Την επόμενη φορά να συζητήσουμε για τον Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ ως επίγονο του Οιδίποδα». Είμαστε στα 1977 και η ατάκα ανήκει σε καθηγητή εγκληματολογίας που διδάσκει στη σχολή επιμόρφωσης πρακτόρων του FBI, εκεί όπου παραδίδει μαθήματα και ο νεαρός ειδικός πράκτορας Φορντ, ο οποίος τρώγεται από την επιθυμία να χρησιμοποιήσει την ακαδημαϊκή γνώση και θεωρία στην ανάλυση τα ψυχοσεξουαλικής παθολογίας των κατά συρροή δολοφόνων που τότε ήταν η εποχή της μεγάλης «ακμής» τους. Η υπηρεσία έχει τις αντιρρήσεις της για την αποτελεσματικότητα της θεωρητικής προσέγγισης σε αληθινά - και φρικιαστικά πέρα από κάθε νοσηρή φαντασία - εγκλήματα, αλλά τελικά πείθεται να σπονσονάρει το οδοιπορικό των πρακτόρων Φορντ (στεγνός, εσωστρεφής, αδιαπέραστος, λίγο πριν τα τριάντα) και Τεντς (γήινος, γλυκόπικρος, παλαιάς κοπής, λίγο πριν τα πενήντα) στο μυαλό και την ψυχοσύνθεση τεράτων που δεν εμφανίζουν κανένα κίνητρο για τις αποτρόπαιες πράξεις τους.
Η αλήθεια είναι ότι η σειρά αργεί λίγο να στηθεί και να πάρει μπρος, αλλά τελικά μπαίνει κάτω από το δέρμα του θεατή, κυρίως λόγω της ψυχραιμίας και της αυτοσυγκράτησης με την οποία χειρίζεται την αναπαράσταση «εποχής».
Ως εκπρόσωποι λοιπόν της Μονάδας Ερευνών Συμπεριφοράς του FBI επισκέπτονται στη φυλακή κάποιους από τους πλέον επιφανείς «μανιακούς» δολοφόνους, ο πιο επιφανής από τους οποίους αφού είχε βασανίσει και σκοτώσει μια σειρά από άτυχες φοιτήτριες, στο τέλος έσφαξε και τη μάνα του και κατόπιν έβαλε το κομμένο κεφάλι της να του κάνει στοματικό έρωτα. Παράλληλα, λειτουργούν και ως σύμβουλοι φρικαρισμένων ντόπιων μπάτσων σε (πρώην) φιλήσυχα μέρη, κατά τη διεξαγωγή των ερευνών για εγκληματίες αντίστοιχου προφίλ που παραμένουν όμως ασύλληπτοι. Η ουσία όμως και το ισχυρό σημείο της σειράς βρίσκεται στις κλειστοφοβικές αίθουσες όπου μαγνητοφωνούνται οι συνεντεύξεις με τους «χαρισματικά» παράφρονες ισοβίτες, ο πιο ψωνισμένος των οποίων, ως Στάνλεϊ Κιούμπρικ των serial killers, περιγράφει με στόμφο τη φρικαλέα δράση του ως "oeuvre", όρος που χρησιμοποιείται κυρίως για το σύνολο του έργου ενός κινηματογραφικού δημιουργού.
«Ο κόσμος μοιάζει πια να μη βγάζει κανένα νόημα», δηλώνει ο πράκτορας Φορντ (που και ο ίδιος μοιάζει να κουβαλάει κάποια ανησυχητικά θεματάκια μέσα του), «κατά συνέπεια, ούτε κι αυτά τα εγκλήματα που στη θέση του κίνητρου υπάρχει μόνο ένα κενό που χάσκει, μια μαύρη τρύπα». Σαράντα χρόνια μετά, τέτοιου είδους παραδοχές περί τρελού, βίαιου κόσμου και ανεξήγητων εγκληματικών συμπεριφορών, φαίνονται απολύτως επίκαιρες. Όπως και το γεγονός ότι όλοι οι serial killers (ο όρος δεν είχε κατοχυρωθεί ακόμα στην εποχή που διαδραματίζεται η σειρά, ο Φορντ προτείνει τον όρο «sequence killers» που έχει και μια κινηματογραφική χροιά) ήταν / είναι άντρες (λευκοί), και όλα σχεδόν τα θύματα τους γυναίκες, καθώς συζητάμε εντόνως τον τελευταίο καιρό σχετικά με τις συνθήκες που επιτρέπουν την κακοποίηση γυναικών. Πολύ ενδιαφέρον έχει επίσης η άποψη της ψυχολόγου με την οποία συνεργάζονται οι δύο πράκτορες, ότι οι εγκληματίες ψυχοπαθείς μοιράζονται πολλά κοινά στοιχεία προσωπικότητας με τους μπίζνεσμεν.
Η αλήθεια είναι ότι η σειρά αργεί λίγο να στηθεί και να πάρει μπρος, αλλά τελικά μπαίνει κάτω από το δέρμα του θεατή, κυρίως λόγω της ψυχραιμίας και της αυτοσυγκράτησης με την οποία χειρίζεται την αναπαράσταση «εποχής» (κοινώς, δεν σε πρήζει στη φετιχιστική «σεβεντίλα») αλλά και της μουντής ατμοσφαιρικής παλέτας του Ντέιβιντ Φίντσερ (ειδικά όπως εκφράστηκε σε ταινίες όπως το «Seven» ή το αριστουργηματικό «Zodiac»), ο οποίος σκηνοθετεί τα τέσσερα από τα δέκα επεισόδια και θέτει το αισθητικό καλούπι για τα υπόλοιπα. Οι διάλογοι από την άλλη, κάποιες φορές μοιάζουν επίπεδοι και χωρίς τις ακροβατικές γλαφυρότητες που έχουμε συνηθίσει σε σειρές υψηλού κύρους, κι αυτό οφείλεται μάλλον στο θεατρικό υπόβαθρο τόσο του δημιουργού του Mindhunter, Τζο Πένχαλ όσο και της βασικής σεναριογράφου Τζένιφερ Χέιλι. Τα λόγια όμως που βγαίνουν από το στόμα σύγχρονων μοναχικών τεράτων που αδυνατούν να επεξεργαστούν τα ψυχολογικά τους τραύματα όπως εμείς οι υπόλοιποι, είναι σαφή και εκδηλωτικά της βαθιάς, οριστικής και απόλυτης δυσλειτουργίας τους: «Κανένας σ΄ αυτόν τον γαμημένο κόσμο δεν με ήθελε ποτέ...»
σχόλια