Σκέφτομαι τον Κωστή Παπαγιώργη και αυτό που έγραφε στο θαυμαστό βιβλίο του «Ζώντες και τεθνεώτες»: «Ο θάνατος έκανε τη δουλειά τέλεια, μαστορικά. Ο νεκρός δεν έχει κανένα ψεγάδι. Είναι απόλυτα νεκρός. Πού είναι άραγε τα λόγια και τα έργα του; Αυτό το απλησίαστο που δεν ησυχάζει ποτέ μέσα στον ζωντανό;»
Όταν δεν ησυχάσουν οι αποθανόντες (και πώς ξέρουμε, άραγε, ότι το κάνουν;) τότε μιλούν για τα πάθη τους. Για την έλλειψη της ανθρωπινότητάς τους. Ζητούν να επιστρέψουν, να έχουν μια ακριβή στιγμή εγγύτητας με τους οικείους τους, να αισθανθούν τη ζέστη του ήλιου, το ακούσουν το θρόισμα των φύλλων, να γίνουν ξανά μέρος της μεγάλης περιπέτειας της ζωής.
Ο Τζορτζ Σόντερς κέρδισε το φετινό Man Booker με το πρώτο του μυθιστόρημα, στο οποίο οι νεκροί αναλαμβάνουν το ρόλο να αφηγηθούν αυτά που συμβαίνουν στο επέκεινα.
Μπορεί η αφορμή να είναι ο αδόκητος θάνατος του αγαπημένου γιου του Αβραάμ Λίνκολν την περίοδο που εκείνος ήταν πρόεδρος των ΗΠΑ και η συνακόλουθη λιτανεία θλίψης του μεγάλου άνδρα μπρος στο αναπόδραστο, ωστόσο το κεντρικό θέμα/ζητούμενο είναι η κατανόηση των ανθρώπων να υπάρξουν μέσα στην οντολογική παραζάλη της προσωρινότητάς τους.
Ο φαινομενικός πεσιμισμός του μυθιστορήματος, ενδεχόμενα η κλειστοφοβική αίσθηση ότι το μη δραν των ηρώων θα είναι αιώνιο, αντιστρατεύεται από τον έντονο ανθρωπισμό με τον οποίο έχει ντύσει τις λέξεις του ο Σόντερς.
Μα, αυτό ακριβώς λέει και στην αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στη LiFO. Ας μην αφήνουμε τις άσχημες πτυχές της ζωής να μας καταβάλλουν. Να γιορτάζουμε τη ζωή διότι είμαστε προσωρινοί. Τι παράξενο: ο Γκαίτε έλεγε «Κάθε παρηγοριά είναι χυδαία/και μοναδικό καθήκον είναι η απελπισία». Ποιος, άραγε, έχει δίκιο; Ίσως κανένας από τους δύο να μην διαθέτει την απόλυτη αλήθεια. Όχι γιατί δεν υπάρχει, αλλά διότι η αμφιθυμία είναι η βασίλισσα της ανθρώπινης κατάστασης. Και αν υπάρχει κάτι που μπορεί να λειάνει αυτές τις αιχμηρές γωνίες της ζωής, να τους δώσει μια καμπυλότητα, να τις κάνει εύπλαστες, αυτό το κάτι είναι το μεγαλείο της τέχνης. Εν προκειμένω: της λογοτεχνίας.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
― Κύριε Σόντερς, είστε ο ίδιος άνθρωπος που ήσασταν και πριν από το Booker; Σας άλλαξε κάπως το βραβείο;
Ελπίζω να είμαι ο ίδιος. Ήδη αρχίζει να μειώνεται με ήρεμο τρόπο ο αυτοθαυμασμός.
― Ποιο είναι το πραγματικό βραβείο για έναν συγγραφέα;
Το να αναπτύσσει την εμπιστοσύνη του στο όραμά του. Κάπως έτσι, προχωρώντας, μπορεί να προσπαθήσει με μεγαλύτερη ένταση να φτιάξει ωραία πράγματα.
