Η Διεύθυνση Καθαριότητας του Δήμου Αθηναίων βρίσκεται χαμηλά στην Ιερά Οδό, λίγο μετά τον σταθμό του μετρό στον Ελαιώνα.
Είναι ένα παλιό, γκρίζο και άσχημο κτίριο. Ακριβώς απ' έξω, αλλά και μέσα στο βάθος υπάρχουν παρκαρισμένα μικρά και μεγάλα απορριμματοφόρα.
Είναι περασμένες εννέα και το κρύο έχει επιστρέψει στην πόλη μετά από καιρό. Στον αέρα μυρίζει καμένο λάστιχο και πετρέλαιο.
Παρά το προχωρημένο της ώρας, μία από τις φωτισμένες αίθουσες που βλέπουν στον δρόμο είναι γεμάτη με κόσμο. Οι περισσότεροι φορούν πορτοκαλί ή κίτρινα μπουφάν και ανακλαστικά γιλέκα.
Είναι οι υπάλληλοι καθαριότητας και οι οδηγοί της βραδινής βάρδιας που ετοιμάζονται να βγουν στον δρόμο για να μαζέψουν τα σκουπίδια που άφησαν πίσω τους οι άνθρωποι της μέρας.
Όπως μαζεύανε τα χύμα σκουπίδια που υπήρχαν γύρω-γύρω από τον κάδο, τον τρύπησε η σύριγγα. Και μετά κατευθείαν στο νοσοκομείο. Αρκετοί συνάδελφοι που έχουν τρυπηθεί με σύριγγες έχουν αρρωστήσει
Εδώ με περιμένουν ο Λυκούργος και η Χαρά. Στο δικό τους απορριμματοφόρο θα μπω για να διαπιστώσω από κοντά κάτι που γνωρίζω εξαρχής: πόσο αφάνταστα κουραστική και δύσκολη είναι η δουλειά τους.
Ο Λυκούργος εργάζεται δέκα χρόνια τώρα στον Δήμο Αθηναίων. Στην ίδια βάρδια. Στο 1ο διαμέρισμα. Ομόνοια, Εξάρχεια, Κολωνάκι, Σύνταγμα. Τον ρωτάω για τις δυσκολίες της δουλειάς αυτής. Με κόβει απότομα.
«Είναι πάρα πολλές οι δυσκολίες, από οποία πλευρά και να το δεις. Από την πλευρά της εγκληματικότητας – μας έχουν επιτεθεί την ώρα που μαζεύουμε σκουπίδια, έχουν προσπαθήσει να αρπάξουν τα τσαντάκια μας από μπροστά, από τη θέση του οδηγού.
Έχουμε δει μπροστά μας να σπάνε αμάξια, να επιτίθενται σε γυναίκες.
Πρόβλημα υπάρχει και με ορισμένους κατοίκους. Εμείς θέλουμε απλώς να κάνουμε τη δουλειά μας όμορφα και ωραία. Βγαίνουμε το πρωί, μας φωνάζουν, βγαίνουμε το μεσημέρι, πάλι μας φωνάζουν, βγαίνουμε το βράδυ, μας βρίζουν».
Η Χαρά δουλεύει ως υπάλληλος καθαριότητας από το 2009, ενώ στον Δήμο Αθηναίων ήρθε πριν από τέσσερα χρόνια με μετάταξη. Είναι μητέρα δύο μικρών παιδιών.
Όπως μου εξομολογείται, ο σύζυγός της τραυματίστηκε σε εργατικό ατύχημα, ενώ εργαζόταν σε άλλο δήμο, και τώρα είναι τετραπληγικός. Γι' αυτόν το λόγο έχει πάρει τη βραδινή βάρδια.
«Τα εργατικά ατυχήματα είναι μεγάλο πρόβλημα. Εγώ πρόσφατα χτύπησα το χέρι μου. Για εμάς τις γυναίκες είναι ακόμη πιο δύσκολη αυτή η δουλειά γιατί δεν έχουμε τη μυϊκή δύναμη των αντρών.
Έχω επιλέξει τη νυχτερινή βάρδια γιατί πρέπει να πηγαίνω τα παιδιά στο σχολείο το πρωί και να φροντίζω τον άντρα μου. Προκειμένου να εξασφαλίσεις το ψωμί σου, δεν σε ενδιαφέρει τι δουλειά θα κάνεις.
Δεν έχουμε ενδοιασμούς για το ότι μαζεύουμε σκουπίδια. Για εμάς είναι απολύτως φυσιολογικό».
Η βάρδια τους θα ξεκινήσει όπου να 'ναι και θα κρατήσει ένα εξάωρο, ίσως και παραπάνω.
