνει γνωριμίες. Η μητέρα, μια συνηθισμένη γυναίκα, απλή υπάλληλος σε μια μικρή εταιρεία , αλλά καπάτσα και με μεγάλα όνειρα για την κόρη της, την οποία είχε πάντα υπό στενή παρακολούθηση. Μην γίνει κάποιο λάθος! Πραγματικός ινστρούχτορας και δυνάστης.
Μια φορά, άρχισε να βγαίνει με έναν ταξιτζή. Αντάλλαξαν τηλέφωνα σε μια κούρσα που την είχε πάρει. Η μητέρα της τρελάθηκε. Παρακολουθούσε τα τηλέφωνα, ατελείωτοι καυγάδες στο σπίτι «Δεν μπορεί μια πολιτικός μηχανικός να έχει σχέση με ένα σοφέρ!». Δεν τολμούσε ούτε και εκείνη να το δει σοβαρά. Δεν το επέτρεπε στον εαυτό της. Ήταν όμως για την Αλέκα μια αρχή, γιατί όλοι μόλις καταλάβαιναν ότι σε αυτή την ηλικία, είναι άβγαλτη, αποσύρονταν και την κορόιδευαν κιόλας. Ο ταξιτζής, την είδε περιποιημένη και ενθουσιάστηκε που ήταν του Πανεπιστημίου. Δεν άντεχε ωστόσο τη νευρικότητά της, που οφειλόταν βέβαια στην καθημερινή ένταση, που ζούσε μέσα στο σπίτι. Καυγάδες επί καυγάδων. Γινόντουσαν επήκοοι της γειτονιάς. Η σχέση της με τον ταξιτζή κράτησε μετά βασάνων ενάμιση χρόνο. «Δεν ήξερες να βρεις έναν συμφοιτητή σου! Βρήκες τον οδηγό ! Τον τσοπάνη, τον μεροκαματιάρη ! Τον φτωχό ! Ποιος παίρνει ταξί πια! Θα πεινάσεις! Ο κόσμος δεν έχει λεφτά! Και τι θα λες ; Από εδώ ο άνδρας μου ο ταξιτζής;» Φωνές! « Άσε με πια μου έχεις ρημάξει τη ζωή ! Μπήκα στο Πολυτεχνείο, που ήθελες και τώρα κάνεις κουμάντο και στη ζωή μου! Τα ξέρεις όλα εσύ! Δεν λες που βρέθηκε ένας να με κοιτάξει έτσι που με έχεις κάνει!» Δεν τόλμησε να ζήσει εφηβικούς έρωτες, ούτε τώρα στην ενήλικη ζωή μπορούσε να είναι ελεύθερη.
Υπήρχε και ένας πατέρας σε σμίκρυνση. Τον είχε ευνουχίσει ο Ιαβέρης- μάνα. Τον είχε για δουλειές και αν το πιστέψει κανείς για μαγειρέματα, γιατί η κουζίνα ήταν μισητή συνήθεια για την Πόπη, η οποία όμως αντιθέτως ήταν μανιακή με την καθαριότητα. Ήταν λοιπόν εκείνος ένας ανθρωπάκος, δημόσιος υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών, συνταξιούχος πια, που τράβαγε σιωπηλά τα βάσανα και τις βρισιές και με ιώβεια υπομονή τις βοηθούσε σε ό,τι ζητούσαν. Με το που πήρε τη σύνταξη έγινε υποστατικός. Δεν τον είδε ποτέ σαν σύντροφο, ήταν ο υπηρέτης τους. Και πριν που δούλευε και μετά, ήταν για να τους κάνει τις εξυπηρετήσεις, βλέπεις ο Ιαβέρης δεν οδηγούσε. Ψώνια στο σούπερ μάρκετ, Λαϊκή τα Σάββατα, στην αρχή την Αλέκα στα φροντιστήριά της, αργότερα να τις τρέξει στη αισθητικό για αποτρίχωση στο Κολωνάκι και να περιμένει υπομονετικά από κάτω, ή κάνοντας κύκλους, γιατί δεν εύρισκε να παρκάρει και τα μέτραγε για το παρκινγκ. Η καθημερινότητά τους, πρόβα θανάτου.
Τον αγαπούσε τον πατέρα της και κάθε φορά που τον υποτιμούσε έτσι, κάτι γκρεμίζονταν μέσα της. Δεν αντιδρούσε πια, εδώ και καιρό. Οι καυγάδες, που ακολουθούσαν την αντίδρασή της, τους είχαν κάνει ρεζίλι σε όλη τη γειτονιά. Πολλές φορές οι γείτονες είχαν καλέσει την αστυνομία, για να κάθονται οι αστυνομικοί να κάνουν τους διαιτητές σε καυγάδες με ξυλοδαρμό και μώλωπες.
