"..and anyway our beginnings never know our endings"
Nick Cave
Μια μέρα ο Σ. ξύπνησε. Ξύπνησε μόνος. Πιο μόνος απο ποτέ. Τι κρύο που είναι το πρωί χωρις αλλο σωμα να ζεσταινει το κρεββατι και την καρδια.. Σηκωθηκε, εφτιαξε καφε, το σκεφτηκε. Κρατησε αυτη την πρωινη σκεψη γι αναλυση. Αναψε τσιγαρο. Το ειχε κοψει εναν χρονο τωρα (ή μηπως ηταν δυο;) Αλλα τωρα ηταν σ αλλη χωρα, δεν μετρουσε. Σε αλλη ηπειρο. Και ο χρονος μετρουσε διαφορετικα σε αλλη ηπειρο. Και το φως ηταν πιο μουντο, και το κρυο ηταν πιο τσουχτερο. Κι εξω και μεσα του.
Αποτιμησε τη ζωη του στη διαρκεια αυτου του τσιγαρου. Ηταν πια 36, τον Νοεμβρη 37 κιολας. 16 Νοεμβριου και το ρολοι χτυπουσε αντιστροφα. Σχεδον ακουγε τους χτυπους μεσα στην αφορητη ησυχια του αδειου σπιτιου. Οι νορμες της κοινωνιας θα τον ηθελαν εν τω μεταξυ, μαλλον να εχει παντρευτει. Μια «καλη κοπέλα». «Καλο» συμφωνα με τις ατυπες κοινωνικες συμβασεις, τους αγραφους κανονες που θελουν τη γυναικα που "είναι για παντρειά" συγκεκριμενη: ησυχη, νοικοκυρα, αφοσιωμενη συζυγο και μητερα, χωρις δευτερες σκεψεις (καλυτερα δε να μην παρασκεφτεται) ευγενικη και προσχαρη, και με μια «καλη δουλεια» - να κι αλλο ενα κοινωνικο στερεοτυπο: "Καλη γυναικεια δουλεια" σημαινει να μην σκοτωνεται με εξαντλητικο ωραριο, να σχολαει νωρις για να εχει χρονο για τις αλλες υποχρεωσεις της, ωστοσο με καλες απολαβες για να ειναι σε θεση να συντηρει μια καλη καταναλωτική οικογενεια, οπως την ονειρευεται ο καπιταλισμος, να τον τρεφει, να τον στηριζει, να τον διαωνιζει.
Κι έτσι δεν συμβιβάστηκε. Όχι οτι δεν το σκέφτηκε. Μάλλον δεν έτυχε. Ίσως δεν το επιδίωξε. Ίσως δεν αγχώθηκε γι' αυτό. Ούτε κι ο ίδιος ξέρει καλά- καλά πως του τα 'φερε έτσι η Ζωή.
Στα 37 του μαλλον θα «επρεπε» και να ειχε κανει παιδια. Η μανα του αγανακτισμενη οτι δεν θα δει εγγονια ποτέ, oυτε απ αυτον, ουτε απ τον αδερφο του. Στριφογυρνουσε τις νυχτες στο κρεββατι της απ την αγωνια, δεν ησυχαζε. Προσευχοταν απο μεσα της να βρουν τ αγορια της τον «ισιο δρομο».
Και «καλη» δουλεια δεν ειχε, ωστε να ειναι ενα ικανοποιητικο πιονι της κεφαλαιοκρατιας. Ηθελε να ταξιδευει, να γνωριζει τοπους, να γνωριζει ανθρωπους. Ηθελε να νιωθει τον αερα της Ελευθεριας στο προσωπο του, αλλοτε να τον χαιδευει και να του ψιθυριζει αληθειες, αλλοτε να του μαστιγωνει ηδονικα τα μαγουλα.
Κι ετσι δεν συμβιβαστηκε. Οχι οτι δεν το σκεφτηκε. Μαλλον δεν ετυχε. Ισως δεν το επιδιωξε. Ισως δεν αγχωθηκε γι αυτο. Ουτε κι ο ιδιος ξερει καλα- καλα πως του τα φερε ετσι η Ζωη.
Αυτο ομως ειναι το τιμημα της Μοναξιάς. Σημαινει να ξυπνας σε κρυα σεντονια πολλα πρωινά, σημαινει να ξυπνας με τρομακτικά παγωμενες σκεψεις. Σημαινει να μαθεις να βασίζεσαι αποκλειστικά στα δυο σου ποδια και στο μυαλο σου για να επιβιωσεις.
Κι οταν αποκτησεις αυτη την Γνώση, οτι ολοι, ολοι ειμαστε τελικά απελπιστικά μονοι σ εναν τεραστιο πλανήτη, μονοι, ολομοναχοι,- οπως γεννιομαστε και πεθαίνουμε, ετσι και η ενδιαμεση διαδρομη: χωρις Σχεδιο, χωρις Θεό, να περιφερομαστε τυχαια στην πραγματικοτητα και στον Χρονο, σαν ξερά φυλλα στον ανεμο, σαν τους σπορους απ τα φυτά «κλεφτες» οταν τους φυσαει παιζοντας ενα μικρο παιδι, και τα σκορπιζει στο απειρο.
Οταν εμπεδωσεις αυτη τη την τρομακτική σκεψη, τοτε σου ανηκει ο Κοσμος. Τοτε η Ζωη ειναι πραγματικά δική σου, στα χερια σου, κι εχεις την αποκλειστική ευθυνη της. Καταλαβαινεις;
Αλλωστε η Μοναξια λεει, ετυμολογικά σημαινει «μοναδική αξια».
