Rock GR

Rock GR Facebook Twitter
4
Rock GR Facebook Twitter
Δεκαετία του Ογδόντα:1. H Κατερίνα, ένα τυχαίο κορίτσι της εποχής που λάτρευε τη ροκ. 2-3. Η πρώτη εμφάνιση των Last Drive στο Rodeo, Δεκέμβριος 1983 4. Ο Νικόλας Άσιμος, 1984 5. Το συγκρότημα Γενιά του Χάους στη Σοφίτα, 1983 6. Η αφίσα για τη θρυλική συναυλία στου Γκύζη.

Η Δεκαετία του Ογδόντα είναι η απογείωση και ο τάφος των ονείρων που γέννησε η μεταπολεμική εποχή στην Ελλάδα. Είναι όλο το ελληνικό ροκ, η ελληνική ροκ εκδοχή – τόσο μπάσταρδη, υβριδική για τους ορθοδοξολογούντες ες αεί αστοιχείωτους, και συνεπώς γκρινιάρηδες με το αζημίωτο, τόσο μπάσταρδη, λέω, που μοιάζει καθαρόαιμο άλογο κούρσας.


Το ελληνικό ροκ αρχίζει από το 1945, διατείνεται ο Μανώλης Νταλούκας, και τωόντι το ελληνικό ροκ δεν θα μπορούσε να έχει έναν politically correct ιστορικό, έναν νορμάλ ξενερουά χρονικογράφο: όλα μέσα, ως προς το ελληνικό ροκ, και έτσι είναι άλλωστε. Όλα τα ντοκιμαντέρ του κόσμου θα δείξουν ότι πάνε μαζί οι άγιοι παίδες και οι αγυιόπαιδες, οι Γαβριάδες και οι Πολυάννες, η Σαπφώ Νοταρά και η Μπέτυ Λιβανού, ο Όλιβερ Τουίστ και ο Τζέι Γκάτσμπι, «ο Μαρκήσιος ντε Σαντ με έναν χίπη», ναι, όλα συνδυάζονται / συνδέονται / συνυπάρχουν / συνουσιάζονται / συναρμόζονται.

Τα πάντα εκρήγνυνται ελεύθερα πια στη Δεκαετία του Ογδόντα, κι αυτό διότι μέχρι τότε εμποδίζονταν (ας μην ξεχνάμε ότι σε τούτη εδώ τη γωνιά της νοτιοανατολικής μεσογειακής Ευρώπης είχαμε αλλεπάλληλες δικτατορίες από τα χρόνια του Τριάντα έως το 1974). Το ροκ, ερμηνευόμενο με λίαν extra large διάθεση, περιλαμβάνει σχεδόν τα πάντα και τους πάντες, αρκεί να βρίσκονται σε φάση αέναης αναζήτησης, να  πάλλoνται από τάσεις εναντίωσης σε οτιδήποτε εγκατεστημένο και ξενέρωτο, να γίνονται συνδετικός αντιμηχανισμός τρελά ετερόκλητων πραγμάτων, δημιουργών, στυλ και ρυθμών.

Οι ιθύνοντες νόες πίσω από την αναβίωση του ρεμπέτικου, μια αναβίωση που σημειώνεται δυναμικά ανάμεσα στα 1977 και 1981, προέρχονται από αναρχοτροτσκιστικές ομάδες και συγκαταλέγονταν στους ακραιφνείς ακροατές πειραματικών ρόκερ όπως ο Frank Zappa και ο Captain Beefheart, ενώ συχνάζουν στις Βραδιές Πειραματικού Αμερικανικού Κινηματογράφου στο Studio του Σωκράτη Καψάσκη, βλέπουν μανιωδώς Wim Wenders και Marco Ferreri, και διατηρούν άριστες φιλικές σχέσεις, αλλά και συνεργασίες, με τα πεπαιδευμένα παλικάρια που, την ίδια ακριβώς εποχή, αποκαθιστούν τη χαμένη αξιοπρέπεια του ροκ και εγκαινιάζουν, και αυτοί, τη Δεκαετία του Ογδόντα, ήτοι τους αδελφούς Βασίλη και Νίκο Σπυρόπουλο που, συνεπικουρούμενοι από εκλεκτούς ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών σε ρόλους μπασίστα, οργανίστα, τραγουδιστή, συγκροτούσαν τη ροκ μπάντα Σπυριδούλα.