Πέρασε ο καιρός έφυγε και ο ταξιτζής για τις δικές του κούρσες και η Αλέκα έμεινε όπως πάντα επικεντρωμένη στις σπουδές της. Την ενδιέφερε ο βαθμός του πτυχίου όποτε, όταν συνέβαινε σε κάποιο μάθημα να μην έχει πάει και τόσο καλά, ζήταγε επανεξέταση, για να το βελτιώσει.
Εννοείται ότι με το που πέρασε στη Πολυτεχνείο, γράφτηκε στη φοιτητική Νεολαία, που είχε τη μεγαλύτερη δύναμη στη Σχολή, γιατί έτσι εύρισκε σημειώσεις και θέματα. Άσε που θα είχε και πλάτες, αν οτιδήποτε συνέβαινε με κάποιον καθηγητή. Άρχισε να κατεβαίνει και στις πορείες. Αν είναι δυνατόν; Βαμμένη, περιποιημένη με ακριβό ρολόι σαν να πήγαινε επίσκεψη. Όλα μια διεκπεραίωση. Πρώτα για ψώνια, έπειτα επίσκεψη και μετά διαδήλωση.
Την έβλεπε η γειτόνισσα και όταν μάθαινε ότι τρέχει σε τέτοιες συναθροίσεις, έπιασε την μάνα της. « Καλά βρε παιδί μου, αυτή μέχρι προ ολίγου δεν ήξερε από πού βγαίνει ο ήλιος και τώρα κατεβαίνει σε διαδήλωση ; Και εσύ δεν ανησυχείς; Για όλα έχεις γνώμη ακόμα και για το βρακί της, γι' αυτά, δεν μιλάς ;» Η απάντηση την αποσβόλωσε. « Μην σε μέλει! Η Αλέκα ξέρει να φυλάγεται. Δεν μπαίνει πρώτη γραμμή. Πρέπει δήθεν να ενταχθεί, εκεί! Θα κάνει γνωριμίες και με τα χρόνια θα εξελιχθεί σε πρώτης τάξεως καπιταλίστρια και δεξιά!»
Έτσι βέβαια και έγινε ! Τελείωσε με άριστα έπιασε και κάποιους φίλους από τη νεολαία, οι οποίοι μόλις αντιλαμβάνονταν πόσο παρεμβατική είναι η μάνα στη ζωή της, εξαφανίζονταν με ή και χωρίς πρόφαση. Ένας δε, ο Νώντας, αφού βγήκαν κάποιες φορές, της είπε ότι θα ήθελε να μείνουν για πάντα μαζί και ότι θα ερχόταν να τη ζητήσει από τους δικούς της. Προετοίμασε το σκηνικό η Αλέκα, έπιασε πρώτα τον πατέρα της και ζέστανε τη μάνα ότι είναι καλό παιδί, με προοπτικές, από καλή οικογένεια. Η Πόπη δεν ήταν και πολύ ικανοποιημένη, αλλά τελικά επιβεβαιώθηκε και ικανοποιήθηκε όταν ο Νώντας δεν εμφανίστηκε ποτέ. « Είδες που στα έλεγα! Να είναι μεγαλύτερός σου και φτασμένος ο άντρας σου! Να τον θαυμάζεις! Ακούς κανέναν; Ίδια ο πατέρα σου, άχρηστη θα γίνεις αν δεν είμαι εγώ δίπλα σου!»
Αριστούχα ωστόσο, αλλά μαγκούφα, χωρίς πραγματικούς φίλους, χωρίς σύντροφο αποφασίζει μεταπτυχιακό και διδακτορικό στην Αμερική με υποτροφία.
Περήφανη η μάνα για να διατρανώνει στη γειτονιά τις επιτυχίες της κόρης της, κρεμάστηκε σε ένα Skype και κάθε μέρα τα λέγανε. Το ασχημόπαπο ήρθε και βελτιώθηκε στη ξενιτιά, αλλά ο λύκος δεν αλλάζει τη γούνα του. Μπορεί να είχε απαλλαγεί από την παρουσία της μάνας της, την παρακολούθηση των τηλεφώνων της, όμως είχε πια μπολιαστεί με την ανάγκη να στηρίζεται στο δεκανίκι μάνα, η οποία με την ευρύτερη έννοια έπαιζε και τον ρόλο του προαγωγού. «Αυτή είναι η καλή περίπτωση! Κάνε τον παρέα!». « Βρε μαμά, είναι παντρεμένος !» και εκείνη να επιμένει « θα έχει φίλους ανόητη! Τι δεν καταλαβαίνεις ; Τι θέλεις να βρεις κανέναν υπαλληλάκο σαν τον πατέρα σου;»
Έτσι χαρτί και καλαμάρι όλα στη μητέρα. Τα των σπουδών, τα προσωπικά, ακόμα και τα ψώνια. Όλα , όλα , όλα ! Από τη μια να τη βρίζει και από την άλλη να είναι εξαρτημένη. Καταδίκη!
