______________________
Είχα αφήσει τη Μαρίτα δέκα χρονών να θέλει να γίνει αρχαιολόγος, σίγουρη ότι θα ανακάλυπτε τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην πυραμίδα του Χέοπα. «Ήταν η μόνη πυραμίδα που ήξερα τότε» θα πει χαμογελώντας όταν πέφτω πάνω της, αρχές του ´13, δέκα χρόνια μετά.
Φοιτήτρια πια, στο τμήμα θεατρικών σπουδών της Φιλοσοφικής, περηφανεύεται για την εργασία που μόλις έχει τελειώσει και αφορά στις «Γυναίκες ως Τέρατα στην Αρχαία Δραματουργία και Λογοτεχνία».
«Και η γυναίκα σήμερα; Πώς μας βλέπεις τόσους αιώνες μετά;»
«Θα σου απαντήσω αλλιώς» λέει παίρνοντας μια βαθιά ανάσα αυτοπεποίθησης και το ενδιαφέρον μου κεντρίζεται αυτόματα. «Άκου τι διάβασα πρόσφατα: επί Όθωνα, μετά την Επανάσταση, όταν πρωτοανέβηκαν οι γυναίκες στη Σκηνή, ο θίασος πληρωνόταν με ποσοστά. Ενώ λοιπόν οι άντρες έπαιρναν το 10%, οι γυναίκες έπαιρναν 15 με 20%! Ξέρεις γιατί; Γιατί είχαν να αντιμετωπίσουν την κοινωνική κατακραυγή. Ήταν ¨θεατρίνες¨, και θα ήταν δύσκολο γι ´αυτές να βρουν δουλειά μετά. Δεν είναι αυτό από μόνο του ένα εξαιρετικό παράδειγμα της ισότητας έτσι όπως θα έπρεπε να είναι; Ισότητα δεν είναι “άντρες-γυναίκες να παίρνουμε τα ίδια λεφτά”, που δε συμβαίνει έτσι κι αλλιώς, είναι να σε αποδέχεται η κοινωνία που ζεις και οι δομές να προσαρμόζονται για να σε προστατεύουν. Το βλέπεις πουθενά γύρω σου αυτό;»
«Μαριτάκι είσαι φεμινίστρια;» ρώτησα με μια μικρή, ανεξέλεγκτη δόση ειρωνείας.
«Μ ‘ενοχλεί η εικόνα της γυναίκας που κυριαρχεί παντού. Το να δηλώνεις φεμινίστρια στις μέρες μας ακούγεται ακραίο. Κι αυτό δείχνει πόσο, ομολογουμένως πανέξυπνα, λειτούργησαν τα media ακριβώς πάνω που είχαν αρχίσει να γίνονται κάποια σοβαρά βήματα στο φεμινιστικό κίνημα. Κατάφεραν να το ξεφτιλίσουν, να το μετατρέψουν σε ¨-ισμό¨, να σε ρωτάνε αν ξυρίζεις τα πόδια σου. Πέτυχαν να σε κάνουν να ντρέπεσαι να διεκδικείς τα δικαιώματα σου και να καταλήγεις να είσαι αυτή που κουνήθηκε όταν σε παρενοχλούν ή σε βιάζουν με οποιοδήποτε τρόπο. Όχι ρε φίλε, συγγνώμη κιόλας...Θα κάνω ό,τι γουστάρω με το σώμα μου, το μυαλό μου, την ύπαρξη μου! Ανεξαρτήτως ταμπέλας.»
Είχα εντυπωσιαστεί. Η αβάσταχτη φρεσκάδα της νεότητας σε συνδυασμό με ένα τόσο κοφτερό μυαλό με έβγαζαν πάντα νοκ-άουτ. Η αναζωογονητική αυτή συνάντηση δρόμου έλαβε σύντομα τέλος γιατί ως γνωστόν οι νέοι άνθρωποι βιάζονται να προλάβουν. Η Μαρίτα με χαιρέτησε με την υπόσχεση να μου στείλει την εργασία της κι ένιωσα αυτό το αεράκι δροσιάς να εξατμίζεται καθώς απομακρυνόταν. Θυμάμαι ότι σκέφτηκα: «Ποιος γονιός δε θα ‘ταν περήφανος γι ‘αυτό το παιδί;»
Ο Φεβρουάριος μπήκε σαρωτικός. Η ληστεία στην Κοζάνη, η σύλληψη των τεσσάρων νέων, η δημοσιοποίηση των φωτογραφιών με τα κακοποιημένα πρόσωπα. Μια άλλη νεότητα. Μια αβάσταχτη βαρύτητα αυτή τη φορά. Με τα βαριά ερωτήματα να διαδέχονται το ένα το άλλο ασταμάτητα. Είναι αδίστακτοι ληστές ή επαναστατημένα παιδιά; Ακραίοι ιδεολόγοι ή στυγνοί τρομοκράτες;
Ακόμα κι αν συνυπολογίσουμε την τεράστια δύναμη της Εικόνας, οι αισθήσεις μας είναι πια τόσο εξοικειωμένες στα σπλάτερ ειδησεογραφικά στιγμιότυπα που θα’ λεγε κανείς ότι ανεξήγητα παγώσαμε για τόσο πολύ χρόνο εδώ. Ούτε πιστεύω να λειτούργησε ως πρωτοφανή αποκάλυψη το ότι πυκνά-συχνά τα ‘όργανα της τάξης’ χρησιμοποιούν βίαιες μεθόδους.
