Από το blog του Νίκου Σαραντάκου
Το ερώτημα του τίτλου τέθηκε προχτές από μια πρωτοβουλία βιβλιοφιλικών ιστολογίων, που απεύθυναν ανοιχτή επιστολή στους εκδότες (γενικώς), μόνο που δεν τέθηκε σαν ερώτημα αλλά σαν διαπίστωση: το καινούργιο βιβλίο είναι ακριβό στη χώρα μας. Η φίλη Βιβή Γ. που είχε την πρωτοβουλία για το διάβημα αυτό, με είχε καλέσει, με σχόλιό της εδώ, να συμμετάσχω κι εγώ στην κοινή αυτή προσπάθεια, και της είχα απαντήσει ότι δεν νομίζω πως το καινούργιο βιβλίο είναι ακριβό. Καιρός είναι τώρα να στηρίξω τη θέση μου αυτή, αν και αναπόφευγα θα επαναλάβω πράγματα που ήδη έχω εκθέσει σε παλιότερο άρθρο μου. Πρώτα όμως δίνω το λινκ προς την ανοιχτή επιστολή των βιβλιόφιλων ιστολόγων, παρόλο που δεν συμφωνώ μαζί της, ούτε στο περιεχόμενο ούτε στη μορφή.
Φυσικά, οι βιβλιόφιλοι έχουν ένα μεγάλο δίκιο: στη σημερινή βαθιά κρίση, όπου το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών έχει υποστεί κατακόρυφη μείωση, σχεδόν όλοι αναγκάζονται να κάνουν περικοπές στα εξοδά τους, άρα και στα χρήματα που συνήθιζαν να διαθέτουν για βιβλία. Και η επιστολή τους έχει το καλό ότι θέτει ξανά σε συζήτηση το θέμα και δίνει αφορμή να ακουστούν απόψεις. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι είναι σφάλμα να αντιμετωπίζονται όλοι οι εκδότες σαν ένα ενιαίο σύνολο, όπως άλλωστε και όλοι οι βιβλιοπώλες: άλλη δύναμη έχει το μεγάλο βιβλιοπωλείο του κέντρου και άλλη ο μικρός βιβλιοπώλης της συνοικίας. Επίσης, μερικά από τα επιχειρήματα που παρατίθενται για να στηρίξουν τη θέση ότι το βιβλίο είναι ακριβό, μου φαίνονται εξαιρετικά ισχνά: Όταν ένα μέσο βιβλίο στοιχίζει 15-20€, οι περισσότεροι θα προτιμήσουν να παρακολουθήσουν μια ταινία στον κινηματογράφο, που κοστίζει πολύ κάτω από 10€ ή τα ίδια χρήματα να τα αφιερώσουν σε άλλου είδους (ψυχαγωγική) διέξοδο. Τέτοιες μπακάλικες συγκρίσεις βεβαίως ανατρέπονται πολύ εύκολα αν σκεφτεί κανείς ότι υπάρχουν άλλες μορφές ψυχαγωγίας όπου το εικοσάευρο εξανεμίζεται για πλάκα, ότι η ανάγνωση του βιβλίου διαρκεί πολύ περισσότερο, ότι το ίδιο βιβλίο θα το διαβάσουν και τα άλλα μέλη της οικογένειας (ενώ στο σινεμά θα πληρώσουν ξεχωριστά εισιτήρια), ότι το βιβλίο μπορείς να το ξαναδιαβάσεις δωρεάν.