Το ελληνικό ροκ είναι οι άνθρωποι και τα στέκια. Είναι το συναπάντημα. Το πιόμα και τα τσιγάρα, το Φίλε Φέρε Φίλους Φάγε Φύγε, η μπάρα του Galaxy και το κουτούκι στη Φολεγάνδρου με τον κρασάτο κόκορα και τις απίθανα ελκυστικές και τρομερά ντόμπρες τραβεστί. (Επισημαίνει και με νουθετεί ο Λεωνίδας Χρηστάκης: «Ικάριε, μόνο στις τραβεστί θα βρεις εντάξει γυναίκα γιατί είναι άντρας και σε καταλαβαίνει»). Είναι η κρεαταγορά, τα πατσατσίδικα της Αχαρνών τα αποφεύγουμε, προκρίνουμε κατά καιρούς τον Ασλανίδη, θρυλικό ποδοσφαιριστή του ΠΑΟΚ, που στήνει φαγάδικο στην Αγίου Κωνσταντίνου και που σερβίρει πατσά κοκκινιστό.

Στην Κρεταταγορά συναντάς όλη τη ροκαρία, τη ροκαρερί να πω, της Δεκαετίας. Θείος Νώντας και Θέκλα και Τζούμας, μαζί και οι ποιητές, λίαν τακτικός, συνήθως μαζί μας, παρέα πάμε, ο Καρούζος. Το ελληνικό ροκ, το δικό μας ροκ, συναντάει τον Κορνήλιο Καστοριάδη στα σταυροδρόμια του λαβυρίνθου. Τον Κώστα Αξελό τον αποφεύγει για μια δεκαετία. Μετά, τον συναντάει και αυτόν στα πλανητικά παιχνίδια που ακόμη περιμένουν την καταγραφή από τον δικό τους ιστορικό.

Η ευγενής ροκ τσογλαναρία ολκής δεν έχει καμία στενότητα αντιλήψεων, ούτε καν ως προς τα στέκια. Τα ουζεριά πέριξ της Σόλωνος (Λέσβος, Πέρασμα, Αχ Βαχ, και ένα σωρό ανώνυμα) φιλοξενούν και σερβίρουν ροκάδες, ενώ ο Μπερντές (Σόλωνος & Ζωοδόχου Πηγής) καθίσταται στρατηγείο των ροκάδων της Τρυφερής Νύχτας, σύμφωνα με την ιδιάζουσα ταξινομητική φρασεολογία του Νταλούκα, οι οποίοι ροκάδες της Τρυφερής Νύχτας, ανάμεσα σε πείσμονα ρεμάλια, ανήσυχους φοιτητές, αναδυόμενους ποιητές, και κοπέλες που αγογγύστως και με το χαμόγελο στα πολλαχώς δραστήρια χείλη τους ξέρουν να μας ανακουφίζουν και να το γλεντάνε μαζί μας, διαβάζουν και συζητάνε και γράφουν χιλιάδες λέξεις, κείμενα για τον «Ήχο», το «Pop & Rock», τη «Μουσική», αλλά και το «Ιδεοδρόμιο», τη «Χιονάτη», το «Αντί», συν βιβλία ολόκληρα – ο Τζώρτζης για τον Bob Dylan, ο Νταλούκας για τον Jim Morrison, εγώ για τη Marilyn Monroe.

