Χθες βράδυ ονειρεύτηκα τη γιαγιά μου. Ήταν στο σπίτι μας. Καθόταν σε μια καρέκλα με την σκούρη μπλε ρόμπα της και έτρωγε μπισκότα. Η γιαγιά μου έλεγε πάντα «Εγώ δεν είμαι φίλος στα γλυκά» αλλά πάντα έτρωγε ότι γλυκό της έδινες! Για την ακρίβεια πάντα έτρωγε ό,τι της έδινες και έλεγε «Εγώ μόνο τα κούφια τα καρύδια δεν τρώω».
Ζει η γιαγιά μου. Απλά, πλέον είναι μια άλλη γιαγιά. Μας θυμάται μόνο ως παιδιά. Θυμάται την ύπαρξή μας. Βέβαια, δεν έχω παράπονο, μπορεί να ξεχνάει το μπαμπά μου, αλλά εμένα δε με έχει ξεχάσει ποτέ. Καμιά φορά με μπερδεύει με την αδερφή μου αλλά σύντομα καταλαβαίνει ποια είμαι.
Η άνοια την έχει καταβάλει. Παθολογικά είναι σε εξαιρετική κατάσταση. Αλλά η άνοια την έχει γεράσει χρόνια. Δεν είναι μικρή. Τον Απρίλιο θα κλείσει αισίως τα 90. Αλλά δείχνει πιο μεγάλη πια.
Η γιαγιά μου είναι μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Μια γυναίκα με πείσμα και πολύ εγωισμό. Της άρεσαν πάντα τα λούσα και η καλή ζωή.
Προερχόταν από μια πολύ φτωχή αγροτική οικογένεια, που αποφάσισε να τη δώσει για υιοθεσία, με τη δική της συγκατάθεση βέβαια, σε ηλικία 16 ετών! Και ενώ έδωσαν τη γιαγιά μου, κοπελίτσα πλέον, γιατί ήταν πολύ φτωχοί και η νέα οικογένεια θα μπορούσε να τη θρέψει και να την προικίσει, οι βιολογικοί γονείς της έκαναν κι άλλο παιδί!
Η γιαγιά μου δύσκολα εκτιμούσε κάτι. Δύσκολα έλεγε ευχαριστώ! Έτσι λοιπόν, και στους θετούς της γονείς έλεγε ότι δεν πέρασε καλά και είχε μόνο παράπονα. Ο μπαμπάς μου αγαπούσε τους θετούς παππούδες του. Από τις ιστορίες μάλιστα που μας λέει, πιστεύω ότι ο παππούς του είχε από τους γλυκούς θανάτους που έχω ακούσει. Κάθε βράδυ λέει, ο παππούς του επέστρεφε σπίτι και συνήθιζε να τσιγγλάει τους εγγονούς του ότι έχει καραμέλες στις τσέπες του. Τα αγόρια έπεφταν πάνω του για να τις πάρουν, χαζοπάλευαν και μετά ο παππούς έλεγε «πέθανα, πέθανα, δεν αντέχω άλλο» και ξάπλωνε στο ντιβάνι ακίνητος. Κι ένα βράδυ, πέθανε στα αλήθεια. Παίζοντας με τα αγόρια.
Κάποια στιγμή η γιαγιά μου και ο παππούς μου ήρθαν στη μεγάλη πόλη. Δούλευαν και οι δυο και έπιαναν καλά χρήματα. Είχαν δικό τους σπίτι, αλλά νοίκιαζαν σε καλύτερη περιοχή. Πιάσαν φιλίες και έκαναν παρέα με εύπορους Θεσσαλονικείς. Διασκέδαζαν σε κέντρα, έκαναν ταξίδια, η γιαγιά αγόραζε γούνες και κοσμήματα, και κάθε λογής είδη σπιτιού, και ο παππούς δεν της στέρησε τίποτα. Αλλά η γιαγιά τον έλεγε τσιγγούνη! Θυμάμαι, όταν κυκλοφόρησαν τα κατοστάρικα με τον Μέγα Αλέξανδρο, ο παππούς έτρεξε στην τράπεζα να πάρει και τα έφερε στην αδερφή μου και εμένα. Καμιά φορά μας έδινε κανένα πεντακοσάρικο κι έλεγε «Μην το πείτε στη γιαγιά σας». Μας έφερνε πάντα μπλε σοκολατίτσες Παυλίδη και σοκοφρέτες. Ο παππούς πέθανε νωρίς. Και η γιαγιά, χήρα πια, έκανε τη ζωή της. Ταξίδια, λουτρά, ερχόταν συχνά και έμενε μαζί μας.