― Είναι η αποδοχή, ο θαυμασμός ή η μάχη με τις λέξεις που σας κάνει να μπείτε στη διαδικασία να γράψετε ένα βιβλίο;
Ειλικρινά, όλα αυτά. Όμως τη στιγμή που γράφω, τη στιγμή που βρίσκομαι μέσα στην εξέλιξη ενός βιβλίου, αυτά έρχονται τελευταία. Το πιο σημαντικό είναι το αίσθημα ότι δημιουργείς έναν συνεκτικό κόσμο που αναδύεται μέσα από το χάος. Και είναι αυτό το συναίσθημα ότι κάτι τέτοιο βγήκε «μέσα» από εσένα και «εξαιτίας» σου. Στην πραγματικότητα ο εαυτός μου εξαφανίζεται στιγμιαία ή εξουδετερώνεται από το καλλιτεχνικό έργο: αυτό είναι Παράδεισος.
― Σας γνωρίζουμε ως συγγραφέα διηγημάτων. Έχετε γίνει αποδεκτός ως ένας από τους «καλλιτέχνες» του είδους στη σύγχρονη αμερικανική λογοτεχνία. Τι σας έκανε να γράψετε μυθιστόρημα;
Κάθε ιστορία απαιτεί από μόνη της πώς πρέπει να γραφτεί. Για καιρό είχα αποφασίσει να εγκαταλείψω κάθε προσπάθεια να γράψω μυθιστόρημα – μπορώ να πω ότι αισθανόμουν και περήφανος γι’ αυτό. Είχα αποδεχθεί το ότι ήμουν ένας οπαδός της μικρής φόρμας. Όμως, ανακάλυψα πως η συγκεκριμένη ιστορία ήταν τόσο συγκινητική που μόλις ξεκίνησα να γράφω, σαν να ξεπρόβαλε από μέσα της ένα μυαλό (και ένα DNA) ξεχωριστά από εμένα.
― Και τώρα που ολοκληρώσατε το πρώτο σας μυθιστόρημα και μάλιστα με επιτυχία, θα επιστρέψετε στα διηγήματα;
Ναι, θα επιστρέψω. Εκεί είναι το σπίτι μου. Λατρεύω τη μικρή φόρμα. Εάν στο μέλλον προκύψει και κάποιο άλλο μυθιστόρημα, νομίζω πως θα έρθει με τον ίδιο τρόπο που ήρθε κι αυτό – επιμένοντας, παρά τις δικές μου αντιρρήσεις, ότι πρέπει να απλωθεί και να γίνει μεγαλύτερο.
― Σας φαίνεται ευκολότερο να γράφετε διηγήματα ή αντιθέτως είναι πιο δύσκολο από τη στιγμή που πρέπει να είστε ακριβής σε ελάχιστο χώρο. Συγγνώμη, αλλά αισθάνεστε ότι πρέπει να είστε ακριβής;
Όχι, δεν χρειάζεται να είμαι ακριβής, δεν νομίζω. Από την άλλη, ίσως, ναι, πρέπει να είσαι συνοπτικός. Η δυσκολία με τα διηγήματα είναι ότι συμπεριφέρονται σαν ένα αστείο: στο τέλος, έχουν ευοδωθεί ή όχι και αυτό το γνωρίζει μόνο ο αναγνώστης. Και μέρος της ευχαρίστησης είναι η αποτελεσματικότητα της παράδοσης στον αναγνώστη. Επομένως, θεωρώ ότι το διήγημα είναι μια πολύ απαιτητική φόρμα. Πρέπει να «καίω» τις λιγότερο ενδιαφέρουσες σκηνές και στη συνέχεια να τις απορρίπτω υπέρ των πιο έντονων – και αυτό απαιτεί χρόνο και πολλές σελίδες που έχουν απορριφθεί.
― Μιλώντας για το βιβλίο σας «Λήθη και Λίνκολν», στον αμερικανικό τίτλο υπάρχει η λέξη «Bardo». Μια κατάσταση μεταξύ θανάτου και επαναφοράς σε άλλη μορφή ζωής. Αυτό είμαστε, κύριε Σόντερς; Βρισκόμαστε μονίμως σε μια τέτοια κατάσταση;
Ναι, το πιστεύω. Η λέξη «bardo» μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε όλες τις καταστάσεις μετάβασης – σαν κι αυτή που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή, μεταξύ γέννησης και θανάτου. Υποθέτω πως μπορούμε να δούμε κάθε ξεχωριστή στιγμή της ζωής μας σαν «bardo», με τους εαυτούς μας να πεθαίνουν και να αναγεννιούνται κάθε στιγμή. Το ότι συνεχίζουμε έχει να κάνει βασικά με μια νοητική κατασκευή που φτιάχνουμε – ίσως για δαρβινικούς λόγους, ή γιατί μπορεί να τρελαθούμε αν καταλάβουμε πραγματικά μόνο προσωρινοί είμαστε. Ναι, τρελοί, ή, μπορεί και με κάποια επιφοίτηση.