Απέναντι πρέπει να ήταν το ροκ μπαρ Τουταγχαμών, αν δεν με απατά η τεθλασμένη μνήμη μου, όπου οι θαμώνες άκουγαν ώρες ολόκληρες Doors, Iron Butterfly και MC5. Από την άλλη, βεβαίως, τρώγαμε τακτικότατα, και πίναμε, στο Ideal, διαβάζαμε τις κυριακάτικες εφημερίδες στο Zonar's, ανακαλύπταμε τον Tom Waits στη Διάπλαση των Παίδων, δυο βήματα από τον θερινό κινηματογράφο Εκράν, συναντιόμαστε για απανωτά Campari και μαιάνδρους συζητήσεων με τη Μαντώ Αραβαντινού και τον Νάνο Βαλαωρίτη στου Μπόκολα, ενώ τις προτάσεις γάμου, εμείς που ανοίξαμε σπίτια από τα είκοσί μας χρόνια, τις κάναμε, ντυμένοι στην πένα, στου Ορφανίδη, και φυσικά εγκωμιάσαμε τους Birthday Party και τους πρώιμους Smiths και τους Tuxedomoon, αδειάζοντας πολλάκις τα μαύρα δερμάτινα πορτοφόλια μας στα Νούφαρα, στο Minute, στο Galaxy, στο Aurevoir, στη Ράτκα. Εκεί, στη Ράτκα, οι ροκ ιστορίες είχαν την ένρινη κομψότητα του Θοδωρή Μανίκα, συνδυασμένη με την αμαρτωλή βραχνάδα της Nina Simone. Τι απόρρητο τεμπελίκι η Ράτκα!

 
Πόσα και πόσα ελληνοροκάδικα απολυτίκια δεν ξεκινάνε από το Pop Eleven και τον αείμνηστο Τάσο Φαληρέα, αυτή την πολυσχιδή προσωπικότητα που λες και κρύβεται πίσω από καθετί σημαντικό και πρωτότυπο έμελλε να αναδυθεί δυναμικά μες στη δεκαετία! Τα κείμενά του, ιδίως στο Ντέφι, το περιοδικό που μας έκανε να τα χάσουμε κανονικά, να σαστίσουμε σε βαθμό μετεφηβικού εγκεφαλικού, αναμοχλεύουν πάθη και εμμένουν σε έναν καλοζυγιασμένο ρεαλισμό, τόσο καλοζυγιασμένο και τόσο ρεαλισμό που αγγίζει την ποίηση και τον υπερρεαλισμό.

Θυμάμαι και θυμίζω ότι στη Δεκαετία του Ογδόντα μονάχα τέσσερις, άντε πέντε, σεσημασμένοι ανοιχτόμυαλοι αγοράζαμε δίσκους του Bob Dylan σε όλη την Αθήνα, πάντα από το Pop Eleven, πάντα ακούγοντας τον Τάσο να εγκωμιάζει την ελληνική φέτα, την καλαθοσφαίριση και ό,τι ατόφιο κυκλοφορούσε στα πέριξ. Μέσω Τάσου και σελίδων στο «Ντέφι», το ροκ απλώνεται στο reggae, που εισάγει στην Ελλάδα ο Θοδωρής Μανίκας, και στον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, που εγκωμιάζει και συστήνει έτσι στην πιτσιρικαρία ο μεταπιτσιρικάς (εικοσιτριάχρονος τότε) Γιάννης Τζώρτζης.

