«Αλβανοί αστυνομικοί εκτέλεσαν εν ψυχρώ Έλληνα ομογενή που ύψωσε την ελληνική σημαία σε νεκροταφείο Ελλήνων πεσόντων», «τον γάζωσαν για τη σημαία», «οι Αλβανοί τον ήθελαν νεκρό». Κοντολογίς, τα media εννοούν: «αδούλωτος λεβέντης μειονοτικός τολμά να διαλαλήσει την ελληνικότητά του τιμώντας το γαλανόλευκο λάβαρο ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου και οι εγκληματίες ράμπο των άθλιων δυναστών τον εκτελούν εν ψυχρώ σε μια περιοχή (Βουλιαράτι) που όπως και όλη η Βόρειος Ήπειρος όφειλε να περιλαμβάνεται στην ελληνική επικράτεια». «Ήρωας», «μάρτυρας», «παλικάρι» κ.λπ.
Αυτή η εικόνα κυριάρχησε στα περισσότερα μέινστριμ ελληνικά ΜΜΕ (συγκρότημα Μαρινάκη, Πρώτο Θέμα, Star, Μακελειό κ.λπ.) την πρώτη μέρα μετά από ένα περιστατικό πράγματι τραγικό, που όμως όπως όλα τα στοιχεία δείχνουν ουδεμία σχέση είχε με τον τρόπο που παρουσιάστηκε αρχικά τουλάχιστον στην Ελλάδα από πολλά μεγάλα ΜΜΕ, θέτοντας ξανά το ερώτημα – που είχε πάλι πρόσφατα τεθεί με το όργιο συνειδητής, σε πολλές περιπτώσεις, παραπληροφόρησης σχετικά με τον θάνατο-δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου - «ποιος ενημερώνει επιτέλους αυτό τον τόπο».
Όπως εκείνη, έτσι κι αυτή η είδηση «πετάχτηκε» στην αρένα της ενημέρωσης χωρίς καμία διασταύρωση πληροφοριών, καμία επαλήθευση, καμία έστω στοιχειώδη έρευνα. Αντί αυτών είδαμε κι ακούσαμε υπαγορευμένες, «προκάτ» βεβαιότητες που περισσότερο σχετίζονταν με την κοσμοθεωρία είτε των ρεπόρτερ είτε των καναλιών και των χρηματοδοτών τους, τους παρά με την αλήθεια.
Η είδηση «πετάχτηκε» στην αρένα της ενημέρωσης χωρίς καμία διασταύρωση πληροφοριών, καμία επαλήθευση, καμία έστω στοιχειώδη έρευνα. Αντί αυτών είδαμε κι ακούσαμε υπαγορευμένες, «προκάτ» βεβαιότητες που περισσότερο σχετίζονταν με την κοσμοθεωρία είτε των ρεπόρτερ είτε των καναλιών και των χρηματοδοτών τους, παρά με την αλήθεια
Ο 35χρονος Κωνσταντίνος Κατσίφας δεν σήκωσε ποτέ καμία σημαία στο νεκροταφείο των πεσόντων του ελληνοϊταλικού πολέμου, που ήταν άλλωστε ήδη γεμάτο ελληνικές σημαίες λόγω και της επίσημης (με τη συμμετοχή των αλβανικών αρχών) εορταστικής εκδήλωσης όπου παρίσταντο και η υπουργός Πολιτισμού Μυρσίνη Ζορμπά.
Γαλανόλευκες, ελληνικές επιγραφές και συνθήματα ακόμα συναντάς άλλωστε παντού στα μειονοτικά χωριά της Βορείου Ηπείρου/Νότιας Αλβανίας σε βαθμό που κι εμένα με είχε εντυπωσιάσει σε αρκετά παλιότερο κιόλας ταξίδι μου σε εκείνα τα μέρη. Φορούσε στολή παραλλαγής, ήταν οπλισμένος με «πειραγμένο» καλάσνικοφ, αντάλλαξε πυροβολισμούς με τα αλβανικά ΕΚΑΜ. Τον φάγανε στην ψύχρα, λέει, ενώ θα μπορούσαν να τον είχαν εξουδετερώσει.
Ενδεχομένως να συνέβη πράγματι έτσι, γνωστό άλλωστε τοις πάσι πως το «αυτή είναι η πρακτική της αστυνομίας και σ' όποιον αρέσει», καταπώς είχε δηλώσει ο πρόεδρος της ΠΟΕΣΥ για τους άνδρες της ΔΙΑΣ που κακοποίησαν τον αιμόφυρτο κι εξουδετερωμένο ήδη Ζακ Κωστόπουλο συμβάλλοντας ίσως και στη μοιραία του κατάληξη, έχει παγκόσμια ισχύ, εξ ου και το ασεβές ακρωνύμιο ACAB.
