«- Ναι, καλημέρα σας και καλό μήνα. Λέγομαι Έτσι και θα ήθελα να μιλήσω με τον κ. Τάδε».
«- ...»
«- Ναι;»
«- Δεν είναι εδώ»
«- Θα μπορούσα να αφήσω ένα μήν...»
«- ...(κλικ)...».
Είναι η αμήχανη στιγμή της εβδομάδας. Εκεί που αισθάνεσαι λίγο βλάκας, λίγο εξωγήινος, κάτι σα να «δουλεύεις» με άλλο λογισμικό, λίγο παλιό.
Ξαναπαίρνω.
«- Τον κύριο Τάδε».
«- Δεν είναι εδώ».
«- Γνωρίζετε τι ώρα θα επιστρέψει;»
«- Ποιά είσαι;»
«- Γαλανοπούλου»
«- Περίμενε».
Μη συνεχίσω. Έκοψα τις ευγένειες, η δουλειά έγινε, ο κύριος Τάδε βρέθηκε, αλλά αυτό το αμήχανο τσακ, κάθε φορά που σκάει στα μούτρα η λαστιχιά του χοντροκομμένου, δεν συνηθίζεται.
Ναι, ναι, υπάρχουν κι οι ενοχλητικοί. Ναι, ναι, έχουμε ντράβαλα, προβλήματα, απλήρωτους λογαριασμούς, σκοτούρες, δεν είμαστε για ευγένειες και κορδελίτσες.
Ναι, ο πληθυντικός, κάποιους τους μπερδεύει, τους φέρνει ανακάτεμα στα στομάχια και, ναι, δεν υπάρχει μεγαλύτερο παραμύθι ότι με την ευγένεια και ένα χαμόγελο, κερδίζεις.
Τρίχες. Στις πολύ βάρβαρες περιπτώσεις (δημόσιες υπηρεσίες, γκισέ τραπεζών και εφορίας, νοσοκομεία, οπουδήποτε βασιλεύει χάρβαλο τελοσπάντων), κερδίζεις βλέμματα συμπάθειας, στην καλύτερη, περιφρονητικό άδειασμα στη μέτρια και ελαφρύ σατραπιλίκι στη χειρότερη.
Και ειλικρινά δεν είναι ο πληθυντικός το θέμα.
Ειδικά, αν δεν συνοδεύεται από χαμόγελο (που το ακούς και στο τηλέφωνο ή το ραδιόφωνο) ή από γελαστά μάτια στις «από-κοντά» συναλλαγές, βράστα. Η γλίτσα περιβάλλει τους εμπλεκόμενους και τα αποτελέσματα είναι για γέλια. Ή για σφαλιάρες.
Το θέμα είναι στο πόσο έτοιμοι, διατεθειμένοι, πρόθυμοι είμαστε να είμαστε θρασείς. Να πούμε (και να γράψουμε) μία χοντράδα, επειδή μπορούμε.
Το πόσο βολικό μας έρχεται να σούρνουμε την παντόφλα, την κακή μας διάθεση, το λυτό μας ζωνάρι, στο τηλέφωνο, στο εκδοτήριο εισιτηρίων (σχεδόν κανείς μας δεν λέει «καλημέρα» στον δόλιο υπάλληλο), στο ταξί, στη σύσκεψη.
Το πόσο ορεξάτα θα διακόψουμε τον άλλο για να πούμε (μια βλακεία, συνήθως), το πόσο χαϊλίδικα θα αποφασίσουμε ότι το τελευταίο μας όπλο για να μπούμε ή να βγούμε από κάπου είναι η σπρωξιά, το πόσο δεν θέλουμε να είμαστε ευχάριστοι, για να μην μας πουν φλώρους, να μη μας πάρουν τον αέρα, να μην μας πιάσουν τον κώλο (συγνώμη).
Το πόσο σίγουροι είμαστε ότι για να μας ακούσουν, πρέπει να γκαρίξουμε, να τραμπουκίσουμε, να «σκίσουμε τη γάτα» (το βλέπεις σε όλο το ζωντανό κοινωνικό δίκτυο: από τους security των νοσοκομείων, μέχρι τις συζητήσεις στα κανάλια).
Το πόσο μεγάλη ιδέα έχουμε για τον εαυτό μας. Το «ξέρεις ποιός είμαι εγώ, ρε;», μπορεί να μας εγκατέλειψε ως ατάκα – αξεσουάρ, αλλά έχει τόσο γράψει μέσα μας, που ξεχύνεται γαϊδουρινά, όταν τα πράγματα ζορίζουν σε μια ουρά, ας είναι και θερινού σινεμά.
Ας είναι και σ’ ένα γραφείο, όπου μεταξύ ίσων, πάντα θα πεταχτεί ο πιο ανεπαρκής για να πουλήσει μούρη. Πήζουμε από τέλειους και τέλειες, που δεν λένε «καλημέρα». Και που την ίδια στιγμή, έχει έρθει ο κόσμος τόσο κοντά τους – ας όψεται η ψευδαίσθηση που δημιουργούν τα social media – που θεωρούν ότι η «απόσταση» καταργήθηκε και μπορούν να πουν και να γράψουν τα πάντα, με την ίδια άνεση, αγνοώντας την «απόσταση» που υπάρχει για κάποιο λόγο.
Και το πόσο φανερό έχουμε πλέον το κεντρί μας. Δεν είμαστε μέλισσες να το χάσουμε, θα είναι πάντα εκεί να μας εξυπηρετεί, οπότε ας το χρησιμοποιήσουμε.
Θα απαντάμε με ειρωνεία, θα διακόπτουμε, θα τσιρίζουμε στο κινητό σε δημόσιους χώρους, δεν θα χτυπάμε ποτέ τις ρημάδες τις πόρτες πριν μπούμε κάπου, θα χαρακτηρίζουμε, απλώς, γιατί μπορούμε, γιατί βγαίνει πιο εύκολα, πιο αυθεντικά, χωρίς κόπο, τόσο κόπο, όσο χρειάζεται μια καλή κουβέντα και το να μην είσαι δυσάρεστος. Μεγαλειώδες.
Εξαιρέσεις; Ευτυχώς, είναι πολλές, υπάρχουν.
Αλλά, εκείνο το πράμα, που στο τέλος της ημέρας νιώθεις αδύναμος, χαζούλης, από άλλο πλανήτη στη χειρότερη περίπτωση, ή σαν τη Μιράντα Μυράτ στη «Βίλλα των Οργίων» (- «Μιλάτε μου στον πληθυντικό θα με υποχρεώσετε, είμαι κόρη ναυάρχου») στην καλύτερη, ειλικρινά; Δεν αντέχεται.
σχόλια