Κάθε απορριμματοφόρο πρέπει να αδειάσει περίπου 140-150 κάδους. Γι' αυτόν το λόγο γίνονται δύο δρομολόγια ανά βάρδια.
Μόλις το φορτηγό γεμίσει (σ.σ. ένα απορριμματοφόρο χωράει περίπου 7 τόνους), φεύγει, πάει στον σταθμό μεταφόρτωσης στη λεωφόρο Κηφισού και αδειάζει.
Ύστερα επιστρέφει για να κάνει το δεύτερο δρομολόγιο.
Η εγκληματικότητα και τα εργατικά ατυχήματα δεν είναι, όμως, τα μοναδικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι υπάλληλοι της καθαριότητας.
«Έχει πάρα πολύ βρομιά και χύμα σκουπίδια. Υπάρχουν σύριγγες κάτω» λέει η Χαρά, με τον Λυκούργο να προσθέτει: «Πετάνε σκουπίδια από μπαλκόνια, τα πάντα όλα. Ακόμα και στους κάδους της ανακύκλωσης, μόνο ανακυκλώσιμα δεν έχει. Έχει τύχει να δω να πετάνε μέσα σκουπίδια. Και εμείς, ως λαός, δεν είμαστε ό,τι καλύτερο. Ο κάδος άδειος, κλειστός και αφήνουν τα σκουπίδια απ' έξω».
Όσο μιλάμε, μας πλησιάζει ο οδηγός του απορριμματοφόρου, ο Νεκτάριος. Ένας μεγαλόσωμος τύπος με βροντερή φωνή. Έχει φτάσει η ώρα να ξεκινήσει η βάρδια.
Το όχημά μας βρίσκεται σε ένα πάρκινγκ σε κοντινή απόσταση από τη Διεύθυνση Καθαριότητας. Είναι ένα από τα 25 νέα και υπερσύγχρονα απορριμματοφόρα που προμηθεύτηκε πρόσφατα ο Δήμος Αθηναίων και είμαστε από τους πρώτους (σ.σ. πλην του προσωπικού) που μπαίνουμε μέσα.
Καθώς στριμωχνόμαστε και οι τέσσερις στην καμπίνα του οδηγού, ο Νεκτάριος με ρωτάει αν έχω ξαναμπεί στο «πλοίο της αγάπης».
Του λέω «όχι», αλλά θυμάμαι στιγμιαία ότι έτσι το λέγαμε και στον στρατό και έκανα τα πάντα για ν' αποφύγω τη συγκεκριμένη υπηρεσία.
Στη συνέχεια προσπαθεί να σιγουρευτεί ότι καθόμαστε άνετα. «Καλά, δεν πάμε και ταξίδι» του αποκρίνεται η Χαρά. «Αν πάμε ταξίδι λέει, θα σας πάω τώρα να δείτε κάτι αξιοθέατα» της απαντάει γελώντας.
Σε λίγη ώρα φτάνουμε στη Σίνα και ο Λυκούργος με τη Χαρά φορούν τα γάντια τους και κατεβαίνουν για να ξεκινήσουν το μάζεμα των σκουπιδιών. Ευτυχώς, η βροχή που έπεφτε όλη την ημέρα έχει σταματήσει. Το κρύο θα το ξεχάσουν γρήγορα.
Ο Νεκτάριος δουλεύει ως οδηγός απορριμματοφόρου τα τελευταία δέκα χρόνια. Έχει πάει σε διάφορα προγράμματα (σ.σ. έτσι λένε τα δρομολόγια) κι έχουν δει πολλά τα μάτια του.
«Τα έχω δει όλα. Στο κέντρο της Αθήνας, στην Ομόνοια, έχω δει πάρα πολλά. Πολλή εγκληματικότητα. Έχω δει ανθρώπους να χτυπάνε εν ώρα εργασίας, έχω δει συναδέλφους να τρυπιούνται με σύριγγα που πέταξε κάποιος τοξικοεξαρτημένος.
Όπως μαζεύανε τα χύμα σκουπίδια που υπήρχαν γύρω-γύρω από τον κάδο, τον τρύπησε η σύριγγα. Και μετά κατευθείαν στο νοσοκομείο. Αρκετοί συνάδελφοι που έχουν τρυπηθεί με σύριγγες έχουν αρρωστήσει.
Μου έχει τύχει, επίσης, να μου την "πέσουν". Έχουν ανοίξει την πόρτα του συνοδηγού για να με κλέψουν. Εντάξει, πάλεψα όσο μπορούσα. Τον έσπρωξα, έπεσε κάτω, έκλεισα την πόρτα, έβαλα ασφάλεια» λέει ο Νεκτάριος και, πιστέψτε με, δεν είναι εύκολο να τα βάλει κανείς μαζί του.