Όταν ήμουν μικρή δεν ήθελα να μένω στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν περνούσα καλά εκεί. Αλλά δε θυμάμαι γιατί. Θυμάμαι που η γιαγιά μου αγόραζε παιχνιδάκια από τους «Ρώσους», όπως τους έλεγε, στη λαϊκή και ότι ζωγράφιζα όταν ήμουν εκεί. Θυμάμαι που μου έφτιαχνε κους κούς που το έλεγα μπιλάκια. Θυμάμαι τη σόμπα στο καθιστικό, το φρυγανισμένο ψωμί με ταραμά, την κουνιστή πολυθρόνα της και τα παραμμύθια της. Με κοίμιζε δίπλα της και έβαζε ένα τραπεζάκι σαλονιού ανάμεσα στο κρεβάτι και τη ντουλάπα για να μην πέσω. Θυμάμαι τη μυρωδιά της. Αυτή η ανάμνηση της μυρωδιάς της με τα παραμύθια έχει χαραχτεί μέσα μου. Μαζί με την εικόνα του σταυρού της στο λαιμό, που δεν αποχωριζόταν ποτέ.
Μπορεί να ήταν κάπως περίεργη η γιαγιά μου, αλλά είχε μια δική της ηθική. Δεν έκανε εύκολα χάρες, δε χαριζόταν, είχε μια συγκεκριμένη αντίληψη για το πώς έπρεπε να της φέρονται και πόσο σεβασμό απαιτούσε. Ήταν σκληρή, αλλά δε δεχόταν και την αδικία. Κάποτε μια φίλη της της έδωσε κάποια ρούχα και παπούτσια για την εκκλησία. Μια άλλη «κυρία» της εκκλησίας, όχι σε ανάγκη, ζήλεψε το ένα ζευγάρι παπούτσια και τα πήρε. Μερικές ημέρες μετά, η κυρία που έκανε τη δωρεά επέστρεψε πολύ στεναχωρημένη γιατί ανακάλυψε πώς ο σύζυγός της είχε κρύψει κάποια κοσμήματα στο ένα ζευγάρι παπούτσια και πως αν καταλάβαινε ότι τα έδωσε θα ξεσπούσε πανικός. Η γιαγιά μου δεν είπε τίποτε τότε, αλλά βρήκε τη γυναίκα που τα είχε πάρει, και αφού την «ξέχεσε πατόκορφα» σε άπταιστα «γαλλικά» της καλής κοινωνίας, επειδή τα βρήκε και τα κράτησε, τα κοσμήματα επέστρεψαν στην αρχική ιδιοκτήτριά τους.
Η γιαγιά μου έδινε πολλά πράγματα. Αγόραζε τόσα πολλά που της ήταν άχρηστα και μετά τα μοίραζε. Και ίσως η μόνη που ωφελήθηκε πολύ από τη γιαγιά μου, αλλά δεν το αναγνώρισε ποτέ (είναι οικογενειακή τους η έλλειψη ευγνωμοσύνης!) είναι η αδερφή της. Όταν μόνη, έγκυο και με μια κόρη από το χέρι, την έστειλε πακέτο ο άντρας της από την Αυστραλία στην Ελλάδα, η γιαγιά μου τους πρόσφερε καταφύγιο. Τους παραχώρησε το σπίτι της, χωρίς ενοίκιο, άνοιξε τραπεζικό λογαριασμό στα παιδιά της για να τα διασφαλίσει. Και ούτε ένα ευχαριστώ. Ούτε στα δικά της παιδιά δε στάθηκε τόσο η γιαγιά μου.
Θυμάμαι και το μεγάλο ταξίδι της στο Ισραήλ. Τον ενθουσιασμό της. Είχε μια νυχτικιά με σύννεφα και μου τα έδειχνε και έλεγε «Έτσι είναι τα σύννεφα στο Ισραήλ, ροζ και μωβ». Νομίζω ότι αν πάω στο Ισραήλ και τα σύννεφα έχουν άλλο χρώμα, θα απογοητευτώ πολύ. Για μένα θα είναι πάντα ροζ και μωβ..