Ήθελε πια ο καιρός να επιστρέψει και βέβαια με το βιογραφικό αυτό ήταν περιζήτητη, αλλά δεν ήταν και η μόνη. Πολλοί ήταν αυτοί με τα φορτωμένα βιογραφικά. Δεν φτάνει αυτό σε μια κοινωνία, που τα κριτήρια δεν αφορούν μόνο την επάρκεια γνώσεων. Οι γνωριμίες παίζουν τον ρόλο τους. Η μάνα ντυνόταν πλουμιστά, με έντονα χρώματα και τράβαγε για τα υπουργεία ΥΠΕ.ΧΩ.ΔΕ, Πολιτισμού, Αγροτικής Ανάπτυξης. Κάποια στιγμή απέδωσε η ζητιανιά και όπως έλεγε βροντερά και η ίδια « Άνοιξαν οι ουρανοί!» και βρέθηκε η Αλέκα σε καλό πόστο στο ΥΠΕ.ΧΩ ΔΕ. Τα σκηνικό επαναλαμβανόταν. Χαρτί και καλαμάρι όλα στη μάνα της! Μάθαινε τα πάντα για τους συναδέλφους της κόρης της, ποιος είναι ο καλός, ποιος ο όμορφος, τα οικογενειακά των γυναικών και των ανδρών. Ποιοι έχουν σχέσεις; Νόμιμες ή παράνομες. Πλήρης αναφορά.
Ο πατέρας στο μεταξύ απαλλάχθηκε από τη μουρμούρα και την απαξίωση. Άγιασε !
Χρόνια μετά την κηδεία, η Αλέκα σταθερά γεροντοκόρη, πάντα περιποιημένη σαν την μάνα της.Τα ρούχα της ήταν ταιριαστά, αλλά ιδιαιτέρως συντηρητικά, όπως ακριβώς και εκείνη. Έγιναν όλα όπως τα είχε προβλέψει η μάνα της. Έζησε μια εφηβεία δήθεν επανάσταση, πορείες και τα λοιπά και τώρα εγκατεστημένη στη θέση της, διεύθυνε και χανόταν σε μια πικρή μοναξιά, που σταδιακά την έκανε κακιά, στριμμένη, να χαίρεται με τη δυστυχία των άλλων, όπως και η μητέρα της, που την είχε εκπαιδεύσει να καταντήσει έτσι.
Η Πόπη στο μεταξύ, με εύθραυστο νευρικό σύστημα, χάθηκε στις ιστορίες, και τα κουτσομπολιά, που είχε ακούσει, τα μπέρδεψε όλα μέσα στο μυαλό της και τώρα πια σε μια κλινική δέχεται επισκέψεις από ανθρώπους, που μπερδεύει ή δεν αναγνωρίζει καθόλου και περιμένει την απαλλαγή της από τη σκληρή της μοίρα.
Η Αλέκα έχασε την καλύτερη και μόνη της φίλη. Φίλη και τύραννο. Την εξομολόγο της. Γι'αυτήν η αγάπη είχε συσχετιστεί με βασανισμό. Στη δουλειά ερωτεύεται, πότε τον έναν και πότε τον άλλο συνάδελφο, χωρίς να της έχει δώσει κάποιος αφορμή. Πλάθει ιστορίες με το μυαλό της. Ονειροφαντασίες. Έγινε δε προσχηματικά αντικείμενο εμπαιγμού από τους συναδέλφους της. Κάνει πρόταση πότε στον έναν, πότε στον άλλο να βγουν, ελπίζοντας ότι κάτι θα προκύψει. Όμως είναι τόσο ρημαγμένη η ψυχή της και τόσο ψεύτικη η συμπεριφορά της! Ψεύτικα ευγενική , χωρίς αισθήματα, μόνο ο εαυτούλης της και όσα μπορεί να αποσπάσει από τους άλλους. Όλοι την απέφευγαν. Κανείς δε θυσιάζεται δίπλα σε έναν τέτοιο άνθρωπο και ας είναι και Διευθυντής με διδακτορικό.