Τότε; Τι ήταν αυτό που μας ταρακούνησε όλους τόσο πολύ; Τι είδαμε σ´ αυτά τα τέσσερα πρόσωπα πέρα από φωτοσοπαρισμένες μελανιές;
Είναι νέοι. Μορφωμένοι. Από καλές οικογένειες. Πρόσωπα αναγνωρίσιμα και οικεία. Μήπως αυτό είναι που τρομάζει;
Όταν είδα το mail της Μαρίτας πείστηκα ότι το σύμπαν ξέρει να κρατάει πολύ καλά τις ισορροπίες. Την πήρα αμέσως τηλέφωνο. Όσο άμεση ήταν η ανάγκη μου να με συνεπάρει ξανά αυτή η άλλη νέα γενιά, η δυνατή και αισιόδοξη.
Να πάω κάπου όπου η ελπίδα ζει. Έστω όσο μια πεταλούδα. Όσο κρατάνε τα νιάτα. Κλείσαμε ραντεβού για τις 14 Φεβρουαρίου ξεχνώντας πλήρως τη σημειολογία της ημέρας.
Όταν συναντηθήκαμε μου το υπενθύμισε εκείνη δείχνοντας τα πολύχρωμα χαρτάκια που κρατούσε. Είχε σημειώσει πάνω στο καθένα ρομαντικούς στίχους από διαφορετικούς ποιητές. Σκόπευε να τα σκορπάει καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς που θα χρησιμοποιούσε. «Έχω ήδη πετάξει άλλα τόσα! Χρησιμοποιώ μια ηλίθια γιορτή που βασίζεται πάνω σ’ ένα υπέροχο συναίσθημα για να κάνω κάποιους άγνωστους τύπους να χαμογελάσουν στιγμιαία! Δεν είναι υπέροχο; Και δεν τ’ ακουμπάω ούτε σε κομμένα τριαντάφυλλα ούτε σε χαζά αρκουδάκια.»
«Υπέροχο!» Και τόσο ανακουφιστικό...Υπήρχε μία πνευματώδης, δημιουργική και κυρίως αισιόδοξη νέα γενιά εκεί έξω. Ή τουλάχιστον έτσι με συνέφερε να πιστεύω. Γιατί αφού καθίσαμε και τελειώσαμε με τα διαδικαστικά της παραγγελίας, η πρώτη φράση της Μαρίτας προσγειώθηκε καταλυτική σαν καρφίτσα σε μπαλόνι. Οποιοδήποτε ίχνος αισιοδοξίας εκσφενδονίστηκε στο άπειρο.
«Η γενιά μου είναι τρομερά απογοητευμένη. Απ´ τα πάντα.»
Το νόμισμα είχε αλλάξει πλευρά πριν προλάβω να το πάρω χαμπάρι. Τα αστεία είχαν τελειώσει.
«Ξεκίνα απ´ την εκπαίδευση...αλλά άστο, δε θες να μιλήσεις μαζί μου για την εκπαίδευση.» Ξαφνιάστηκα: «γιατί να μη θέλω να μιλήσω με μια άριστη μαθήτρια για την Εκπαίδευση;» και η απορία μου πρέπει να έγινε τόσο αντιληπτή που συνέχισε σαν να μην είχε σταματήσει ποτέ. «Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι εντάξει. Εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις που έχουν μείνει στην παιδαγωγική μέθοδο ¨τράβηγμα αυτιού¨, στο δημοτικό έχουμε καλούς ανθρώπους, τους αρέσει να μαθαίνουν στα παιδιά. Για την ακρίβεια, οι καλύτεροι εκπαιδευτικοί που ξέρω είναι πρωτοβάθμιοι. Από την πρώτη Γυμνασίου που εμφανίζονται οι Πανελλήνιες, οι καθηγητές σε στέλνουν στα φροντιστήρια. Οι Πανελλήνιες είναι....το αντίθετο της μόρφωσης. Εντελώς! Είναι ένα τυποποιημένο διαγώνισμα που δεν προσφέρει τίποτα. Απλά δε λειτουργεί. Πρόσεξε: εγώ ήθελα να μπω στην Αγγλική Φιλολογία. Έγραψα 97 στα 100 Αγγλικά και δε μπήκα. Κι ήταν μια κοπέλα που την ήξερα απ´ το φροντιστήριο, καθόταν πίσω μου στις εξετάσεις, της είπα και δυο-τρεις απαντήσεις, έγραψε δεκαπέντε και μισό αλλά αυτή μπήκε γιατί έγραψε καλύτερα στα άλλα. Και τώρα αυτή βασανίζεται στην Αγγλική Φιλολογία, ενώ εγώ περιμένω να τελειώσω τη Φιλοσοφική για να δώσω κατατακτήριες και να μπω. Μου ήταν αδύνατο να δώσω Πανελλήνιες δεύτερη φορά, ήμουνα κηλίδα στο πάτωμα όταν τις τελείωσα, εξοντωμένη. Ούτε ξέρω πόσες απανωτές κρίσεις πανικού έζησα διαβάζοντας για να μπω. Πρέπει να τις κάψουμε τις Πανελλήνιες. Πρέπει να το διώξουμε αυτό το κακό.»
