09.4
ΤΡΙΤΗ. Παρατηρώ τις ανθισμένες νεραντζιές σε όλο το κέντρο της πόλης. Δεν είναι η πρώτη μου άνοιξη εδώ. Τις έχω ξαναδεί να ανθίζουν. Αυτή την υπερβολή που έχουν φέτος δεν την έχω ξαναδεί πάντως. Ολάνθιστες. Φορτωμένες. Φυσάει ο αέρας και γεμίζουν τα πεζοδρόμια λευκά πέταλα. Και κοιτάς πάνω μην τυχόν κι έχουν γυμνωθεί από τα άνθη και αυτές είναι πάλι γεμάτες. Τίγκα τα πεζοδρόμια. Ένα λευκό χαλί.
Ανοίγεις το παράθυρο και μπαίνει μέσα το πιο μεθυστικό άρωμα, ανακατεμένο με σκόνη και καθημερινότητα. Παράξενο. Ακόμα και μια νεραντζιά φυτεμένη στο μπαλκόνι μου, που άνθος από τα κλαριά της δεν έχουμε ξαναδεί, φέτος είναι γεμάτη. Θα την πάρω για καλό σημάδι όλη αυτήν τη σπάταλη ανθοφορία. Αν και νομίζω πως το μόνο που κάνει είναι να δημιουργεί ακόμα πιο βαριά ατμόσφαιρα στην πόλη και να επιβεβαιώνει αυτό που λένε, πως η άνοιξη κρύβει μια μελαγχολία.
Στο κάτω-κάτω, πόσες αρχές να κάνεις πια; Κάθε χρόνο παίρνουμε φόρα. Μόνο που κάτι μου λέει πως φέτος οι περισσότεροι από εμάς θα ήθελαν κάπως να φύγουν μακριά. Ούτε να ξαναρχίσουν, ούτε να ελπίσουν, ούτε τίποτα. Μόνο τα πράγματα να μη γίνουν κι άλλο απειλητικά. Διαβάζω το «Γράμμα από την Κύπρο» που μου έστειλε η Ελένη Ξένου και σοκάρομαι για πρώτη φορά για τη μοίρα του νησιού μου. Και βλέπω τις αρχές μιας απελπισίας πολύ παρόμοιας με ό,τι έχουμε ζήσει εδώ για τρία-τέσσερα χρόνια και ποιος ξέρει για πόσα ακόμα. Και δεν με νοιάζει που «μαθαίνουμε το μάθημά μας γιατί το είχαμε παρακάνει».
Πόσο λάθος να λες αυτά, όταν δεν έχει μείνει σύνταξη ούτε για δείγμα. Στο τηλέφωνο μια φίλη από το νησί μού λέει με πικρό χαμόγελο «κοιμηθήκαμε το βράδυ με τις οικονομίες μιας ζωής στην τράπεζα και ξυπνήσαμε χωρίς ένα ευρώ». Αυτή η φράση για μένα λέει πολλά. Παρακολουθώ τις συζητήσεις για τη νεκρή Θάτσερ και απορώ. Η Σιδηρά Κυρία δεν πέθανε τώρα, νεκρή είναι εδώ και δεκαετίες. Απορώ με τη μανία να ανασταίνουμε φαντάσματα. Δεν υπάρχει τίποτα να αναλύσεις εκεί πέρα. Ούτε να μάθεις.
Η ζωή έχει προχωρήσει. Τα δικά μας προβλήματα είναι τόσο πιο μεγάλα, τόσο πιο έντονα. Ποιος ξέρει πού θα οδηγήσει αυτή η «κρέμομαι από μια κλωστή» κατάσταση. Την Παρασκευή τα παράτησα όλα, δεν άντεχα στο γραφείο. Βγήκα έξω, είχε ήλιο, ήταν κι εκείνο το άρωμα της νεραντζιάς που σας έλεγα πιο πάνω. Ευτυχώς, μια φίλη με περιμάζεψε και βρεθήκαμε να τρώμε και να πίνουμε σε μια όμορφη πλατεία, άκουγες το πρώτο θρόισμα από κάτι πλατάνια που παλεύουν να τα καταφέρουν σε αυτή την πόλη που δεν το έχει πια με το πράσινο, και ενώ έκανε κάπως κρύο, θέλαμε να μείνουμε έξω.
Όχι άλλους τοίχους, άλλες πόρτες που ανοιγοκλείνουν. Υπήρξαν ασταμάτητα γέλια, σίγουρα και κάποια δάκρυα. Ωραία. Κανένας άνθρωπος δεν μένει ατάραχος μπροστά σε μια ειλικρινή εξομολόγηση. Κι εγώ γι’ αυτό τους έχω τους φίλους.
Το βράδυ, σε άλλο μέρος, ρωτάω με αγωνία μια φίλη «αν όλα είναι οk, να μην ανησυχώ» και παράλληλα υψώνω το ποτήρι στον φίλο μου που εκείνη τη στιγμή χαμογελά ανέμελα. Έτσι είναι η ζωή τον τελευταίο καιρό.
Λύπη, αγωνία και χαρά μαζί την ίδια ώρα. Όσοι γνωρίζονται είναι αγκαλιασμένοι. Παίρνεις τηλέφωνο τον άλλον όχι για κουβέντα, αλλά για να δεις αν θα τα καταφέρει και σήμερα, αν δεν του έχουν κόψει το ρεύμα, αν ζει ακόμα το γατί του, αν δεν του έχει έρθει κάποιος κομήτης από το πουθενά να καταστρέψει ό,τι απέμεινε από την προηγούμενη ζωή του. Όσο περνά ο καιρός, τα «αναγκαία» μου γίνονται όλο και λιγότερα.
Το λες και καλό αυτό. Αυτό είναι το μόνο μάθημα που έχω πάρει από την τελευταία τριετία. Δεν χρειάζεσαι τίποτε άλλο εκτός από αυτά που περνάνε πρώτα από το μυαλό σου εκείνα τα πρώτα τρία δευτερόλεπτα που ανοίγεις τα μάτια σου κάθε πρωί. Την άλλη βδομάδα θα μαγειρέψουμε, μπορεί και όχι. Σας φιλώ.
σχόλια