Μια μέρα λαμβάνει μια επιστολή στο σπίτι από έναν παλιό έρωτα! Υποτίθεται ότι την είχε ζητήσει από τους γονείς της πριν είκοσι χρόνια.
« Δεν το πιστεύω! Που με θυμήθηκε;» Την έπιασε πανικός. Δεν έχει και την μάνα της να της το πει. Μπορεί να είναι πενήντα οκτώ ετών, δεν έχει όμως ούτε μία φίλη! Άφησε υπαινιγμούς στη δουλειά, ότι μπορεί να παντρευτεί. Ήθελε κάπου να μιλήσει, να το μοιραστεί, να το φωνάξει! Δεν είναι το τέρας ,που φαίνεται ! Κάποιος την αγάπησε και εκείνη.
Του τηλεφώνησε στο νούμερο της επιστολής και έκλεισαν ραντεβού, όπου αυτός φανερά συγκινημένος της ζητούσε συγγνώμη, που εξαφανίστηκε μετά την πρότασή του, αλλά αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας, που ντρεπόταν να τα μοιραστεί μαζί της.
Η αλήθεια ήταν ότι με το που είδε την μάνα της και τον καημένο τον πατέρα της, την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια, όπως θα έκανε ο καθένας. Εκείνη αυστηρή μαζί του, ενώ η καρδιά της αναθάρρησε ότι θα έχει μια συντροφική ζωή, του είπε ότι οι άνθρωποι κρίνονται από τις πράξεις τους και θα φανεί αν αξίζει την εμπιστοσύνη της. Ήπιαν και ένα μπουκάλι κρασί, ζαλίστηκε και η Αλέκα και χαλάρωσε. Είχε δε τόσο ανάγκη να δοθεί κάπου, ήταν και η μάνα μακριά, απελευθερώθηκε λίγο. Αυτός, βαλτός από τους συναδέλφους. Που τον ξετρύπωσε μια παλιά συμφοιτήτρια, και τέως συνάδελφός της, που έχοντας χάσει τη δουλειά της εξαιτίας της και έχοντας χρόνο να σκεφτεί, θυμήθηκε το παλιό εκείνο περιστατικό; Και έψαξε και τον βρήκε. Κάποιοι με τις κακές της αξιολογήσεις, που είχαν χάσει τη δουλειά τους και κάποιοι που είχαν μπει σε δυσμένεια είχαν μαζέψει πολύ καπνό εναντίον της. Και από την άλλη, αυτός, ο Νώντας ένιωθε τόσο αδικημένος από τη δική του τη ζωή και σκέφτηκε να παίξει λίγο μαζί της. Χρειαζόταν και εκείνος ένα αποκούμπι έστω και φευγαλέο να ξεγελάσει την αποτυχία του γάμου του και τα προβλήματα του παιδιού του. Κέρδισε τον έρωτά της, που ήταν έτοιμη να τον δωρίσει στον καθένα μέσα στην απελπισία της. Η Αλέκα του παραδόθηκε σαν αγνή παρθένα, ήθελε τόσο να πιστέψει ότι κάποιος την αγαπά, αλλά ήταν αργά γιατί εκείνη δεν μπορούσε να αγαπήσει ποτέ, να δοθεί πραγματικά και όποιος το έβλεπε αυτό έφευγε μακριά της. Άσε που με την Αλέκα ήταν λες και βρισκόσουν και με τη μάνα μαζί. Κανονικό Ψυχώ!
Ο Νώντας εξαφανίστηκε αφού άφησε μια επιστολή λέγοντάς της ότι το παρελθόν δεν ξαναγίνεται παρόν και τα απωθημένα καλό είναι να σβήνουν, γιατί αλλιώς γίνονται παθολογίες. Τώρα κάθε βράδυ μόνη της, πληγωμένη, μάταια να τηλεφωνεί στο τηλέφωνο της επιστολής για να ακούει πάντα την ίδια φωνή να της υποδεικνύει να ελέγξει τον αριθμό κλίσης, γιατί ο αριθμός αυτός δεν υπάρχει. Και τι υπάρχει δηλαδή; Η καλή θέση στο Υπουργείο, ο καλός μισθός, η μισητή Διευθύντρια, η ευνουχισμένη, θύμα μητρικού εγωισμού και παθογένειας, εγκλωβισμένης σε ένα μοναχικό σπίτι χωρίς φωνές, παρέα με τα αντικαταθλιπτικά της, να περιμένει το τέλος αυτού του φιάσκου, που ποτέ δεν αντιλήφθηκε, δεν αξιολόγησε, ούτε μπόρεσε να ελέγξει; Συνθηκολόγηση άνευ όρων.