― Ποια ήταν η πρώτη σκέψη που σας ήρθε στο μυαλό για να γράψετε το μυθιστόρημα; Πώς ξεκίνησαν όλα;
Πριν από πολλά χρόνια – τη δεκαετία του ’90- είχα ακούσει πως ο αγαπημένος γιος του Λίνκολν είχε πεθάνει την περίοδο που εκείνος ήταν πρόεδρος των ΗΠΑ. Είχε τόσο επηρεαστεί από τη θλίψη του που είχε επισκεφθεί τον τάφο αρκετές φορές για να κρατήσει στα χέρια του το νεκρό σώμα του γιου του. Αυτή η ιδέα μου έμεινε στο μυαλό όλα αυτά τα χρόνια – ήταν τόσο παράξενο, θλιβερό, αλλά και όμορφο όλο αυτό.
― Κύριε Σόντερς, είστε ένας θρησκευόμενος συγγραφέας; Τι πιστεύετε για τον εαυτό σας;
Θέλω να πιστεύω πως είμαι ένα θρησκευόμενο άτομο ή ένας άνθρωπος που ενδιαφέρεται σίγουρα για πνευματικά ζητήματα. Θέλω να πω, εάν ένας άνθρωπος ζει, ενδιαφέρει και έχει περιέργεια, τότε μια συγκεκριμένη δέσμη ερωτημάτων αναφύεται στο μυαλό του. Γιατί ήρθαμε εδώ; Πώς θα ζήσουμε, με δεδομένη την τρελή αντίθεση: 1) φτιαχτήκαμε για να αγαπάμε ο ένας τον άλλον ΚΑΙ 2) οτιδήποτε αγαπάμε (ειδικά τους πολύτιμους εαυτούς μας) είναι εντελώς προσωρινό. Επομένως, εάν ένας συγγραφέας λαμβάνει αυτά τα ερωτήματα και τα ενσωματώνει στο έργο του (ή σκέφτεται κάθε μέρα γι’ αυτά) είναι ένας θρησκευόμενος συγγραφέας; Θα έλεγα ναι, ακόμη κι αν το αποτέλεσμα, το έργο του, δεν είναι «θρησκευτικό» με την παραδοσιακή και κυριολεκτική έννοια.
― Είναι εύκολο το βιβλίο σας; Θέλω να πω, τι πιστεύετε, μπορεί να διαβαστεί από όλους;
Σίγουρα δεν μπορεί να αρέσει σε όλους. Αυτό μπορείτε να το δείτε αν κοιτάξατε τα σχόλια στο Amazon (γελάει). Η ελπίδα μου είναι ότι δεν πρόκειται για ένα δύσκολο βιβλίο χωρίς λόγο, αν αντιλαμβάνεστε αυτό που εννοώ. Η δυσκολία όσο αναπτύσσεται θα πρέπει να οδηγεί σε αυξανόμενη ομορφιά. Άρα, προσπαθώ να πω ότι η οποία δυσκολία αποζημιώνει τον αναγνώστη στο τέλος. Ελπίζω το βιβλίο να διδάσκει τον αναγνώστη πώς να το διαβάσει, έτσι στο τέλος, να διαβάζει με έναν νέο και ολότελα τρελό τρόπο. Αυτό προσφέρει ακόμη μεγαλύτερη ομορφιά.
― Πόσο παράξενο είναι να δίνει κάποιος φωνή στα πνεύματα; Στο βιβλίο σας μιλούν οι νεκροί.
Είναι ακριβώς το ίδιο παράξενο με το να δίνει φωνή στους ζώντες. Είναι δύσκολο. Αλλά προσφέρει μεγάλη χαρά.
― Διέγνωσα στο βιβλίο μια έντονη διάθεση κατανόησης από εσάς και νομίζω πως αυτή είναι μια από τις σημαντικές «δυνάμεις» του μυθιστορήματος.