Γρήγορα το απορριμματοφόρο αφήνει την Ακαδημίας και στρίβει στο Κολωνάκι. Εκεί τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Το φορτηγό προσπαθεί να ελιχθεί με δυσκολία ανάμεσα στα στενά και ευτυχώς που είναι καθημερινή, γιατί Παρασκευή και Σάββατο τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα.
«Το κλείσιμο των δρόμων από τα αυτοκίνητα που έχουν παρκάρει παράνομα είναι μεγάλο πρόβλημα. Ειδικά μέσα στους πιο μικρούς δρόμους.
Έχει τύχει να μην μπορώ να μπω σε στενό, να κλειστώ και να περιμένω μέχρι τις 5-6 το πρωί που ήρθε ο άνθρωπος και πήρε το αυτοκίνητό του.
«Εσύ εκείνη την ώρα δεν μπορείς να φωνάξεις την Τροχαία;» τον ρωτάω. «Εντάξει, μπορώ», λέει, «αλλά υπάρχουν περιπτώσεις που δεν μπορεί να κάνει κάτι.
Δηλαδή, και να έρθει η Τροχαία να πάρει τις πινακίδες τι θα γίνει; Μπορεί να μη γίνεται να μπει ούτε ο γερανός. Έτσι, αναγκαστικά, θες δεν θες, θα περιμένεις».
Από πίσω μας ακολουθεί για λίγη ώρα το αυτοκίνητο του ελέγχου της Διεύθυνσης Καθαριότητας κι έτσι οι κόρνες που ακούγονται από τα αυτοκίνητα που ακολουθούν είναι ελάχιστες.
Μου φαίνεται εξοργιστικό όταν κορνάρει κάποιος σε ένα απορριμματοφόρο (σ.σ. εκτός φυσικά από έκτακτες περιπτώσεις) και το επισημαίνω στον Νεκτάριο.
«Με ενοχλεί κι εμένα. Εντάξει, καταλαβαίνω. Ποιος θέλει να περιμένει πίσω από το απορριμματοφόρο; Αλλά λίγη κατανόηση δεν βλάπτει. Δεν κλείνουμε τον δρόμο για να πιούμε καφέ.
Πρέπει να κάνουμε το έργο που μας έχει αναθέσει η υπηρεσία και το κράτος. Ο πολίτης θέλει και τα σκουπίδια να μαζεύουμε και τον δρόμο να μην κλείνουμε.
Δεν διαφωνώ. Και 'γω αυτό θέλω ως πολίτης, αλλά αυτή η δουλειά δεν γίνεται χωρίς να υποστούμε κάποια πράγματα».
Το δικό μας απορριμματοφόρο μαζεύει τα οργανικά σκουπίδια, δηλαδή τους πράσινους κάδους. Καθώς περνάμε από έναν μπλε κάδο ρωτάω τον Νεκτάριο αν οι Αθηναίοι κάνουν ανακύκλωση. Μου γνέφει αρνητικά.
«Πετάνε οτιδήποτε άλλο εκτός από ανακυκλώσιμα. Μέχρι και πεθαμένα ζώα. Θυμάμαι, μια φορά δούλευα στο Κουκάκι. Βγαίνει μια κυρία από ένα ψιλικατζίδικο και πετάει κάτι κούτες στον οργανικό κάδο. Δίπλα είχε ανακύκλωση.
Σταματάω και με πολύ ευγενικό ύφος της λέω: "Συγγνώμη, κυρία μου, αφού έχετε κούτες που είναι από ανακυκλώσιμο υλικό, γιατί δεν τις πετάτε στον μπλε κάδο;". "Γιατί", μου απαντάει, "πληρώνομαι για να κάνω αυτήν τη δουλειά;". Της λέω "με συγχωρείτε για την ενόχληση" και φεύγω. Δεν υπήρχε λόγος να κάτσω να ασχοληθώ παραπάνω και να της εξηγήσω. Τι να της εξηγήσω;
Βέβαια, δεν τους βάζω όλους στο ίδιο σακί. Βλέπω ανθρώπους που κρατάνε δύο σακούλες και τις μοιράζουν στους κάδους, αλλά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό δεν κάνει ανακύκλωση».
Σε λίγο αφήνω τον Νεκτάριο και μπαίνω στο αυτοκίνητο του ελέγχου που ακολουθεί το απορριμματοφόρο. Μέσα βρίσκονται ο κύριος Γιάννης, παλιός οδηγός και ένας από τους εμπειρότερους της υπηρεσίας καθαριότητας, και ο Παναγιώτης, επιστάτης αποκομιδής του 1ου διαμερίσματος.
Καθώς συστηνόμαστε ένα Ι.Χ. αυτοκίνητο προσπερνάει με ταχύτητα το απορριμματοφόρο. Τους επισημαίνω πως η δουλειά τους μου φαίνεται πολύ πιο επικίνδυνη απ' ό,τι πίστευα αρχικά.