Ευτυχώς, ο βιβλιόφιλος (ή και βιβλιοφάγος), που έχει δει το εισόδημά του να συρρικνώνεται, έχει κι άλλες λύσεις διαθέσιμες για να διατηρήσει σχετικά άθικτη την αγοραστική του δύναμη σε βιβλία. Μάλιστα η κρίση, κατά περίεργο τρόπο, έχει δημιουργήσει ευκαιρίες ακόμα και για αύξηση της βιβλιοαγοραστικής δύναμης με μείωση της χρηματικής δαπάνης για βιβλία. Κάποιος που διέθετε, ας πούμε, 60 ευρώ το μήνα για να αγοράζει 3 καινούργια βιβλία των 20 ευρώ, μπορεί με τη μισή δαπάνη, 30 ευρώ, να αγοράσει ένα καινούργιο βιβλίο (πάλι 20 ευρώ) και 5 βιβλία από προσφορές εφημερίδων προς 2 ευρώ το ένα (ή 3 βιβλία από πανέρια βιβλιοπωλείων προς 3 ευρώ το ένα). Υπάρχουν επίσης οι δανειστικές βιβλιοθήκες (σε μερικά μέρη είναι πολύ αξιόλογες) ή και ο άτυπος δανεισμός μεταξύ φίλων. Οι βιβλιόφιλοι ιστολόγοι αναγνωρίζουν ότι "καλή λύση" είναι η στροφή των αναγνωστών σε παλιούς τίτλους, παζάρια, προσφορές, βιβλιοθήκες κτλ. αλλά, πολύ σωστά, βάζουν το δάχτυλο εκεί που πονάει: στους καινούργιους τίτλους:
Αν με τις προσφορές, τα παζάρια, την στροφή στους παλιούς τίτλους και την επιστροφή στις βιβλιοθήκες διαφαίνεται μια καλή λύση, τι θα γίνει με τους καινούργιους τίτλους; Θα αφορούν σε όλο και πιο λίγους; Και αν παγιωθεί αυτό ως αναγκαστική συνθήκη στην κρίση, θα πάμε από την εκδοτική πλημμυρίδα σε μιαν εκδοτική άμπωτη, της οποίας τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά θα περιγράφονται με την φράση εκδίδουμε ό,τι μπορεί να αποσβέσει;
Προσπερνάω γρήγορα το αχώνευτο "θα αφορούν σε όλο και πιο λίγους" (ο Μπαμπινιώτης έγραψε το γράμμα;) γιατί ο κίνδυνος, με την εκδοτική άμπωτη, να εκδίδονται σχεδόν μόνο "ευπώλητα" είναι υπαρκτός. Νομίζω όμως ότι το βασικό πρόβλημα του καινούργιου τίτλου δεν είναι η δήθεν υψηλή τιμή του, αλλά η υπερπροσφορά καλών βιβλίων σε πολύ φτηνότερες τιμές. Όταν πολλές κυριακάτικες ή σαββατιάτικες εφημερίδες κυκλοφορούν γκαστρωμένες με ένα ή δύο βιβλία, και μάλιστα βιβλία που δεν είναι και για πέταμα, ο αγοραστής τους μέσα σε ένα μήνα, έχοντας διαθέσει μόλις 9 ευρώ παραπάνω, θα έχει προσθέσει στη βιβλιοθήκη του οχτώ βιβλία. Ξέρετε πολλούς Έλληνες να αγοράζουν/διαβάζουν περισσότερα από 8 βιβλία το μήνα; Ασφαλώς όχι. Και να μην τα διαβάσει, χορταίνει το μάτι του και το μυαλό του, και δεν αισθάνεται καμιά ανάγκη να αγοράσει βιβλία. Βέβαια, τα "βιβλία των εφημερίδων" τυπώνονται σε χαρτί κατώτερης ποιότητας -αλλά η υπερπροσφορά παλιότερων βιβλίων δεν σταματάει εκεί. Στα μεγάλα βιβλιοπωλεία του κέντρου βρίσκει κανείς πληθώρα αξιόλογων παλιών τίτλων, από κορυφαίους εκδοτικούς οίκους, που πουλιούνται σε θηριώδεις εκπτώσεις (φτάνουν στο 80%). Οι εκδότες που το κάνουν αυτό, από μια άποψη πριονίζουν το κλαδί πάνω στο οποίο κάθονται, αφού όταν πλημμυρίζουν την αγορά με παλιά βιβλία τους πλήττουν και τα δικά τους νέα βιβλία, έχουν όμως αδήριτη ανάγκη για ρευστό. Όταν λοιπόν υπάρχει τέτοιος κορεσμός από καλό και πάμφθηνο βιβλίο, ο καινούργιος τίτλος δίνει μια άνιση μάχη, στην οποία ο καθοριστικός παράγοντας δεν είναι η τιμή του βιβλίου. Διότι, ακόμα κι αν το βιβλίο των 18 ευρώ πέσει στα 15 (τέτοιες μειώσεις έχουν ήδη γίνει σε ορισμένες περιπτώσεις), και πάλι το 15 δεν θα μπορεί να αναμετρηθεί με το 3 ή το 5 αν κριτήριο είναι αποκλειστικά η τιμή.
