Ξυπνούσε πρωί, πολύ πρωί.
Της άρεσε τον μήνα Αύγουστο να ξυπνά γύρω στις εξήμισυ.
Ήταν πραγματικά ένα φωτεινό παιδί.
Αναρωτιόταν γιατί η ζωή της να μην είναι πάντα έτσι...
Συνέχεια να'ναι καλοκαίρι, καθόλου σχολείο,παιχνίδι όλη την ημέρα με τις φίλες της και μπάνια, συνέχεια μπάνια στην θάλασσα.
Εκείνο το συγκεκριμένο πρωινό είχε κανονίσει με την παρέα της να μαζέψουν τα σύκα.
Μιά μεγάλη, σχεδόν γέρικη, συκιά δέσποζε στην μέση του κτήματος και έβγαζε αυτά τα απίστευτης γλυκύτητας και νοστιμιάς αμπελόσυκα, τα τσαπελόσυκα.
Αυτά που τρώγονται ολόκληρα μαζί με την φλούδα.
Αυτά που λιώνουνε στο στόμα.
Τα καταπίνεις χωρίς να χρειαστεί καν να τα δαγκώσεις.
Θα έτρωγαν όσα άντεχαν και τα υπόλοιπα θα κατέβαιναν στην χώρα, στο λιμάνι να τα πουλήσουν στους τουρίστες.
Κάτι πού έκαναν κάθε χρόνο.
Αυτή, ο αδελφός της και οι γονείς τους, τα τελευταία δέκα χρόνια έκαναν διακοπές στους Παξούς σε ένα όμορφο φωτεινό κτήμα στην παραθαλάσσια περιοχή του Καστελοκάμπου.
Ξυπνούσε αργά, πολύ αργά.
Του άρεσε τον μήνα Αύγουστο να ξυπνά μετά τις δώδεκα το πρωί.
Αναρωτιόταν γιατί η ζωή του να μην είναι μόνον έτσι.
Συνέχεια να'ναι καλοκαίρι,λίγο Πανεπιστήμιο, κάθε βράδυ μπαράκι και ποτά,και μπάνια στην θάλασσα με όμορφες υπάρξεις και παγωμένα καφεδάκια.
Το συγκεκριμένο πρωί γνώριζε ο Ντάνιελ, ότι η αδελφή του η Ζωή είχε κανονίσει με τις φίλες της να μαζέψουν τα σύκα.
Την είχε προειδοποιήσει να μην το κάνει και να τον ξυπνήσει.
Δεν τον άκουσε.
Τον κορόιδευε μάλιστα.
Αποφάσισε τότε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του.
Την προηγούμενη μέρα με τα φιλαράκια του ανέβηκαν στην γέρικη συκιά και αφού δοκίμασαν ένα-δύο, έκοψαν τα υπόλοιπα και τα πέταξαν στο χώμα, να γίνουν καλό λίπασμα γιά την επόμενη χρονιά.
Αυτός, η δεκάχρονη αδερφή του και οι γονείς τους, τα τελευταία δώδεκα χρόνια έκαναν διακοπές στους Παξούς σε ένα κτήμα μακριά από μπαράκια και όμορφες παραλίες, σε μιά ερημιά που την έλεγαν, νομίζω, Καστελόκαμπο.
Ξυπνούσε κανονικά.
Της άρεσε τον μήνα Αύγουστο να ξυπνά κατά τις οκτώ το πρωί.
Αναρωτιόταν γιατί η ζωή της έπρεπε να είναι μόνον έτσι.
Συνέχεια όταν ήταν καλοκαίρι να'ναι στην κουζίνα,συνέχεια τα παιδιά να τσακώνονται, συνέχεια ο Ντάνιελ να ξενυχτά και να μεθά, συνέχεια να τσακώνεται μαζί του, συνέχεια να φοβάται μήπως κάτσει η Ζωή λίγη περισσότερη ώρα στον ήλιο, συνέχεια να μαγειρεύει.
Το συγκεκριμένο πρωί γνώριζε η Κατρίν, ότι η κόρη της η Ζωή θα μάζευε τα σύκα με τις φίλες της και την είχε προειδοποιήσει να μην το κάνει.
Γνώριζε επίσης ότι ο θετός της γιός ο Ντάνιελ, τα είχε μαζέψει την προηγουμένη και τα είχε πετάξει όλα κάτω.
Πολλά από αυτά πέσαν και στο πλακόστρωτο.