Του το ειπε μια πρωην του αυτο μια φορα. Ειχαν κανει τοσο πολυ Ερωτα που την αφηνε ν αγγιξει την ψυχη του και να δει τα σκοτεινα βάθη του και την ατερμονη αβυσσο του, οπως κοιταμε εναν καθρεφτη μεσα απο καθρεφτη σ ατελειωτα ειδωλα.
«Μοναδικη αξια» λοιπον. Αυτο μαλλον εξηγουσε πολλα. Μια αξια που απαξιωσαν οι 'Αλλοι, απομακρυνθηκαν σταδιακα γιατι δεν κατανόησαν, κι ετσι, κατοχος της μον- αξίας του, εμεινε τελικα μόνος, αλλα οχι μοναχικός.
Πάντα βρίσκεται μεταξυ ανθρωπων ο Σ. Α ναι, συναντιοταν με αλλους, φιλους, γνωστους, αγνωστους που γινοταν γνωστοι. Δεν ηταν αντικοινωνικος, ουτε αγενης, οχι, μ αυτες τις κοινωνικες νορμες ειχε συμβιβαστει, τις ειχε αποδεχτει : Μιλουσε, συνδιαλεγοταν, διασκεδαζε, εβγαινε, επινε, χορευε, μαστουρωνε, ξεχνιοταν, και γυρνουσε σπιτι, ή οχι, με παρέα ή μονος.
Αλλα παντα μονος βαθια μεσα του.
Το ιδιο μονος ομως, οπως και αυτη η πρωην του που λεγαμε.
Εκεινη, αντιθετα ειχε ενδωσει τελικά στις «πιεσεις» του χρονου, τις επιταγες του περιγυρου. Παντρευτηκε (απο ερωτα), εκανε παιδια (απο λαχταρα) εθαψε τα ονειρα της να γυρισει τον κοσμο μ ενα σακιδιο, να γευτει την περιπετεια της Ζωης ως το μεδουλι και βολευτηκε στον μικροκοσμο της παιζοντας επιτυχως τον ρολο της αφοσιωμενης συζυγου και μητερας¨ Θαβοντας σε καποιο σημειο- ακριβως που και πότε δεν θυμοταν - σταδιακα και τα υπολοιπα ονειρα και θελω της, αφου πια δεν ηταν η προτεραιοτητα του εαυτου της, στην ουρά στεκονταν αλλοι που προηγουνταν να φροντισει.
Η «καλη κοπελα» - το ιδανικο της κοινωνιας, που φοβισμενη απ την σκια της Μοναξιας διαλεξε τον δρομο που της υπαγορευσε το Κοινωνικο Συμβολαιο – την ειχε δει, την ειχε κοιταξει καταπροσωπο κάποτε και τρομαξε : ειχε η Μοναξιά την οψη της Μεδουσας: οποιος την εβλεπε πετρωνε απο φοβο.
Ετσι λεει μυθος, και στους μυθους κρυβονται πολλες αληθειες αν το καλοψαξεις.
Και η «καλη κοπελα» περιστοιχιζοταν απο κοσμο μονιμως: Συζυγος, παιδια, συγγενεις, κουμπαριές, οικογενειακοι φιλοι, συναδελφοι απ την «καλη δουλεια» της, πολλα ευγενικα (αλλα κούφια) λογια, «Καλημερα» «Καλησπερα» «Καλο βραδυ» κτλ σε επαναληψη, σ ενα δικο της προσωπικο Τρουμαν Σοου, χαμόγελα βιασμενα, φιλιά σταυρωτά, φιλιά πεταχτά στο στομα οταν παει ο αντρας βιαστικά στη δουλειά καθε πρωι (ρουτινα) αλλα κανένας, κανενας δεν ενδιαφεροταν να δει πραγματικα τι εχει στην ψυχη της. Τι θελει εκεινη. Κανεις δεν την ρωτησε τι εχει.
Κι ολο εμενε ανικανοποιητη. Κι ετρεφε μεσα της ενα Τερας που μεγαλωνε καθε μερα, καθε χρονο, καθως συσσωρευόταν πανω του οι μερες, σαν φυλλα απο ημερολογιο τοιχου, ο Χρονος και η Σκονη του.. το ακουγε να βρυχαται μερικες φορες, οταν του εδινε σημασια. Προσπαθουσε να το θαψει, να το κρυψει απ τον κοσμο (τι θα πει ο κοσμος) με εφοδιο το καλυτερο χαμογελο.
Τι περιεργο... Να εχει διαλεξει τον αντιθετο δρομο (απ οτι ο Σ. για παραδειγμα, και ο καθε Σ. τελικα) κι ομως να εχει καταληξει στον ιδιο προορισμο μ αυτον, αυτο το μονοπατι που εξ αρχης φοβοταν να αντιμετωπισει. Την Μοναξιά, τελικά. Την Μοναχικοτητα. Και ειναι πολυ πιο εκκωφαντική η σιωπη της οταν βρισκεσαι αναμεσα σε κοσμο. Και ειναι πολυ πιο τρομακτικο το παγωμενο αγγιγμα της οταν εχεις γυρω σου «ανθρωπους σου». Πιο αποκρουστική οταν την αποφευγεις παρα οταν την εχεις αγκαλιασει. Κι αποδεχτει. Τελικα, ναι.
σχόλια