Τυχαίνει στη συζήτηση αυτή να συμμετέχω από πολλές μεριές. Και από τη μεριά του αναγνώστη, και από τη μεριά του συγγραφέα, ενώ πρόσφατα αντιμετώπισα δίλημμα όταν προτάθηκε η διανομή του βιβλίου μου Λέξεις που χάνονται ως προσφορά από το Βήμα. Το βιβλίο αυτό είχε μια ικανοποιητική κυκλοφοριακή πορεία, αφού 14 μήνες μετά την έκδοσή του έχει σχεδόν εξαντληθεί, αλλά ο εκδότης δίσταζε να το ανατυπώσει επειδή φοβόταν ότι θα έμεναν αδιάθετα τα περισσότερα αντίτυπα. Από τη σκοπιά του είχε δίκιο, και επειδή είναι εκδότης που βγάζει πολλά "αντιεμπορικά" βιβλία δεν μπορώ να τον κατηγορήσω για συντηρητισμό. Και πάνω που προβληματιζόμασταν αν θα ανατυπώναμε ή όχι το βιβλίο, ήρθε η πρόταση από το Βήμα και, κατά κάποιο τρόπο, μας έλυσε τα χέρια.
Έχοντας λοιπόν συνεργαστεί με εκδότες, δεν βλέπω εφικτό να μειωθεί αισθητά η τιμή του βιβλίου. Άλλωστε, ο εκδότης μικρό μόνο κλάσμα της τιμής αυτής καρπώνεται. Στο βιβλίο των 20 ευρώ, περίπου 9 ευρώ πηγαίνουν στο βιβλιοπωλείο: το ποσοστό αυτό διαμορφώνεται κατά μέσο όρο αν συμψηφιστεί το 35% των μικρών βιβλιοπωλείων με το 50% των χοντρεμπόρων-μεγάλων αλυσίδων. Ο εκδότης έχει και αφανή "διαφημιστικά" έξοδα. Για παράδειγμα, για να μπει ένα βιβλίο στη βιτρίνα ή να προβληθεί σε περίοπτη θέση στον Ιανό, στο Public και σε άλλα μεγάλα βιβλιοπωλεία (όχι όμως σε όλα: η Πολιτεία δεν εφαρμόζει τέτοιες μεθόδους) ο εκδότης πρέπει να πληρώσει ένα ποσό που μπορεί να φτάνει τα 1000 ευρώ ή και να τα ξεπερνάει. Λένε μάλιστα ότι και η δημοσίευση βιβλιοπαρουσίασης σε περιοδικά του χώρου διευκολύνεται αν ο εκδότης αγοράσει διαφημίσεις στα τεύχη του περιοδικού.
Τα κοστολόγια ποικίλλουν βέβαια, αλλά προσωπικά βρήκα πειστικά τα επιχειρήματα που παρέθεσε ο εκδότης της Ωκεανίδας σε παλιότερο άρθρο του, όπου από τα 20 ευρώ ενός βιβλίου με τιράζ 3.000 στον εκδότη καταλήγουν 3,63 ευρώ. Βέβαια, η κατανομή αυτή δεν παίρνει υπόψη της το ενδεχόμενο να γίνει δεύτερη έκδοση (χωρίς επιπλέον κόστος για μετάφραση κτλ.) που αφήνει πολύ περισσότερο κέρδος στον εκδότη, αυτό όμως αντισταθμίζεται και με το παραπάνω από τον κίνδυνο το βιβλίο να πουλήσει μόνο 500 αντίτυπα ή και λιγότερα. Και πόσα βιβλία σήμερα πουλάνε πάνω από 3.000 κομμάτια; Τι ποσοστό αντιπροσωπεύουν επί του συνόλου των τίτλων; Πολύ μικρό υποθέτω.