Γέμισε ο τόπος μέλισσες.
Κόλλησαν τα σύκα στα παπούτσια.
Πήρε λοιπόν το λάστιχο με το νερό και αφού τα καθάρισε,έριξε μπόλικο δηλητήριο στις ρίζες της γέρικης συκιάς γιά να την ξεράνει σιγά-σιγά.
Αυτή, ο δεκαοχτάχρονος Ντάνιελ, η κόρη της Ζωή και ο πρώτος άντρας της τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια έκαναν διακοπές στους Παξούς, στο πατρικό της κτήμα, στον γενέθλιο τόπο της, στην περιοχή που μεγάλωσε, και συχνά-πυκνά την έπνιγε, στον Καστελόκαμπο.
Δεν είχε συγκεκριμένο ωράριο στο πότε θα ξυπνήσει.
Εξαρτιόταν πάντα από τι ώρα θα κοιμόταν την προηγούμενη βραδιά.
Αναρωτιόταν γιατί η ζωή θα έπρεπε να είναι μόνον έτσι.
Να πρέπει συνέχεια τα καλοκαίρια να δουλεύει, συνέχεια να μην βλέπει την Ζωή, που έλειπε μονίμως με τις φίλες της, συνέχεια να στενοχωριέται με το κακό παράδειγμα που έδινε ο γιος του στην Ζωή, συνέχεια να μην έχει χρόνο να πάει στην θάλασσα, συνέχεια να εργάζεται μπροστά σε μία οθόνη, συνέχεια να κανονίζει τα λογιστικά των άλλων, των πελατών του.
Το συγκεκριμένο πρωί γνώριζε ο Στέλιος, ότι η δεύτερη του γυναίκα η γαλλοελληνίδα Κατρίν θα πότιζε με δηλητήριο την γέρικη συκιά.
Αποφάσισε λοιπόν να πάρει το καινούργιο βενζινοπριόνο του και να την κόψει από κάτω χαμηλά.
Έκανε μικρά κομμάτια τον κορμό της και τα πόστιασε στην άκρη.
Να τα΄χει για το τζάκι, τον χειμώνα στην Αθήνα.
Αυτός, ο γιός του από την πρώτη του γυναίκα, η κόρη τους Ζωή και η δεύτερη του γυναίκα τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια έκαναν διακοπές στο πατρικό νησί της Κατρίν, τους μικρούς Παξούς, σε μιά περιοχή που ελάχιστα ήθελε να γνωρίζει, που συχνά-πυκνά δεν άντεχε, ονόματι Καστελόκαμπο.
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΦΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Ξύπνησαν γύρω στις οκτώμισυ.
Τους άρεσε τον μήνα Αύγουστο να ξυπνούν όλοι μαζί.
Αναρωτιόντουσαν γιατί να μην είναι η ζωή τους πάντα έτσι.
Συνέχεια ξεκούραση,συνέχεια να παίρνουν πρωινό όλοι μαζί,συνέχεια να μαγειρεύουν όλοι μαζί, να πηγαίνουν γιά μπάνιο στην παραλία, το βράδυ να κανονίζουν να τρώνε σε ταβερνάκια.
Εκείνο το συγκεκριμένο πρωινό ο Στέλιος, η Κατρίν και ο εικοσπεντάχρονος πλέον αρχιτέκτονας Ντάνιελ περιποιήθηκαν για άλλη μιά φορά την νεαρή συκιά.
Ήταν αυτή που επέζησε σαν παράριζο από το κόψιμο πριν εφτά χρόνια.
Η Ζωή βρήκε το ζωντανό κλαράκι και το προστάτεψε.
Τώρα πιά είναι μια νέα,μιά νεαρή συκιά.
Τα τελευταία δυο χρόνια τρώνε σύκα.
Τα κόβουν και τα τρώνε όλοι μαζί.
Αυτοί, ο Στέλιος, η έγκυος Κατρίν και ο Ντάνιελ, δεν ξεχνούν, αλλά τιμούν την Ζωή που πέθανε πριν τέσσερα χρόνια από λευχαιμία.
Τα τελευταία δεκαεννιά χρόνια κάνουν διακοπές στό πανέμορφο νησί των Παξών, σε ενα κτήμα παράδεισο με μιά νεαρή συκιά στη μέση, σε μιά παραθαλάσσια περιοχή που έχει το όμορφο όνομα Καστελόκαμπος.
σχόλια