Έξι το απόγευμα και τα βήματα μου είναι βαριά μέχρι το τρένο. H κούραση βλέπεις, από τις 6 ξύπνια κατευθείαν στην σχολή. Διαλέξεις, ομιλίες, ασκήσεις, κώδικες, ζαλίστηκα. Στο σταθμό ο πίνακας λέει ότι σε ένα λεπτό το τρένο θα είναι εδώ. Σαν αυτόματο αρχίζω να μετράω αντίστροφα για την έλευση του. Από μέσα μου παρακαλάω να βρω μια θέση να κάτσω.
Μπαίνοντας μέσα βρίσκω θέση και κάθομαι, με μια ανακούφιση λες και δεν είχα ξανά κάτσει ποτέ μου. Σηκώνω το βλέμμα μου και βλέπω μια ηλικιωμένη κυρία που είναι όρθια κρατώντας στα χέρια δυο σακούλες γεμάτες με πράγματα. Όλοι την κοιτούν κανένας όμως δεν σηκώνεται να καθίσει εκείνη. Χωρίς δεύτερη σκέψη σηκώνομαι εγώ, την φωνάζω και της λέω να καθίσει στην θέση μου. Η γυναίκα γεμάτη ευγνωμοσύνη με ευχαρίστησε και έπειτα έκατσε.
Όρθια πλέον σε μια γωνία ενός κατάμεστου τρένου, άρχισα να παρατηρώ τους ανθρώπους. Άλλοι ακούν μουσική, άλλοι μιλάνε μεταξύ τους, άλλοι στο κινητό, άλλοι γελάνε. Κάπου μέσα στο πλήθος μια κοπέλα κλαίει. Την κοίταξα με απορία. Τι θα μπορούσε να έχει συμβεί; Κόσμος γύρω της και κανένας δεν ρωτάει αν είναι καλά. Κανείς δεν νοιάστηκε έστω να της δώσει ένα χαρτομάντιλο. Μια ευγενική κίνηση σε έναν συνάνθρωπο του, που προφανώς δεν είναι καλά. Δύο στάσεις πιο μετά η κοπέλα κατέβηκε, κάθισε σε μία καρέκλα και συνέχισε το βουβό της κλάμα.
Μια στάση αργότερα μπαίνει μέσα ένας κύριος. Ατημέλητος με σκισμένα ρούχα και βρώμικος, μάλλον τον είχε χτυπήσει και αυτόν η κρίση. Όταν μπήκε μέσα όλοι τους, ξινίζοντας τις μούρες τους, άρχισαν να κοιτάνε αλλού μουρμουρίζοντας. Ένας «ευγενικός» κύριος δίπλα μου με ρώτησε γιατί δεν ντρέπονται που κυκλοφορούν έτσι; Τον αγνόησα και συνέχισα να κοιτάζω προς τα εκεί. Ο άνθρωπος φανερά πεινασμένος δεν είχε βγάλει άχνα απλά στεκόταν με όση δύναμη του είχε απομείνει όρθιος μέσα στο τρένο. Ένας έφηβος δίπλα του έτρωγε με μανία ένα σάντουιτς που μάλλον μόλις είχε αγοράσει μπροστά στον πεινασμένο κύριο. Τον πλησίασα και του έδωσα δυο ευρώ, το ξέρω είναι λίγα αλλά τόσα είχα πάνω μου εκείνη την ώρα. Εκείνος δεν τα δέχτηκε και προσπάθησε να μου τα δώσει πίσω. Εγώ αρνιόμουν και στην στάση κατέβηκα. Κοιτάζοντας από έξω μέσα στο τρένο, τον είδα να μου κάνει χειρονομίες για να με ευχαριστήσει.
Στο δρόμο μέχρι το σπίτι σκεφτόμουν την διαδρομή μου και πόσες άλλες αντίστοιχες έχουν γίνει. Ένα μεγάλο γιατί μου ζάλιζε το κεφάλι. Γιατί ο κόσμος σταμάτησε να νοιάζεται; Γιατί όλοι έγιναν τόσο αδιαφορεί; Γιατί πλέον κανένας τους δεν είναι συνάνθρωπος; Όσο και αν προσπάθησα δεν πήρα μια απάντηση που να με καλύπτει.
Αφιερωμένο στους ανθρώπους που συνεχίζουν να έχουν λίγη ανθρωπιά μέσα του σε μια κοινωνία απάνθρωπη.
σχόλια