Μάλιστα, οι βιβλιόφιλοι ιστολόγοι ζητούν χαμηλές τιμές στα καινούργια βιβλία "χωρίς αλλαγή στην αισθητική και την ποιότητά τους", ένα ευχολόγιο που θυμίζει αρκετά την παροιμία με την ολάκερη πίτα και τον χορτάτο σκύλο. Αλλά ας κάνουμε μιαν άσκηση σκέψης, κι ας υποθέσουμε ότι με κάποιο τρόπο γίνεται αυτό που ζητάνε οι βιβλιόφιλοι ιστολόγοι: έστω λοιπόν ότι αύριο η κυβέρνηση επιβάλλει υποχρεωτική μείωση κατά 25% στις τιμές των νέων τίτλων. Ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα; Ο εκδότης, επειδή φυσικά δεν μπορεί να μειώσει τα άλλα στοιχεία κόστους του (χαρτί κτλ.) ούτε θα μπορεί να απαιτήσει από τις μεγάλες αλυσίδες να μειώσουν το ποσοστό τους (εδώ δεν μπορούν να απαιτήσουν από κάποια μεγαλοβιβλιοπωλεία, ονόματα δε λέμε, να πληρώνουν έγκαιρα!), θα "μετακυλίσει" τα διαφυγόντα έσοδα στους πιο αδύνατους κρίκους της αλυσίδας: στα μικρά βιβλιοπωλεία, που θα δουν το ποσοστό κέρδους τους να μειώνεται και θα οδηγηθούν στο κλείσιμο αφού η αλυσίδα θα πουλάει πολύ φτηνότερα, στους συγγραφείς (πλην μπεσελεράδων) και, κυρίως, στους συνήθεις ύποπτους, δηλαδή μεταφραστές, επιμελητές, διορθωτές και λοιπούς φτωχοδιάβολους, που ήδη ήταν κακοπληρωμένοι πριν από την κρίση και ήδη έχουν κληθεί (στην καλύτερη περίπτωση) να "δείξουν κατανόηση" τώρα που ήρθε η κρίση (πάμπολλες είναι οι καταγγελίες του ΣΜΕΔ για τα φέσια εκδοτών σε μεταφραστές και λοιπούς συνεργάτες). Οπότε η γενικευμένη μείωση τιμής θα οδηγήσει σε υπερσυγκέντρωση των σημείων πώλησης και σε ακόμα χειρότερη ποιότητα των βιβλίων (διότι το νηστικό αρκούδι δεν μεταφράζει καλά, ούτε επιμελείται, ούτε διορθώνει).
Αυτό το τελευταίο μάς δείχνει ότι οι εκδότες δεν είναι άγγελοι: ασφαλώς δεν είναι, και έχουν το δικό τους μερίδιο ευθυνών στην κρίση, ενώ τώρα, που όλα πέφτουν πάνω στο κεφάλι τους, δεν έχουν μπορέσει να συντονιστούν ώστε να αποκτήσουν μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη απέναντι στην αλυσίδα που τους πατάει στο λαιμό απαιτώντας 50% έκπτωση και πληρωμή όποτε το θυμηθεί, κάτι που κάποτε ήταν αδιανόητο.
Μερικοί εκδότες έχουν ήδη ρίξει τις τιμές ή τουλάχιστον έτσι υποστηρίζουν. Πειστικό βρήκα ένα επιχείρημα που έφερε ο εκδότης Αργύρης Καστανιώτης στο Φέισμπουκ. Το 2010 είχε εκδώσει το μυθιστόρημα "Αυτό που η μέρα οφείλει στη νύχτα" του Αλγερινού Γιασμίνα Χάντρα (παρά το γυναικείο ψευδώνυμο, ο συγγραφέας είναι άντρας), 368 σελίδες, τιμή 18 ευρώ. Το 2012, το νέο μυθιστόρημα του ίδιου συγγραφέα, Εξίσωση θανάτου, τιμάται 15 ευρώ (για 328 σελίδες). Αν κάνετε τις πράξεις, το νεότερο βιβλίο είναι φτηνότερο κατά 9,3% (με αναγωγή στην τιμή ανά σελίδα).
Συμφωνώ φυσικά ότι πολλά βιβλία προσφέρονται σε υψηλή τιμή, συνήθως όταν έχουν βάσιμες ελπίδες για μεγάλες πωλήσεις. Έχει αναφερθεί το παράδειγμα του τελευταίου βιβλίου του Π. Μάρκαρη, το οποίο, όπως βλέπω, τιμάται 19,17 ευρώ για 323 σελίδες -δεν το βρίσκω εξωφρενικά ακριβό, αλλά σημειώνω πως κάποιοι που το διάβασαν λένε ότι χρησιμοποιείται αφύσικα μεγάλη γραμματοσειρά (εγώ δεν το έχω δει).