Δεν θυμάμαι πάντως να αγανακτήσαμε τόσο πανεθνικώς το '99 όταν οι ΕΚΑΜίτες της γείτονος είχαν εκτελέσει – παρότι οι μαρτυρίες τον έφερναν έτοιμο να παραδοθεί - τον 25χρονο Φλαμούρ Πίσλι που είχε οδηγήσει από τη Θεσσαλονίκη στην Αλβανία ένα λεωφορείο γεμάτο ομήρους, αντίθετα πολλοί το «χαρήκαμε» κιόλας.
Για να μην πω τι θα συνέβαινε αν κάποιος βαριά οπλισμένος μουσουλμάνος μειονοτικός της Θράκης π.χ. έκανε αντίστοιχες «μαγκιές»! Εδώ φρικάρουμε όταν μαθητούδια κάνουν με τα χέρια τους το διεθνές κιόλας, πλέον, «σήμα του αετού».
Τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία είναι θεσμικά κατοχυρωμένα και σεβαστά όσο τουλάχιστον είναι και τα λοιπά ανθρώπινα δικαιώματα στη γειτονική χώρα.
Οι κατά καιρούς – καταδικαστέες, φυσικά -προκλήσεις Αλβανών εθνικιστών εναντίον της, φαντάζουν «πταίσματα» συγκριτικά με τα έργα και τις ημέρες της εγχώριας ακροδεξιάς (και της ΕΛΑΣ συχνά-πυκνά, βεβαίως) κατά μεταναστών και προσφύγων από όπου Γης. Ειδικά όταν κατά καιρούς προβάλλονται κάποιες ακραίες αποσχιστικές φωνές μέσα στη μειονότητα με «έξωθεν», συνήθως, παροτρύνσεις καλοθελητών.
Οι κατεδαφίσεις σπιτιών πέρσι στο παραλιακό μέτωπο της Χειμάρρας, που είχαν παρουσιαστεί σαν «πογκρόμ» κατά των Βορειοηπειρωτών, αφορούσαν και αλβανικής καταγωγής πολίτες, κατά κανόνα το ίδιο μη προνομιούχους με τους αντίστοιχους ελληνικής καταγωγής θιγόμενους.
Πολύ κοντύτερα στον ορισμό του πογκρόμ ήταν οι αδιάκριτες επιθέσεις σε Αλβανούς στην Ελλάδα το '04 αμέσως μετά την ήττα της Εθνικής Ελλάδας στα Τίρανα με ξυλοδαρμούς, μαχαιρώματα, μέχρι και δολοφονίες.
Το ίδιο το θύμα ήταν «βαμμένος» εθνικιστής, όπως αποκαλύπτουν και οι αναρτήσεις του στα σόσιαλ μίντια. Εκεί ανάμεσα στα άλλα αξίωνε μια ελληνική, «καθαρή» Βόρειο ήπειρο, αναφερόταν σε «Μογγόλους» εισβολείς, ήταν δε «συμπαθών» της τρομοκρατικής οργάνωσης ΜΑΒΗ που το '94 είχε εισβάλει κανονικά από ελληνικό έδαφος σε αλβανικό στρατόπεδο νεοσυλλέκτων στην Επισκοπή όπου σκότωσε ένα αξιωματικό κι έναν φαντάρο, τραυματίζοντας σοβαρά άλλους τρεις.
Η πιο σκληροπυρηνική δηλαδή εκδοχή του σμήναρχου Βρακά ο οποίος την ίδια χρονιά παραβίασε τον εναέριο χώρο της Αλβανίας με ψεκαστικό αεροπλάνο σκορπίζοντας προκηρύξεις που καλούσαν τη μειονότητα σε εξέγερση.
Κατά τα άλλα, οι Αλβανοί είναι που εποφθαλμιούν ελληνικά εδάφη επειδή θέτουν θέμα Τσαμουριάς (πέρα φυσικά από την αλυτρωτική προπαγάνδα των εκατέρωθεν εθνικιστών, το θέμα των Τσάμηδων και των περιουσιών τους ίσως πρέπει κάποτε να εξεταστεί ψυχραιμότερα εφόσον δεν ήταν, εννοείται, όλοι οι Τσάμηδες που εκτόπισε μαζικά το '44 ο ΕΔΕΣ από την Ήπειρο «συνεργάτες των Γερμανοϊταλών»).