Στο διάλειμμα που έκανε για να πιει μια γουλιά νερό την κοίταζα εξεταστικά. Πώς ξεχείλισε τόση απογοήτευση, τόσο νωρίς; Κι επειδή τίποτα δεν ξεφεύγει απ’ τα μάτια των παιδιών, έσπευσε να με καθησυχάσει. «Μην ανησυχείς, η Φιλοσοφική είναι ένα απαίσιο, τσιμεντένιο κτίριο αλλά τουλάχιστον έχουμε δίπλα μας το βουνό. Είναι ωραία να χαζεύεις το βουνό απ’ το παράθυρο της τάξης σου. Νιώθεις κάπως τυχερός.»
Τότε ήταν που μου ήρθε η πρώτη συνειρμική σκέψη. Πριν από εφτά χρόνια ο Ανδρέας Δημήτρης Μπουρζούκος, ένας από τους συλληφθέντες, μαθητής δευτέρας λυκείου τότε, συμμετείχε σε εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης με θέμα τις Πανελλήνιες. «Είναι δύσκολο να συγκεντρωθείς και να διαβάσεις όταν έχει καλό καιρό έξω» έλεγε γρατζουνώντας την κιθάρα του και η μητέρα του τον περιέγραφε ως αισιόδοξο και χαλαρό τύπο. Ταράχτηκα. Καταπιάστηκα με το σιγουράκι των καιρών για ν’ αλλάξω γρήγορα συζήτηση. «Τώρα, με την οικονομική κρίση...»
«Το οικονομικό δεν είναι το πρόβλημα.» με διέκοψε η Μαρίτα ανελέητα «Άσε που το οικονομικό είναι τελείως σχετικό για τον καθένα. Μου λέει μια φίλη μου τα Χριστούγεννα ότι τώρα με την οικονομική κρίση πήρε μόνο τέσσερα δώρα...Κι ένα κινητό μέσα σ’ αυτά! Εγώ τέσσερα δώρα δεν έχω πάρει ποτέ σ’ όλη μου τη ζωή. Ίσως γι’ αυτό δεν έχω βιώσει και καμία ουσιαστική αλλαγή στον τρόπο που ζω. Εμείς, στο σπίτι, δεν είχαμε ποτέ μια οικονομική ασφάλεια, μια οικονομική σταθερότητα, όπως θες πες το. Γενικά πιστεύω ότι η κρίση έριξε απλά τις κουρτίνες, έδειξε τα πράγματα όπως ήταν πάντα. Μπορεί οι άνθρωποι να ζορίζονται περισσότερο αλλά δε δημιούργησε κάτι καινούργιο εκεί που δεν υπήρχε. Μπορεί τώρα το μέσο κάποιων να μην πιάνει αλλά και παλιά υπήρχαν πολλοί νέοι, και κάθε χρόνιο γίνονταν όλο και περισσότεροι, που σπούδαζαν ξέροντας ότι θα μείνουν άνεργοι. Κι επειδή ακριβώς δεν είχαν κανένα μέσο αναγκάζονταν να φύγουν απ ‘την Ελλάδα. Εκτός Ελλάδας όμως τους βοηθάνε οι δομές και συνήθως πετυχαίνουν κάτι αξιόλογο. Και μετά οι Έλληνες που τους έδιωξαν αρχίζουν να τους γλύφουν και να διατυμπανίζουν ότι είναι Έλληνες. Δε νομίζω. Πήγαινε πίσω στην τρύπα σου και κοιμήσου.»
Όταν τη ρώτησα πόσο την ενοχλεί η υποκρισία ένιωσα στ’ αλήθεια μεγάλη σε ηλικία αλλά τόσες σωστές κουβέντες μαζί είχαν αρχίσει να με μπλοκάρουν.