Πάντως, αν δεχτούμε ότι ο Μάρκαρης ή άλλος μπεσελεράς μπορεί και πουλάει υπερτιμημένα, αυτό είναι ένα ακόμα επιχείρημα που δείχνει ότι η τιμή δεν παίζει τον αποκλειστικό ρόλο στη διάθεση του βιβλίου: ο συγγραφέας έχει το κοινό του, που τον αγοράζει έστω και ακριβότερα. (Αυτό πάντως μένει να αποδειχτεί). Για παράδειγμα, εγώ θα αγόραζα τα βιβλία του Μακριδάκη ακόμα κι αν ήταν ακριβότερα κατά 20%.
Ωστόσο, δεν αποκλείω να έχουν δίκιο οι βιβλιόφιλοι συντάκτες της επιστολής για την τιμή του ηλεβιβλίου. Διαισθητικά, τείνω να υποστηρίξω κι εγώ ότι η τιμή του ηλεκτρονικού βιβλίου θα μπορούσε να είναι μικρότερο ποσοστό της τιμής του έντυπου βιβλίου, όμως διστάζω επειδή δεν έχω κάνει συγκριτική ανάλυση με την κατάσταση που επικρατεί σε άλλες χώρες. Περιδιαβάζοντας μάλιστα τη γαλλική amazon είδα με έκπληξη ότι η τιμή κάποιων καινούργιων ηλεβιβλίων σε φορμά Κιντλ είναι μεγαλύτερη (έως πολύ μεγαλύτερη) από την τιμή των ηλεβιβλίων τσέπης ή περίπου ίδια, οπότε δεν μπορώ χωρίς περισσότερα στοιχεία να κατηγορήσω τον Έλληνα εκδότη που πουλάει τα ηλεβιβλία του στο 70% της τιμής του χάρτινου βιβλίου. (Εδώ μια παρένθεση: Και στην Αγγλία και στη Γαλλία υπάρχει μια εκδοτική συνήθεια που διαφέρει από τα δικά μας και δυσκολεύει τις συγκρίσεις. Η πρώτη έκδοση (Hardback, Broché) είναι πολύ ακριβή, σε σκληρό εξώφυλλο. Μερικούς μήνες αργότερα, έρχεται η έκδοση τσέπης, στο 40% της τιμής του σκληρού εξωφύλλου. Ποιοτικά (χαρτί κτλ.) η ελληνική μία και μοναδική έκδοση είναι ανάμεσα σ' αυτές τις δύο).
Αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες. Νομίζω ότι η επιστολή των βιβλιόφιλων ιστολόγων αστοχεί επειδή το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι νέοι τίτλοι ελάχιστα είναι πρόβλημα υψηλής τιμής. Δεν είναι η τιμή του βιβλίου υψηλή, είναι χαμηλό το διαθέσιμο εισόδημα των περισσότερων αναγνωστών, ιδίως των νέων. Και επειδή, όπως είδαμε, και σε συνθήκες κρίσης μπορεί κανείς να αγοράζει καλά βιβλία σε πολύ φτηνές τιμές, το πρόβλημα εντοπίζεται ειδικά στην έκδοση νέων τίτλων. Άρα, δεν είναι πρόβλημα (μόνο) εκδοτών, αλλά πρόβλημα πολιτικής βιβλίου. Και εδώ βρίσκεται, κατ' εμέ, η μεγαλύτερη αστοχία των βιβλιόφιλων ιστολόγων, ότι χτυπάνε σε λάθος στόχο. Για να στηριχτεί η έκδοση νέων τίτλων αλλά και η δυνατότητα ανάγνωσης νέων βιβλίων, πρέπει να ασκηθεί πίεση σε πολιτικό επίπεδο και να διατυπωθούν αιτήματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Μερικές ιδέες που μου έρχονται στο νου: Να διασωθούν και να εμπλουτιστούν οι δημόσιες δανειστικές βιβλιοθήκες. Να δοθούν φορολογικά κίνητρα στους εκδότες π.χ. σε σχέση με τον φορολογικό χειρισμό των αποθεμάτων (ώστε να μην αναγκάζονται να τα καταστρέφουν). Να γίνουν λιγότερο ελκυστικές οι προσφορές βιβλίων από τις εφημερίδες, π.χ. με θεσμοθέτηση μιας μικρής εισφοράς (ας πούμε 2.000 με 5.000 ευρώ για κάθε προσφερόμενο βιβλίο) που θα πηγαίνει σε ένα ταμείο που θα χρηματοδοτεί νέες εκδόσεις. Και, παρόλο που με λοιδόρησαν παλιότερα που το πρότεινα, ασφαλώς πρέπει σε ευρωπαϊκό επίπεδο (τουλάχιστον) να μπει φόρος στα ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία τύπου Amazon, τα οποία λειτουργούν παρασιτικά σε βάρος των τούβλινων, όπως και στους ηλεκτρονικούς αναγνώστες, τις συσκευές τύπου Κιντλ εννοώ, παρόμοιος με τον φόρο που έμπαινε στις άγραφες δισκέτες, στα φωτοτυπικά κτλ.
