Στα γυρίσματα της ταινίας «Man on the Μoon» (1999) για τη ζωή του κωμικού Άντι Κάουφμαν, o Τζιμ Κάρεϊ αποφάσισε να μπει στο πετσί του ρόλου περισσότερο ίσως από οποιονδήποτε ηθοποιό στην ιστορία του σινεμά. Έπαιζε τον Άντι Κάουφμαν όχι μόνο την ώρα που «έτρεχε» η κάμερα αλλά και όσο βρισκόταν στον χώρο των γυρισμάτων.
Από την ώρα που έφτανε στο στούντιο μέχρι την ώρα που έφευγε ήταν ο Κάουφμαν και τις ημέρες που είχε σκηνές ως μια περσόνα του Άντι Κάουφμαν, αυτή του Tόνι Κλίφτον, ήταν ο Κλίφτον, πράγμα κάπως άβολο για το υπόλοιπο συνεργείο, καθώς η περσόνα αυτή ήταν ένας αλκοολικός χοντράνθρωπος με φρικτή συμπεριφορά, την οποία αναγκάζονταν να υποστούν όλοι, από τη μακιγιέζ μέχρι τον σπουδαίο σκηνοθέτη της ταινίας Mίλος Φόρμαν.
Δεκαοκτώ χρόνια μετά την πρώτη προβολή της ταινίας, ακυκλοφόρητο υλικό από τα γυρίσματα αλλά και μια εκτενής συνέντευξη ενός τρομερά ήρεμου και σχεδόν σε υπερβολικό βαθμό φιλοσοφημένου Τζιμ Κάρεϊ συνθέτουν το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ «Jim & Andy: The great beyond».
Ο Κάρεϊ πειραματίστηκε υιοθετώντας την περσόνα του ανθρώπου που είχε αναλάβει να υποδυθεί όχι τόσο για να βελτιώσει την υποκριτική του αλλά περισσότερο για να ανακαλύψει μέσω αυτής της ιδιαίτερης συνθήκης τον ίδιο του τον εαυτό.
Βλέποντας το ντοκιμαντέρ, καταλαβαίνουμε ότι ο Κάρεϊ, ένας άνθρωπος με ιδιαίτερες ανησυχίες, πειραματίστηκε υιοθετώντας την περσόνα του ανθρώπου που είχε αναλάβει να υποδυθεί όχι τόσο για να βελτιώσει την υποκριτική του αλλά περισσότερο για να ανακαλύψει μέσω αυτής της ιδιαίτερης συνθήκης τον ίδιο του τον εαυτό.
Αφήνοντας για λίγους μήνες τον εαυτό του και ζώντας ως Άντι ή Tόνι, μετέτρεψε τα γυρίσματα της ταινίας σε ένα προσωπικό εσωτερικό ταξίδι, στο οποίο βρήκε απρόσμενους συνταξιδιώτες. Ενδεικτική της κατάστασης είναι η σχέση που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκειά τους μεταξύ του Τζιμ Κάρεϊ και του πατέρα του Άντι Κάουφμαν, που είχε χάσει τον γιο του δεκαπέντε χρόνια πριν.
Κάποια στιγμή, όπως περιγράφει ο Καναδός ηθοποιός, βρεθήκανε οι δυο τους στα καμαρίνια και είχαν μια συζήτηση στην οποία ο Κάρεϊ συμμετείχε ως Άντι. Η συζήτηση, σύμφωνα με την περιγραφή του Κάρεϊ, όσο σουρεαλιστικό και αν ακούγεται αυτό, ήταν τρομερά συγκινητική.
Υιοθετώντας καθημερινά την περσόνα του Kάουφμαν, έγινε κατά κάποιον τρόπο ο ρόλος που υποδυόταν. Ήταν όμως κατά βάθος ο εαυτός του; Ήταν ο Άντι; Ή ένας άνθρωπος που μέσω αυτού του τεχνάσματος, ζώντας ως κάποιος άλλος, έψαχνε να βρει τον εαυτό του;
O Τζιμ Κάρεϊ, έναν χρόνο πριν από τα γυρίσματα του «Man on the Μoon», είχε πρωταγωνιστήσει στο «Truman Show», μια ταινία για έναν άνθρωπο του οποίου η ζωή μεταδίδεται εν αγνοία του 24 ώρες το εικοσιτετράωρο στους δέκτες δισεκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Ο συγκεκριμένος ρόλος, όπως και αυτός του Kάουφμαν στo «Man on the Μoon» αλλά και του Joel στην «Αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού» έχουν μεγάλη εσωτερικότητα και γι' αυτόν το λόγο ο Τζιμ Κάρεϊ επέλεξε συνειδητά να τους ενσαρκώσει.