«Η υποκρισία με αηδιάζει. Και πιο πολύ στους πολιτικούς. Νιώθουν σα Μαντόνες, έτοιμοι να υιοθετήσουν εμάς, τα μικρά Αφρικανάκια. Όλο λένε ”εμείς” και “ο λαός”. Άμα βάλεις και τον εαυτό σου μέσα, έλα να τα ξαναπούμε.
Κι είχα τόσο καλή διάθεση να πειστώ από το ΣΥΡΙΖΑ...ειλικρινά. Αλλά άρχισα να διακρίνω αυτό το υφάκι: ¨είμαι δεύτερο κόμμα¨ και χαλάστηκα πολύ. Σαν το υφάκι που έχουν κάτι ψώνια καθηγητές μου.
Χρειαζόμαστε ανθρώπους που να νοιάζονται. Να πολεμήσουν για τα βασικά. Κανείς πολιτικός, από κανένα κόμμα, δε θέλει να το κάνει αυτό. Όταν ήμουνα μικρή νόμιζα ότι το ΚΚΕ υμνούσε την ισότητα μέχρι που άκουσα πώς τοποθετούνται πάνω στην ομοφυλοφιλία και την οποιαδήποτε σεξουαλική διαφορετικότητα. Εκεί έφαγα το πρώτο χοντρό ξενέρωμα.
Στο σημείο που βρισκόμαστε θεωρώ αδύνατο να έρθει κάποια αλλαγή μέσα από οποιοδήποτε κομματικό μηχανισμό. Πρέπει να αλλάξουν ριζικά κάποιες δομές. Ειλικρινά δεν θέλω να έχω καμία σχέση με τα κόμματα κι αν έβρισκα μια ομάδα ανεξάρτητη που να με εκφράζει θα ήμουνα πολύ πιο ενεργή πολιτικά»
«Αν είχες το μαγικό τζίνι, τι θα άλλαζες πρώτο;»
Εκεί η Μαρίτα έδειξε τα πρώτα σημάδια παραίτησης και με κοίταξε σαν ούφο. «Σόρι που θα απαντήσω τόσο σπαστικά αλλά δεν υπάρχει αλλαγή που να γίνεται με τζίνι. Πρέπει να ματώσεις. Έχουμε φτάσει στο σημείο ένας στους δέκα Έλληνες να πιστεύει ότι είναι ωραίο να γυρίσουμε στο ναζισμό και κανείς, εκτός από παιδιά απ ´ό,τι φαίνεται, δε δείχνει να συνειδητοποιεί ότι όλο αυτό είναι μια παράνοια. Όλοι γύρω μου το αποδέχονται τόσο φυσιολογικά. Αυτό δεν είναι σημάδι μιας άρρωστης χώρας; Γι ´αυτό και οτιδήποτε ταξικό για πρώτη φορά καταργείται. Δημιουργούνται ομάδες ατόμων που συνειδητοποιούν την αρρώστια και βρίσκουν ο ένας τον άλλο. Δεν έχει σημασία το από πού έρχονται απλά τους ενώνει η γνώση ότι: ¨Συγχαρητήρια! Είσαι σε μία χώρα που ειλικρινά δεν μπορεί να πέσει πιο κάτω, πάρε ένα χρυσό αστέρι για τον κόπο σου!¨ Άσε που η Ιστορία έχει δείξει ότι ο ιδεαλισμός περνάει καλύτερα στα ανώτερα στρώματα. Κι έχω κουραστεί να διαβάζω ανορθόγραφα μηνύματα στους τοίχους...»
Θα μπορούσα να ρωτήσω τόσα πράγματα για τα μελανιασμένα πρόσωπα των ημερών, τα σχεδόν συνομήλικα της παιδιά. Ήταν η ευκαιρία μου. Με προκαλούσε. Κι όμως...Ξαφνικά, δεν ήθελα άλλο να μιλήσω για παιδιά. Ούτε με παιδιά. Φοβόμουνα το δίκιο τους. Ερχόταν κατά πάνω μου σαν οδοστρωτήρας. Εξ’ άλλου είχα πάρει όλες τις απαντήσεις που ήθελα. Και για ένα πράγμα ήμουνα σίγουρη μετά από αυτή τη συζήτηση: «Είναι τα δικά μας παιδιά.» Εμείς τα δημιουργήσαμε.
Η Μαρίτα σηκώθηκε γρήγορα για να προλάβει την προβολή απ’ τους Άθλιους.
Όταν έμεινα μόνη σκέφτηκα το ίδιο με την πρώτη φορά: «Ποιος γονιός δεν θα ‘ταν περήφανος γι ‘αυτό το παιδί;»
σχόλια