Και άλλες ιδέες μπορεί να κατατεθούν, πολύ καλύτερες από τις παραπάνω. Το κακό είναι ότι προηγούμενες συζητήσεις, σε άλλα κυρίως ιστολόγια, έχω παρατηρήσει μια τάση να βρίσκεται ένας αποδιοπομπαίος τράγος, άλλοτε οι εκδότες, άλλοτε οι μεταφραστές/συγγραφείς, άλλοτε οι βιβλιοπώλες, που να θεωρείται υπεύθυνος για το πρόβλημα. Με κραυγές όπως "Μόνο τα φράγκα κοιτάνε αυτοί ρε παιδιά. Ένα είναι αυτό που πρέπει να κάνουμε. Να μην αγοράζουμε τίποτα καινούργιο,ΤΙΠΟΤΑ. Δανειστική ο ένας στον άλλο. Ούτε παζάρια ούτε προσφορές, γιατί δεν κατάλαβα,είναι άμοιρα ευθυνών τα βιβλιοπωλεία;" δεν βγαίνει τίποτα. Ούτε είναι λογικό να συγκρίνονται, όπως κάνουν πολλοί, οι τιμές ενός μεταφρασμένου βιβλίου στα ελληνικά με τις τιμές του ίδιου βιβλίου στα αγγλικά από την Amazon. ("Πουλάνε το Χ. βιβλίο 20 ευρώ ενώ εγώ το βρίσκω στα αγγλικά στην Amazon για 6 λίρες" -αν δεν ξέρεις πολύ καλά αγγλικά, το επιχείρημα είναι περισσότερο ανόητο από το να πεις "Παραγγέλνουν ποτό στο μπαρ και δίνουν 10 ευρώ ενώ εγώ από το σουπερμάρκετ αγοράζω 10 ευρώ το μπουκάλι").
Με τέτοια, ακραιφνώς καταναλωτικά, επιχειρήματα μου είναι αδύνατον να συνταχθώ. Άλλωστε, πολλοί βιβλιόφιλοι (αν και ίσως όχι οι ιστολόγοι που λέγαμε) πίνουν νερό στο όνομα της Amazon, παρόλο που η Amazon εφαρμόζει μονοπωλιακές πρακτικές παντού. Πρόσφατα ήρθε στο φως ρεπορτάζ ότι η Amazon Γερμανίας χρησιμοποιούσε νεοναζήδες σεκιουριτάδες για να επιβάλλει πειθαρχία στο κακοπληρωμένο προσωπικό της κεντρικής αποθήκης της, που ζούσε περίπου υπό συνθήκες δουλείας -αλλά δεν είδα καμιά καταγγελία στα βιβλιοφιλικά ιστολόγια. Δεν αμφιβάλλω λοιπόν ότι αρκετοί καταναλωτές-βιβλιόφιλοι θα πήγαιναν τρέχοντας ν' αγοράσουν βιβλία από ένα σουπερμάρκετ που θα τα πούλαγε π.χ. 50% κάτω, αδιαφορώντας για όλες τις άλλους παραμέτρους (π.χ. αν το εν λόγω σουπερμάρκετ στηριζόταν στην εκμετάλλευση της κακοπληρωμένης εργασίας μαύρων, μικρών παιδιών ή ό,τι άλλο, ή αν ήταν επιχείρηση για ξέπλυμα κερδών από πορνεία, ναρκωτικά κτλ.) Έτσι λειτουργεί ο καταναλωτής. (Δεν υπάρχει τέτοιο σουπερμάρκετ, απ' όσο ξέρω).