Γενικώς ειπείν, έχει κι εδώ εφαρμογή το αξίωμα ότι θα ζούσαμε σε έναν πολύ καλύτερο κόσμο αν, αντί να έχουμε μάτια μόνο για την «καμπούρα» του διπλανού, κοιτάζαμε καταρχήν τη δικιά μας.
Το σίγουρο είναι πως οι καιροί είναι πονηροί. Η εγχώρια ακροδεξιά και το βαθύ κράτος που τη συντηρεί (στο οποίο περιλαμβάνονται και τα πολλά του «πλοκάμια» στον χώρο των ΜΜΕ), έχοντας προς ώρας φάει τα μούτρα τους στο «μακεδονικό» δεν αποκλείεται να ανακινήσουν «βορειοηπειρωτικό» ενόψει και των ελληνοαλβανικών συνομιλιών για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Ιόνιο.
Άγνωστο ακόμα αν ο Κατσίφας ενήργησε αυτόβουλα ή τον πήραν στο λαιμό τους κάποιοι «εξυπνότεροι» που θέλανε να δημιουργήσουν διπλωματικό θέμα, ενδεχομένως και "casus belli" σαν τον ανοικονόμητο αρχηγέτη της Νέας Δεξιάς και τέως σύμβουλο του Σαμαρά που απαιτεί να βομβαρδίσουμε την Αλβανία(!) ή τον χερ Μιχαλολιάκο, που επίσης έσπευσε να «αλυχτήσει» μπας και ξεκολλήσει κάπως την πλάτη του από τον τοίχο όπου τον έχει καθηλώσει η εξέλιξη της δίκης της ΧΑ.
Το σίγουρο είναι πως οι καιροί είναι πονηροί. Η εγχώρια ακροδεξιά και το βαθύ κράτος που τη συντηρεί (στο οποίο περιλαμβάνονται και τα πολλά του «πλοκάμια» στον χώρο των ΜΜΕ), έχοντας προς ώρας φάει τα μούτρα τους στο «μακεδονικό» δεν αποκλείεται να ανακινήσουν «βορειοηπειρωτικό» ενόψει και των ελληνοαλβανικών συνομιλιών για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Ιόνιο σε μια αλλοπρόσαλλη εποχή που η ακροδεξιά, εθνικιστική, ρατσιστική ρητορική γίνεται παγκόσμιο και ιδιαίτερα ανησυχητικό "trend", όπως δυστυχώς δείξανε κι οι πρόσφατες προεδρικές εκλογές στη Βραζιλία.
Οι σε γενικές γραμμές αρμονικές σχέσεις ελληνόφωνων και αλβανόφωνων στην περιοχή φαίνεται ευτυχώς να αποτελούν «ανάχωμα» στα σχέδια των δώθε και κείθε σοβινιστών.
Όμως οι συνεχείς, επίμονες προσπάθειες να δημιουργηθεί συγκρουσιακό κλίμα για «εθνικά», μειονοτικά, φυλετικά κ.λπ. ζητήματα – υπόψη πως του επεισοδίου στις Βουλιαράτες είχε προηγηθεί άσχετη, φαινομενικά, επίθεση ακροδεξιών στον γνωστό για τις προοδευτικές του αντιλήψεις καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Βασίλη Νιτσιάκο - προκειμένου να αποκτήσουν λόγο ύπαρξης, ισχύ, ψήφους κι εκδουλεύσεις, είναι σίγουρα λόγος ανησυχίας και συσπείρωσης.
Ακόμα περισσότερο, όταν είναι πια ολοφάνερο πως μια σεβαστή μερίδα των εγχώριων ΜΜΕ δεν ασκεί ούτε για τα προσχήματα μια στοιχειωδώς – με όλες της έστω τις ιδεοληψίες – αντικειμενική δημοσιογραφία, αλλά ωμή παραπληροφόρηση και κατευθυνόμενη, ασύδοτη προπαγάνδα.
Κάτι που φυσικά – και ευτυχώς, μολονότι στο απέναντι άκρο καραδοκεί ο ισοπεδωτικός λαϊκισμός τού «όλοι ίδιοι είναι» - γνωρίζουν καλά πια οι Έλληνες πολίτες εφόσον πρόσφατη έρευνα της Pew Research τους έφερνε ως τους πλέον επιφυλακτικούς παγκοσμίως απέναντι στα ΜΜΕ της χώρας τους (τα εμπιστεύονται πια μόλις ένα 18%).