Το ελπίζω. Νομίζω πως η λογοτεχνία αυτό ακριβώς κάνει καλά με μοναδικό τρόπο: μας επιτρέπει να μπούμε στο μυαλό κάποιου άλλου ανθρώπου και κάπως έτσι μας βεβαιώνει πως δεν είμαστε τόσο διαφορετικοί μεταξύ μας – υπάρχουμε σε μια συνεχόμενη και ως εκ τούτου μεγαλύτερη κατανόηση και ενσυναίθηση και παρηγορητική δράση. Θεωρητικά το κάνουμε με προσπάθεια στο πλαίσιο της αντίληψής μας.
― Σας πάω κάπου αλλού. Τι γνώμη έχετε για τον Τραμπ και το φόβο που προκύπτει από την άνοδο του λαϊκισμού στις ΗΠΑ και την Ευρώπη;
Νομίζω πως είναι μια ακόμη εκδήλωση της ανθρώπινης τάσης που πάντα υπήρχε: σε δύσκολες εποχές, είναι εύκολο και κάπως απολαυστικό να δαιμονοποιείς το Άλλο. Είναι δυσκολότερο να κάνεις αυτό που ανέπτυξα προηγουμένως (σ.σ.: να ζεις με ενσυναίσθηση και κατανόηση) ή αυτό που ανέφερα στην ομιλία μου κατά τη βράβευσή μου για το Booker. Η μεγάλη ιστορία της ανθρώπινης δραστηριότητας (θέλω να σκέφτομαι και να πιστεύω) είναι η σταδιακή εξάπλωση της αγάπης. Ακόμη και με κάποια βήματα προς τα πίσω, σταδιακά γινόμαστε καλύτεροι στο να κατανοούμε ότι η κατανόηση και η ενσυναίσθηση είναι εξαιρετικά δαρβινικά εργαλεία που χρειάζεται το ανθρώπινο είδος για να επιβιώσει.
― Στο μεταξύ ζούσε μέσα στο φόβο; Πιστεύετε πως ο κόσμος οδεύει προς την παράνοια;
Όχι, όχι καθόλου. Πάντα έτσι ήταν. Ο κόσμος μας δεν είναι πιο τρελός από ό,τι ήταν πάντα. Νομίζω πως είναι πιο τρελός για κάποιος ανθρώπους σε συγκεκριμένες στιγμές. Πιστεύω στη θεωρία της Διατήρησης της Τρέλας. Η ρίζα της τρέλας είναι πνευματική – είναι η δόλια πίστη μας στην ξεχωριστή διαμονή μας σε αυτό τον κόσμο ή στη μονιμότητά μας, που μας οδηγεί να συμπεριφερόμαστε άσχημα, και, ξαφνικά, όταν πεθάνουμε ή κάνουμε κάποιο μεγάλο λάθος ή υποφέρουμε, τότε κατανοούμε πως τα πράγματα είναι ασταθή. Νομίζω πως αυτή η τρέλα μας ακολουθεί από τότε που κατοικούσαμε σε σπηλιές. Και νομίζω πως είναι σημαντικό, ακόμη και αν βρίσκεται κανείς εν μέσω παρανοϊκών εποχών, να θυμόμαστε και να γιορτάζουμε εκείνες τις πτυχές της ζωής που ούτε τρελές είναι, ούτε τρομακτικές ούτε και κακές. Οι απλές απολαύσεις, οι μικρές ενέργειες που πραγματικά συνθέτουν τον ιστό της ζωής. Είναι ο ήλιος που λάμπει. Είναι αυτό το πρόσωπο που περνάει χαμογελώντας και είναι όμορφο και ερωτευμένο. Το να αγνοήσουμε αυτά τα γεγονότα σημαίνει ότι προσφέρουμε στην απελπισία και το κακό ένα αθέμιτο πλεονέκτημα.
― Ποιος είναι ο ρόλος της λογοτεχνίας, της τέχνης εν γένει, σε όλο αυτό;
Βλέπω ότι κρατήσατε τη πιο σημαντική ερώτηση για το τέλος. Νομίζω πως ο καλύτερος τρόπος για να απαντήσει κανείς σε αυτό είναι να αφεθεί σε ένα όμορφο έργο τέχνης και να δει τι επίδραση έχει μέσα του – να παρατηρήσει τις θετικές μεταβολές στο μυαλό και το πνεύμα του, και τον τρόπο που αυτές οι μεταβολές κάνουν τις ώρες που ακολουθούν καλύτερες και πλουσιότερες. Αυτός είναι ο ρόλος της τέχνης: αυτή η ευχαρίστηση και η μεταβολή.