Τώρα μεσήλικας, σχεδόν τρελή, προκαλεί το γέλιο, όταν δεν προκαλεί τον εκνευρισμό ή ακόμα και το μένος του άλλου. Με τη συμπεριφορά της στο δρόμο, προκαλεί ατυχήματα, από δική της απροσεξία και να διώκει μετά τον άλλο οδηγό, για να έχει να ασχολείται με κάτι, να λέει ότι έχει δικαστήριο. Κατεστραμμένες οι σχέσεις της με τους γείτονές της, μόνο παρατηρήσεις και κακεντρέχειες, όλο καυγάδες, ό,τι υπέστη και εκείνη στην οικογένειά της από την «Αγία Μητέρα της».
Στο χώρο της εργασίας πια είχε μια απαράδεκτη στάση, με φωνές, με δυσφημήσεις σε αυτούς που νόμιζε ότι τους άρεσε και δεν ευδοκίμησε, με λοξοκοιτάγματα και παραξενιές κάθε τύπου. Όσοι την γνώριζαν από παλιά ή την λυπόνταν ή τους εκνεύριζε. Καυγάδες ξεσπούσαν κάθε τόσο στο γραφείο, γεγονός, που έδινε τροφή στη ζωή της για να πλέκει ιστορίες και να επιβεβαιώνεται μέσα από τις προστριβές και τις φωνές.
Μια μέρα μετά από έναν τρικούβερτο καυγά με εκείνη τη νεαρή και όμορφη συμβασιούχο, που απείλησε ότι θα την πετάξει έξω από το Υπουργείο, τρομερά ταραγμένη έπιασε τον εαυτό της να κοιτά επίμονα από το παράθυρο ένα ζευγάρι που φιλιόταν στον κήπο του κτιρίου. Ήταν η νεαρή εκείνη με το φίλο της. Μέσα της ο δαίμονας της ζήλειας ξύπνησε για όλα αυτά, που δεν πρόλαβε και δεν αξίωσε να ζήσει. Το βλέμμα έμεινε καρφωμένο στο παράθυρο και για ώρα μετά την αποχώρηση του ζευγαριού και εκείνη τραγούδαγε με εμμονή και επαναληπτικά εκείνο το τραγούδι του Χατζηνάσιου
Πως περάσανε τα χρόνια
τόσα άδεια καλοκαίρια πως;
πως περίμενα να τρέξεις
να μου σφίξεις τα δυο χέρια πως;
πως περάσανε τα χρόνια
άνοιξη ήτανε θυμάμαι πως;
πόσες αγκαλιές λουλούδια
έστρωνες για να κοιμάμαι πως;
Και σ' αγαπούσα ναι σ' αγαπούσα
στη μοναξιά μου σε καρτερούσα
και σ' αγαπούσα ναι σ' αγαπούσα
ζούσα μακριά σου πως το μπορούσα;
Πως περάσανε τα χρόνια
ήσουν της ζωής μου φάρος πως;
πως τη σκέψη σου να σβήσω
που να το βρω τόσο θάρρος πως;
πως περάσανε τα χρόνια
κάποιες λέξεις που θυμάμαι πως;
πως τραβήξαμε άλλο δρόμο
σφάλμα ήτανε λυπάμαι πως;
Και σ' αγαπούσα ναι σ' αγαπούσα
στη μοναξιά μου σε καρτερούσα
και σ' αγαπούσα ναι σ' αγαπούσα
ζούσα μακριά σου πως το μπορούσα;
Έλεγε και ξαναέλεγε το τραγούδι και κοίταζε το παράθυρο. Η αρρώστια, που χρόνια καλλιεργούσε και που της έγινε πια τρόπος ζωής, σε λίγα λεπτά και με μικρή αφορμή επιδεινώθηκε και όλες οι πληγές της άρχισαν να πυορροούν. Μπήκαν στο γραφείο συνάδελφοι την είδαν έτσι και κάλεσαν βοήθεια. Στο νοσοκομείο κάρφωνε κάπου το βλέμμα της, αν υπήρχε παράθυρο, στο παράθυρο, αν όχι στο ταβάνι και δε δεχόταν να την αγγίζουν. Μετά την ηρεμιστική ένεση κλείστηκε στη νευρολογική κλινική, περιμένοντας τη ζωή που δεν ήρθε ποτέ. Μάταια την καλεί με την επίμονη βραχνή πια φωνή της. Έφυγε...
Και σ' αγαπούσα ναι σ' αγαπούσα
στη μοναξιά μου σε καρτερούσα
και σ' αγαπούσα ναι σ' αγαπούσα
ζούσα μακριά σου πως το μπορούσα;
σχόλια