«Η αποκομιδή είναι λειτούργημα. Καθημερινά δίνουν μάχη αυτά παιδιά. Είναι δύσκολο πράγμα να μαζεύεις σκουπίδια. Και δεν υπάρχει και σωστή ενημέρωση στους πολίτες για το πόσο δύσκολη είναι αυτή η δουλειά.
Δηλαδή, αν γνώριζαν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργάτες θα ήταν πιο επιεικείς στην καθημερινότητά τους έξω και στον δρόμο» επισημαίνει ο Παναγιώτης.
Εκείνη την ώρα ένα σύννεφο σκόνης βγαίνει από το πίσω μέρος του απορριμματοφόρου και σκεπάζει στην κυριολεξία τον Λυκούργο και τη Χαρά. «Κοίτα τι πετάξανε, κοίτα» λέει ο κύριος Γιάννης.
Μέσα στον κάδο πρέπει να είχαν ρίξει είτε χώμα είτε πριονίδια, με αποτέλεσμα να σηκωθεί ένα σύννεφο σκόνης που πάει όλο επάνω τους. Και δεν φοράνε μάσκες.
Τους ρωτάω ποιο είναι το πιο δύσκολο δρομολόγιο στο κέντρο της Αθήνας. Λένε και οι δυο το «7». Όπως μου εξηγούν, είναι η διαδρομή που καλύπτει οδούς όπως η Μαιάνδρου, η Ευριπίδου, η Λυκούργου, η Ζήνωνος, η Σατωβριάνδου, η Βερανζέρου. Χαρακτηρίζουν τους υπαλλήλους καθαριότητας που κάνουν αυτό το δρομολόγιο «πολεμιστές».
«Τον περασμένο μήνα, εκεί στην Αναξαγόρα, στην πλατεία Θεάτρου, είχαν πετάξει τρεις τόνους ωμό κρέας, κόκαλα κ.λπ.» λέει ο κύριος Γιάννης και προσθέτει: «Στους κάδους και στον δρόμο. Φέραμε φορτωτή και τα φορτώσαμε. Δεν πλησίαζε άνθρωπος κοντά. Μιλάμε για βρόμα, για δυσωδία. Δεν έπρεπε να τα πετάξουν εκεί».
Όσο μιλάμε με τον κύριο Γιάννη και τον Παναγιώτη, το απορριμματοφόρο έχει σταματήσει. Ο Λυκούργος με τη Χαρά παλεύουν να τραβήξουν έναν κάδο από το πλάι, πάνω από το πεζοδρόμιο, γιατί κάποιος έχει παρκάρει ακριβώς μπροστά.
Αν, βέβαια, χτυπήσουν το σταθμευμένο αυτοκίνητο μπορεί να βρουν τον μπελά τους. Αν πάλι αφήσουν τον κάδο χωρίς να τον αδειάσουν, είναι πιθανό να τους κάνει καταγγελία κάποιος περίοικος. Χαμένοι από χέρι, όπως και να 'χει.
Καθώς βγαίνουμε από το Κολωνάκι στη Βασιλίσσης Σοφίας καταλαβαίνω πως έχει έρθει η ώρα να φύγουμε. Έτσι κι αλλιώς, αυτοί θα συνεχίσουν μέχρι τα ξημερώματα ή όσο χρειαστεί.
Φωνάζω τον Λυκούργο για να τον αποχαιρετήσω. Κουβαλάει κάτι σακούλες στα χέρια. Δεν έχει σταματήσει να τρέχει πάνω-κάτω όση ώρα δουλεύει.
Με πλησιάζει και μου λέει για να με πειράξει: «Τώρα φεύγετε; Καθίστε να σας πάμε κι αλλού, γιατί εδώ είναι τα καθαρά». Του σφίγγω το μπράτσο γιατί δεν θέλει να μου δώσει το χέρι του. Χαιρετάω από μακριά τη Χαρά και τον Νεκτάριο.
Στον δρόμο της επιστροφής και ενώ σκέφτομαι ακόμα όλα όσα είδα σήμερα, μου έρχεται στο μυαλό μια ανάμνηση από την εποχή που ήμουν πιτσιρικάς.
Επειδή δεν διάβαζα καθόλου μου έλεγαν συχνά ότι θα γίνω σκουπιδιάρης όταν μεγαλώσω. Τότε δεν ήξερα τι να απαντήσω και σώπαινα.
Τώρα θα τους έλεγα ότι δεν θα μπορούσα με τίποτα να μαζεύω σκουπίδια. Γιατί αυτή είναι μια δουλειά για λίγους και δυνατούς.
σχόλια