Η γιαγιά μου πάντα με αποκαλούσε Τζωρτζίνα. Και τα δώρα της ήταν πάντα «μικρά με πολλή αγάπη». Την Πρωτοχρονιά μας περίμενε πάντα ένα φακελάκι στα κλαδιά του δέντρου. Την πειράζαμε τη γιαγιά μας πολύ! Κι εκείνη μας πείραζε! Μια μέρα μάζευα εγώ ρούχα και εκείνη τα δίπλωνε. Έπιασε στα χέρια της ένα μικροσκοπικό εσώρουχό μου και μου λέει «Βρε, Τζωρτζίνα μου, αυτό τώρα σε ζεσταίνει; Αυτό μόνο καπάκι είναι!».
Η γιαγιά μου ήταν ανοιχτόμυαλη. Καλούσε πάντα στα οικογενειακά γεύματα και το φίλο της αδερφής μου. Καμιά φορά όταν την πειράζαμε, γελούσε τρανταχτά κι έλεγε «που να ξέρω εγώ παιδάκι μου». Έλεγε πολλές παροιμίες και χρησιμοποιούσε συνεχώς φράσεις που με εκνεύριζαν τύπου «καλή πετυχισιά που λένε και στη Χαλκιδική» ή «ένα μυαλό, χειμώνα καλοκαίρι». Τα καλοκαίρια όμως που ήμουν παιδί, μου έφτιαχνε τα παιχνίδια της δικής της παιδικής ηλικίας: κούκλα με ξύλα και πανιά, καμήλα από μελιτζάνα, κ.α. Και έφτιαχνε καταπληκτικές τηγανίτες!
Άργησα να αγαπήσω τη γιαγιά μου. Νομίζω ότι άργησε να μας αγαπήσει κι εκείνη. Εννοώ να μας αγαπήσει και να μας το δείξει. Νομίζω ότι το χώρο της αγάπης στην καρδιάς της είχαν καταλάβει τα άλλα της εγγόνια. Τα αλησμόνητα. Εκείνα που λάτρεψε ως παιδιά και της τα στέρησαν νωρίς, απόλυτα, αδιαπραγμάτευτα και οριστικά. Μόνο όταν χάθηκε και η τελευταία της ελπίδα για εκείνα τα εγγόνια, στράφηκε πλέον σε εμάς. Σε εμάς που είχαμε πια μεγαλώσει. Όταν μεγαλώνεις, και περιορίζεται η εξάρτησή σου από την προσοχή, τη φροντίδα και εκδήλωση αγάπης από τους ενήλικες, κατά συνέπεια και ο πόνος της απόρριψης όταν αυτά λείπουν, μπορείς να επιλέξεις ποιον αγαπάς. Αγαπάμε τη γιαγιά μας γιατί το επιλέξαμε και μας αγαπάει κι εκείνη.
Της τηλεφωνούσα τακτικά για να δω τι κάνει. Όσο ήταν στο σπίτι της, μιλούσαμε. Στο τέλος δε με αναγνώριζε στο τηλέφωνο. Τον τελευταίο καιρό είχε μόνο εμμονές και φοβίες καταδίωξης. Η άνοια την είχε καταβάλει. Η γιαγιά μου είναι φυλακισμένη κάπου εκεί, στο σώμα της γιαγιάς Στέλλας. Το πνεύμα της είναι ένα φωτάκι που από χρόνια έχει σχεδόν σβήσει. Θυμίζει που και που το φωτάκι στο εικονοστάσι της. Μικρό και αδύναμο.
Δε θέλω να πεθάνει. Αλλά με πληγώνει που χάνει στιγμές από τη ζωή μας. Που δε χαίρεται τα δισέγγονά της. Που αγνοεί την ύπαρξη του Νικόλα μας.
Το ξέρω ότι η ζωή της τα τελευταία χρόνια δεν είναι καλή. Παλεύει με το δαίμονά της. Αλλά όσο εγωιστικό κι αν είναι, δε θέλω να μας αφήσει.
σχόλια