Σίγουρα όλοι μας έχουμε βρεθεί σε μια κατάσταση μαυρίλας. Να αισθάνεσαι μόνος, κενός, άχρηστος, άεργος. Κοιμάσαι για να ξυπνήσεις και να κάνεις τα ίδια πράγματα κάθε ίδια γαμημένη μέρα. Φτάνεις σε σημείο να μην καταλαβαίνεις διαφορά σε Σάββατο και Δευτέρα, σε χειμώνα και καλοκαίρι. Δεν σας έχει συμβεί; Πάμε μια βόλτα χωρίς φώτα σε ένα κρύο υπόγειο.
Οι ειδικοί το λένε κατάθλιψη. Δεν ξέρω αν είχα φτάσει ποτέ μου εκεί, αλλά ένιωθα σαν σταγόνα σε έναν απέραντο ωκεανό. Δεν ήμουν καθημερινά έτσι και εννοείται ότι δεν ήμουν έτσι μπροστά σε γνωστούς ανθρώπους. Ήμουν χαρούμενος μπροστά τους, ευχάριστος και αστείος. Δεν είχα παράπονο από κανένα φίλο μου, αν και δεν τους είχα μιλήσει ποτέ για το τι μου συμβαίνει. Προφανώς και τους έφτανε που ήμουν κοντά τους συχνά και γελούσα. Όταν όμως γύριζα σπίτι μεθυσμένος ήθελα να κοιμηθώ και να μην ξυπνήσω. Το πρωί δικαιολογούσα τον μεθυσμένο εαυτό μου, έπειτα από λίγη ώρα όμως μπροστά σε μια οθόνη, οι ίδιες σκέψεις γύριζαν στο κεφάλι μου. Ήθελα απλά να βγω και να πιω, να ξεχάσω, να έχω ένα κενό μέσα στο κεφάλι μου από το πολύ ποτό.
Κοίταζα το μπετό στο πάρκινγκ από κάτω και ήθελα να γίνω ένα με αυτό. Επιστρέφουμε στο χώμα δεν λένε; Άρχισα να σκέφτομαι τι θα συνέβαινε μετά από αυτή την ανώμαλη προσγείωση μου. Άκουγα κραυγές μέσα στο κεφάλι μου, ανατρίχιασα.
Περνούσα καλά ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Φλέρταρα ακόμα και με κοπέλες. Αλλά μέχρι εκεί. Δεν είχα καμία όρεξη για τίποτα παραπάνω, απλά να νιώσω καλά για μια στιγμή. Όταν έσπαγε το «γλέντι», μόνη μου παρέα συνήθως ήταν η μουσική. Μια μουσική γεμάτη βία και θόρυβο. Κάτι που ήξερα ότι θα με έριχνε και άλλο. Δεν με ενδιέφερε, κοίταζα τις ράγες στους σταθμούς και μου έκλειναν το μάτι μισό δεύτερο πριν περάσει ο συρμός. Με τρόμαζε ο εαυτός μου και άρχισα να βγάζω την κακία μου μέσα από κάτι άρθρα που έγραφα τότε. Με ικανοποιούσε. Τάιζα το κτήνος μέσα μου. Κορόιδευα τους γύρω μου ανθρώπους, τους έκρινα χωρίς να ξέρω τίποτα για αυτούς. Μια ατελείωτη ροή μίσους με μια δόση χιούμορ για να πουλήσει. Απαίσιος.
Και ήρθε ένα καλοκαίρι που ένιωθα βασιλιάς. Αυτό βέβαια επειδή δούλευα όλη μέρα και παράλληλα έπινα. Μέχρι που ήρθε το φθινόπωρο. Αυτό που με ταρακούνησε ήταν ένα βράδυ στο σπίτι ενός φίλου, ήμουν φρεσκοχωρισμένος από την καλοκαιρινή «σχέση». Ήμουν στο μπαλκόνι του και κάπνιζα. Κοίταζα το μπετό στο πάρκινγκ από κάτω και ήθελα να γίνω ένα με αυτό. Επιστρέφουμε στο χώμα δεν λένε; Άρχισα να σκέφτομαι τι θα συνέβαινε μετά από αυτή την ανώμαλη προσγείωση μου. Άκουγα κραυγές μέσα στο κεφάλι μου, ανατρίχιασα. Έσβησα το τσιγάρο και ξάπλωσα στο κρεβάτι του φίλου μου ενώ αυτός έβλεπε τηλεόραση και έτρωγε. Εκεί είπα την φράση, που κανονικά πρέπει να μείνει στην ιστορία με την υπογραφή μου, «δεν πάνε να γαμηθούνε όλα». Άρχισα να βελτιώνω τον εαυτό μου από την επόμενη στιγμή.
Βρήκα δουλειά και μετά βρήκα και δεύτερη δουλειά. Μέχρι που έχω επισκεφτεί ένα φίλο και καθόμαστε και πίνουμε. Βάζει ένα τραγούδι λοιπόν να παίξει που την σκοτεινή περίοδο το άκουγα συνέχεια. Έχει λοιπόν ένα στίχο ο οποίος με ταράζει κάθε φορά που τον ακούω, όσο χαζό και αν ακούγεται. «Στο δάχτυλο η σκανδάλη, μην ρωτάς άμα θα το 'κανα». Και μπήκα στο τρυπάκι. Άφησα την μία δουλειά. Με είχε κουράσει η υποκρισία , έδινα κάθε μέρα μάχη με τον εαυτό μου. Άλλαξα την μουσική στο κινητό μου. Άκουγα ραδιόφωνο, για παρέα, ήμουν όμως θλιμμένος. Με ενοχλούσαν όλα.
Έφτασα βέβαια στο σήμερα, τις καθημερινές κάνω ότι ικανοποιεί την ψυχή μου χωρίς να ενοχλώ και αναγκάζομαι να καμουφλάρομαι για δυο μέρες την βδομάδα για να βγουν τα προς το ζην. Δεν με νοιάζει τίποτα. Έχω σταματήσει να παλεύω για την γαλήνη μου και την ευτυχία μου. Έρχονται μόνα τους αυτά τα πράγματα.
Υ.Γ. : Η ζωή είναι μεγάλη, μην την κάνεις καρναβάλι.
σχόλια