 
Τα σκαλίζει ο Νταλούκας. Με το πλούσιο υλικό του, φερμένο από τα τρελά πάρτι στα ορυχεία του Μεταπολέμου, στις κατακόμβες, καθώς λέω, της επίσημης πραγματικότητας. Και θυμάμαι, μαζί με τον Νταλούκα, το Πάλι, τον τόμο που εξέδωσε το Πολύπλανο, με τα έξι τεύχη του θρυλικού περιοδικού (όπου αναμειγνύονται εμπρηστικά beat και ντανταϊστικές ροπές). Βλέπεις εκεί την αρχαιολογία της γνώσης του ελληνικού ροκ: Εμπειρίκος και Σεφέρης μαζί, Πουλικάκος και Ταχτσής, Τάσος Δενέγρης και Ελευθέριος Δούγιας, Πάνος Κουτρουμπούσης και Σπύρος Μεϊμάρης, μα και οι (ζώντες και θαλεροί τότε, φίλοι αμφότεροι του Νάνου Βαλαωρίτη) André Breton και Allen Ginsberg.

Και βλέπεις: ξανά οι παλιοί στο προσκήνιο, παλιοί που είναι ακόμη νέοι, σφριγηλοί, και μάλιστα, μοιάζουν τώρα, ανάμεσα δηλαδή στα 1980 και 1985, να επανακάμπτουν με δυνατά έργα. Άλλοι, πάλι, χάνονται στη φαντεζί σκιά που απλώνουν τα δρύινα κουφώματα ενός ταχύπλοου νεοπλουτισμού. Οι πιο αριστοκράτες εντέλει είναι και οι πιο μόρτες. Λαϊκή ελίτ. Και αριστοκρατική αλήτ'. Που σημαίνει, επίσης: Θανάσης Ρεντζής και Ηλεκτρικός Άγγελος, ήτοι να μην ξέρεις πού τελειώνει το overland και αρχίζει το underground.

Όλοι σε κατάσταση interstellar overdrive. Ξεφυτρώνουν εκδοτικοί οίκοι και περιοδικά, όλο αυτό είναι ροκ, όλη η αναζήτηση, όλο το ψάξιμο που σου φέρνει στο νοερό ατελιέ, στο στούντιο της πραγματικότητας, τη «Ζάλη» του Γιάννη Τζώρτζη (τέσσερα τεύχη, το ένα πιο ερευνητικό και συνάμα προσηλωμένο από το άλλο), τα πεζογραφήματα της Μαρίας Μήτσορα (όπου η λεπταισθησία συναντάει την υπέρβαση), την πολυπραγμοσύνη ακριβείας και την καλοήθη ειρωνεία του Χρήστου Βακαλόπουλου, τον μαξιμαλιστικό ίλιγγο του Ευγένιου Αρανίτση, και τον άφθαρτο δανδισμό του Θοδωρή Μανίκα.

Και λίγα λέω! Εμείς χτίσαμε το Μαγαζί «Η Δεκαετία του Ογδόντα». Δεν σας το είπανε, τώρα σας το λένε, σιγά-σιγά. Εκείνο που δεν σας έχουνε πει ακόμη είναι ότι, τώρα που μιλάμε, χτίζουμε και το Μαγαζί «Η Δεκαετία του Δύο Χιλιάδες Δέκα», ίσως και το Μαγαζί «Η Δεκαετία του Δύο Χιλιάδες Είκοσι». Τον νου σας!

Διάφορα
4

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Δ. Πολιτάκης / Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Μπορεί να έχει άμεση ανάγκη κάποιου είδους ανάπλασης η Πλατεία Εξαρχείων, το τελευταίο που χρειάζεται όμως είναι ένα μίζερο χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ζόρι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Β. Βαμβακάς / Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Οποιοσδήποτε απολογισμός της είναι καταδικασμένος στη μερικότητα, αφού έχουν συμβεί άπειρα γεγονότα που στιγμάτισαν τις ζωές όλων μας ‒ δύσκολο να μπουν σε μια αντικειμενική σειρά.
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Β. Στεργίου / Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Αντί να βλέπουμε τη χώρα σαν άδεια πισίνα όπου πρέπει να γυρίσουν τα ξενιτεμένα της μυαλά για να γεμίσει, ας αλλάξουμε τα κολλημένα μυαλά σ' αυτόν εδώ και σε άλλους τόπους.
ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ

σχόλια

4 σχόλια