Βέβαια, κάποια καλά, καινούργια βιβλία είναι απρόσιτα για το βαλάντιο των περισσότερων αναγνωστών. Είχα εκπλαγεί όταν είχε κυκλοφορήσει ο Ζοφερός οίκος του Ντίκενς στην εντυπωσιακά υψηλή τιμή των 61 ευρώ (για 676 σελίδες σε 2 τόμους). Λένε ότι είναι εξαιρετικά προσεγμένη έκδοση -ίσως τώρα που η τιμή της έχει πέσει στα 42 ευρώ να είναι πιο προσιτή. Τους Τιμπώ που ήθελα να τους διαβάσω από περιέργεια για όσα άκουγα σχετικά με τη μετάφραση, δεν τους αγόρασα (39 ευρώ ο τόμος), δανείστηκα τον ένα τόμο. Μπορεί να αγοράσω τον δεύτερο αν τύχει και τον βρω σε έκπτωση. Το λεξικό των Νεοελληνικών Οικωνυμίων του Συμεωνίδη περνάω κάθε τόσο από την Πολιτεία, το βλέπω, το χαϊδεύω, ελέγχω την τιμή του (12ο ευρώ τελευταία φορά που κοίταξα) και δεν το αγοράζω. Πολλά βιβλία που "πρέπει" να τα διαβάσω, τα δανείζομαι από βιβλιοθήκες. Δεν είναι πάντοτε ανάγκη να αγοράσουμε το βιβλίο που θα διαβάσουμε.
Κάποιοι άλλοι λένε ότι το ισχύον μοντέλο βιβλιοπαραγωγής είναι ξεπερασμένο και ότι έχει ήδη ανατείλει το νέο μοντέλο: κατάργηση του εκδότη, αυτοέκδοση σε μεγάλους ιστοτόπους απ' όπου ο πελάτης αγοράζει το βιβλίο με εκτύπωση κατ' αίτηση, πώληση βιβλίων σε ηλεκτρονική κυρίως μορφή και όχι σε έντυπη κτλ. Κι εγώ διαβάζω βιβλία σε ηλεκτρονική μορφή και δεν είμαι εχθρικός απέναντι στο άυλο, που μάλιστα έχει το ακαταμάχητο πλεονέκτημα ότι δεν πιάνει τόπο στα ράφια και μεταφέρεται εύκολα (όποιος έχει κάνει μετακόμιση ξέρει τι εννοώ). Αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση που δεν αφορά το ερώτημα του αν είναι ακριβά τα καινούργια βιβλία.
Αντίθετα, υπάρχει μια παράμετρος που λείπει από την επιστολή των βιβλιόφιλων ιστολόγων. Αν όντως στο υπό επεξεργασία νέο φορολογικό νομοσχέδιο συμπεριληφθεί η διάταξη που θα υποχρεώνει συγγραφείς, μεταφραστές, επιμελητές να διατηρούν δελτίο παροχής υπηρεσιών και να πληρώνουν εισφορές στον ΟΑΕΕ, τότε προφανώς οι συγγραφείς (με εξαίρεση όσους ελάχιστους ζουν από την πένα τους) θα πάψουν να εκδίδουν βιβλία, ενώ και των μεταφρασμένων βιβλίων η έκδοση θα μειωθεί, αφού θα αποσυρθούν οι περιστασιακοί μεταφραστές (και επιμελητές κτλ.) από την αγορά. Τότε θα πάψουν να αποτελούν πρόβλημα οι νέοι τίτλοι, τουλάχιστον Ελλήνων συγγραφέων, αφού θα βγαίνουν 5-10 καινούργια βιβλία κάθε χρόνο και τα υπόλοιπα θα κυκλοφορούν στο Διαδίκτυο ή θα εκδίδονται στο εξωτερικό.
σχόλια