Στη συνέντευξή του στο ντοκιμαντέρ κάποια στιγμή λέει τα παρακάτω λόγια: «Υπάρχει μια περσόνα που δημιουργείς, ένας ρυθμός που επινοείς, ο οποίος αρέσει στον κόσμο, τον κάνει να ξεχνά τα προβλήματά του και κάνει εσένα δημοφιλή. Κάποια στιγμή πρέπει να βγάλεις τη μάσκα, που δεν είναι αυτό που πραγματικά είσαι. Κάποια στιγμή πρέπει να ζήσεις ως ο εαυτός σου.
Το "Truman Show" υπήρξε προφητικό για εμένα. Αυτοεκπληρώνεται διαρκώς ως δίδαγμα σχεδόν, ως πραγματική έκφραση του τι έχω περάσει στην καριέρα μου, του τι περνάνε όλοι όταν επινοούν τον εαυτό τους για να γίνουν δημιουργικοί ή επιτυχημένοι. Όχι μόνο στη show business αλλά και στη Wall Street, παντού.
Πας στο γραφείο, φοράς μια στολή, φέρεσαι με έναν συγκεκριμένο τρόπο, λες ψέματα συχνά και κάνεις ό,τι πρέπει να κάνεις για να μοιάζεις νικητής. Κάποια στιγμή στη ζωή σου πρέπει να πεις: "Δεν με νοιάζει πώς φαίνεται. Βρήκα μια χαραμάδα στην ψυχή μου και θα μπω μέσα. Και θα αντικρίσω την άβυσσο που συνιστά το να μην ξέρω αν αυτό θα αρέσει στους άλλους ή όχι". Μερικές φορές, όπως στην ταινία, προσπαθούν να σε πνίξουν στη μέση της αβύσσου. Λένε: "Όχι, γίνε ο άλλος τύπος, είπες ότι ήσουν αυτός ο τύπος. Είπες ότι ήσουν ο Άντι. Είπες ότι ήσουν ο Τόνι Κλίφτον". Κανείς δεν μπορεί να ζει έτσι για πάντα».
Στις 15 Δεκεμβρίου μού έστειλε ένα μήνυμα ο εκδότης της LiFO Στάθης Τσαγκαρουσιάνος, στο οποίο μου πρότεινε να γράφω μία στήλη κάθε εβδομάδα. Συναντηθήκαμε στο γραφείο του λίγες μέρες μετά. Του είπα ότι η ανησυχία μου είναι πως δεν γράφω επαγγελματικά, γράφω μόνο όταν μου έχει συμβεί κάτι ιδιαίτερο και θέλω να το περιγράψω ή όταν έχω ελεύθερο χρόνο και βαριέμαι.
Του είπα επίσης ότι γράφω κάπως άναρχα, πολλές φορές χωρίς σημεία στίξης και τόνους, ότι δεν γνωρίζω καλά τους κανόνες και ότι χρησιμοποιώ μια δική μου μορφή ελεύθερης γραφής, η οποία μπορεί να ταιριάζει σε έναν τοίχο ενός προφίλ στο Facebook, αλλά μου φαίνεται δύσκολο να μεταφερθεί στη στήλη μιας εφημερίδας ή ενός περιοδικού.
Ο Στάθης μου είπε να μη με νοιάζει, να γράφω ό,τι θέλω και όπως θέλω. Και αυτό το «ό,τι θέλω» είναι τελικά μεγάλο μανίκι. Είναι αυτό που αναζητά ο Τζιμ Κάρεϊ, είναι ο λόγος που παίζει τους ρόλους που παίζει, είναι αυτό που τρομάζει όλους μας, αυτό που έχουμε βαθιά μέσα μας και φωνάζει εγκλωβισμένο να το αφήσουμε να βγει έξω, είναι αυτό που καμιά φορά, σπανιότατα, καταφέρνουμε να δούμε κατάματα και ακόμα σπανιότερα να απελευθερώσουμε.
Είναι αυτό που κάποιες φορές θα προσπαθώ να αποδώσω και από εδώ, είναι η δική μου αλήθεια, είναι αυτά όλα που θα έγραφα αν έγραφα μόνο για εμένα, γιατί τελικά το πιο αληθινό κομμάτι μας είναι αυτό που έχουμε μάθει να κρύβουμε, κρύβοντας ουσιαστικά τον ίδιο μας τον εαυτό...
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια