Σάββατο απόγευμα, πυρετός 39,5 - 40, λαιμός – τούμπανο, ηθικόν ακμαίον. Πλην όμως, οι «ζέστες» είχαν ξεκινήσει από Πέμπτη βράδυ και δεν λέγανε να καθιζάνουν, με διάθεση πολύ χαλαρή λες «ας κάνω ένα τηλεφωνάκι στο 166, να δούμε ποιό εφημερεύει, να ‘χουμε και το νου μας, ρε παιδί μου».
Απ’ το 166 σε στέλνουν στο 14944, εκεί που μαθαίνεις τα εφημερεύοντα με 0,50 το λεπτό, δε βαριέσαι, κουβέντα δεν θ’ ανοίξουμε. Αμ, δε. «Πάτα το 1», σου λέει, «για τα εφημερεύοντα». Το πατάς. «Πάτα το 1», σου ξαναλέει, λες, «μεσ’ τη ζάλη μου πατάω ό,τι να ‘ναι». Αν ψάχνεσαι για Αττική, σου λέει (τελοσπάντων, δεν στο λέει έτσι, αλλά αυτό είναι το νόημα), «πες Αττική». Λες «Αττική». Σ’ το ξαναλέει αυτιστικά. «Πες Αττική». Το ξαναλές και μαθαίνεις ότι εφημερεύει ο «Ευαγγελισμός».
7.30
Στο ενδιάμεσο, έχεις «χτυπήσει» ένα αναβράζον, με ένα ζόρι στην κατάποση, έχεις κατεβάσει θερμοκρασία στο 38, ντύνεσαι χωρίς πρεμούρα και άγχος, με διάθεση τύπου «όλα καλά, μωρέ, να μέχρι το Κολωνάκι πάμε και γυρίζουμε».
Ώρα 7.30.
Σιγά που θα πάρεις ταξί, ένα πυρετάκι είναι, ηλεκτρικός, ΜΕΤΡΟ, τσουπ, να το, το νοσοκομείο, ψιλοκαίγεσαι, μια κακουχία τη νιώθεις, αλλά όλα καλά, ασθενοφόρα πάνε - έρχονται, φορεία, πόνος, ηλικιωμένοι (και μη) μπαινοβγαίνουν με ορούς, γνωστός νοσοκομειακός χαλασμός.
Εξωτερικά ιατρεία, «γραφείον κινήσεως», περιμένεις λίγο, λες τι νιώθεις («τρελό πονόλαιμο, αυτάκι σφυρίζει κλέφτικα κι ο πυρετός δεύτερη μέρα στο 40, αυταααά»), σε στέλνει ντουγρού στον ΩΡΛ και καλά κάμει. Μια ευθεία είναι, καρέκλα μία, νοματαίοι 4, όλοι πονεμένοι, υπομονή.
Ώρα 7.45.
Ψιλο-ιδρώνεις, καλό σημάδι, πέφτει ο ρημάδης, αλλά δεν μπορείς να καταπιείς. Σούπερ. Έρχεται η σειρά σου, μπαίνεις μέσα, γιατρίνα συμπαθέστατη και χαμογελαστή, γραφείο χάος, δε βαριέσαι, εξωτερικά ιατρεία είναι, βράδυ Σαββάτου είναι, ιατρικά όργανα χυμαδιό, κοντά στο παράθυρο της ένας γιαρμάς, χύμα κι αυτός, «θα ‘χει αντισώματα κάργα», σου περνάει απ’ το μυαλό, κάθεσαι άκρη άκρη στην καρέκλα εξέτασης, για ν’ ακούσεις κάτι που τελευταία φορά το άκουσες στα 8; Μπορεί και στα 10 σου.
«Κάνε αααα!», βάζει ξυλάκι, πιέζει, χαρχαλεύει, πνίγεσαι, θες να βήξεις, «κάνε ιιιιι!» (μα, πώς;), σου τραβάει τη γλώσσα πιο έξω, φοράει και ένα φωτάκι τύπου... ανθρακωρύχου στο κεφάλι, σμίγει φρύδια.
«- Σκούρα τα πράματα!». Μάλιστα!
«- Τί πυρετό έχεις, ξέρεις;»
«- Από χθες στο 39 – 40»
«- Πηγαίνεις δίπλα στη νοσηλεύτρια για αιμοληψία και μετά τα ξαναλέμε»
«- Ξέρετε σε πόση ώρα βγαίνουν αυτές οι εξετάσεις;»
«- Σε δύο με τρεις ώρες»
«-!»
«- Πήγαινε να πιεις ένα καφεδάκι κι εδώ θα είμαστε το βράδυ! Παρεούλα! Εγώ πού θα πάω, νομίζεις; Μέχρι τις 4 εδώ θα είμαι!»
Περιμένεις νοσηλεύτρια, δεν κάνεις κιχ, γίνεται της τρελής, το βλέπεις, δεν είσαι μόνο εσύ εδώ, υπάρχουν χειρότερα, είσαι μια χαρά, και σ’ ένα 20λεπτο, ωπ, πάει πέρασε κι αυτό.
Αν ήσουν στα πολύ καλά σου, θα έκανες μια βόλτα στο Κολωνάκι, όντως θα έπινες έναν καφέ, σιγά, τί είναι 3 ώρες;
Ώρα 9η, βραδινή.
00.00
ΜΕΤΡΟ, ηλεκτρικός, σπίτι. Κατά τις 23.30, το ίδιο δρομολόγιο, τα πίσω μπρος. Δεν παίρνεις άλλο αντιπυρετικό, θα ‘ναι βλακεία. Καλού κακού, όμως, παίρνεις το θερμόμετρο μαζί. Η τελευταία μέτρηση είχε πάρει πάλι τον ανήφορο.
Κατά τις 00.00 είσαι εκεί. Ψάχνεις τη νοσηλεύτρια στο γκισέ της. Δεν είναι. Γίνεται της κακομοίρας. Το βλέπεις. Μην παραπονεθείς, δεν είσαι πρωτάρης. Περιμένεις. Στο 20λεπτο πάνω ρωτάς τον πρώτο γιατρό που βλέπεις. «Λογικά, θα είναι σε περιστατικό. Σε λίγο θα ‘ρθει». Έρχεται. Λες όνομα, ζητάς τις εξετάσεις. Κλείνεται σε ένα καμαράκι και βγαίνει με τρεις Α4 στο χέρι. Δικά σου και να τα χαίρεσαι. Όντως, χαίρεσαι. Ό,τι και να ΄ναι σε λίγο θα ξέρεις, θα πάρεις και τις χαπούκλες σου και όλα καλά.
Έξω από την πόρτα της γιατρού. Χτυπάς. Μπαίνεις. Δίνεις χαρτιά. Στην πρώτη σελίδα, λέει «α, όλα ok», στη δεύτερη σελίδα το παίρνει πίσω. Δεν της αρέσει αυτό που βλέπει.
«-Θέλετε να μου πείτε και ‘μένα; Τι σας προβληματίζει;»
«- Κοίτα, οι μισές εξετάσεις λένε ότι έχεις μια αμυγδαλίτιδα. Οι άλλες μισές λοιμώδη μονοπυρήνωση...».
«-!»
«-Ναι, κάτι δεν γύρισε καλά με το αίμα...»
«- ;»
«- Θα επαναλάβουμε την αιματολογική και θέλω να μου κάνεις και έναν υπέρηχο ήπατος».
Ξανά στο διπλανό δωματιάκι, «αγκαλιά» με τη νοσηλεύτρια, που στο μεταξύ την κυνηγούν μία επιμελήτρια, μία γιατρός και μία νοσηλεύτρια ακόμη. Και από εκεί ντουγρού για τον υπέρηχο. Φτάνεις στον στενό διάδρομο, δυο σειρές πέντε καθισμάτων αντικριστά και μία ξέμπαρκη καρέκλα. Όλα φίσκα κι όρθιοι. «Πάρε χαρτάκι», σε συμβουλεύουν. Παίρνεις. Έχεις το 92, εξετάζουν το 73, αρχίζουν τα ρίγη. Δε βαριέσαι, αντέχεις.
Ώρα 00.32.
Να κάτσεις δεν γίνεται, να στέκεσαι όρθιος μαζί με τους άλλους, εμποδίζεις τα φορεία. Πας μια βόλτα στον περίβολο. Συγγενείς που καπνίζουν μπαφιασμένοι, ηλικιωμένοι σε απελπισία, κάποια φωνάζει στο κινητό «να μην έρθει κανείς σας! Μπορώ και μόνη μου. Τώρα τον βάλαν’ χειρουργείο».
Κάθεσαι στο παγκάκι, απέναντι από την εκκλησίτσα, έχει βάλει ψύχρα, τα μάτια κλείνουν περίεργα. Ένα «φάντασμα» πλησιάζει δειλά, μόνο κόκκαλα και κατατρυπημένα χέρια, σε βλέπει που τρέμεις, «κουράγιο», σου λέει, «θα περάσει. Μπας κι έχεις 50 λεπτά να πάρω κάτι να φάω;». Αν δεν πονούσες, θα γέλαγες. Κερνάς τσιγάρο, σε λίγο εκείνη κοιμάται με το τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα.
Πάλι πίσω, στον υπέρηχο, εξετάζουν το 75(!). Δεν είναι ότι απελπίστηκες, αλλά ρωτάς, «πώς κι έτσι;», σου λένε ότι έχουν προτεραιότητα τα τροχαία. Σωστά. Πολύ σωστά. Περιμένεις. Στο μεταξύ, απ’ την τρεμούλα κάνουν θόρυβο τα δόντια σου, κάποιος σου δίνει τη θέση του. Αυτή τη φορά δεν θα πεις «όχι, ευχαριστώ», καίγεσαι.
Ο κόσμος πυκνώνει, κάποιος παραδίπλα εκνευρίζεται γιατί νομίζει ότι ο «βρωμο-Πακιστανός» πήγε να του πάρει τη σειρά (καμία σχέση, «πιάστηκε» και σηκώθηκε να βηματίσει), μια γιαγιά παραπονιέται ότι πονάει το νεφρό της, το ρολόι δείχνει 1.45.
Ένα, δύο, τρία, τέσσερα φορεία περνούν «μαλλιοκούβαρα» από μπροστά σου, όλα πάνω με νεαρά γρατζουνισμένα πρόσωπα, χέρια, πόδια, ξανακλείνεις τα μάτια, πέμπτο φορείο ένας αλλοδαπός, και τρεις συνοδοί μαζί του. Κλαίει με λυγμούς, φωνάζει σε σπαστά ελληνικά τη μάνα του κι ότι πονάει. Τον αφήνουν στην άκρη του διαδρόμου.
«Τσογλάνια!»
Στο μισάωρο ουρλιάζει από τον πόνο, κάτι έχει σπασμένο, βρίζει στα ελληνικά με ό,τι βρισιά ξέρει, για τα 500 ευρώ που πληρώνει το μήνα για ασφάλεια, ωπ, εμφανίζεται σεκιούριτι στο «κάδρο». Του λέει να κάνει ησυχία. Εκείνος φωνάζει περισσότερο. Ο μπάρμπας παραδίπλα βρίσκει ευκαιρία και ανοίγει το κουτάκι με τις βλακείες, καταριέται το άνοιγμα των συνόρων και κλείνει με ένα αναμενόμενο πομπώδες «Χρυσή Αυγή που σας χρειάζεται, τσογλάνια!».
Λήθαργος. Και «τηγάνισμα». Κάποτε έρχεται η σειρά σου. Πασπάτεμα με το μαραφέτι του υπέρηχου. «Πάρε αναπνοή και κράτα την. Πάλι. Πάλι». Τα συκώτια είναι στη θέση τους, το κεφάλι σου αλλού. Πάρε και τις «φωτογραφίες» στο χέρι και πήγαινε να δεις τι έδειξε η δεύτερη αιματολογική. Σηκώνεσαι από το κρεβάτι της εξέτασης, αλλά τα πόδια λυγάνε.
«Να τους πεις να σου δώσουν ένα αντιπυρετικό. Τώρα». Μάλιστα. Τοίχο τοίχο, φτάνεις στο γραφείο της νοσηλεύτριας. Παίρνεις εξέταση. Ξαναπάς στον ΩΡΛ. Ω, τι έκπληξη, άλλος γιατρός. Εκ νέου «γνωριμίες». Στέκεσαι μπροστά του. Είναι απορροφημένος στο κινητό. Σε ψάχνει στο σύστημα. Κοιτάει την πρώτη εξέταση, τη δεύτερη, τον υπέρηχο. Δεν είναι σίγουρος. Να πάρουμε και τη γνώμη των παθολόγων και «βλέπουμε, διότι αν είναι αμυγδαλές θέλεις αντιβίωση, αν είναι μονοπυρήνωση, όχι. Κατάλαβες;».
Κατάλαβες. Φτάνεις στην Παθολογική. Μούρη με μούρη με το χάος. Κόσμος πολύς έξω από κλειστές πόρτες. «Ένας – ένας! Έξω οι συνοδοί!». Σεκιουριτού ρυθμίζει την «κυκλοφορία». Περιμένεις, δίνεις χαρτί εξέτασης, περιμένεις πάλι, στο όρθιο. Ψιλο-καταρρέεις, γίνεται ένας χαμός, κάποιος προσφέρεται να μπεις πριν από εκείνον. Θες να ευχαριστήσεις, αλλά τους ακούς όλους λίγο... απόμακρα. Μα γιατί;
Όταν ανοίγεις τα μάτια, είσαι ξάπλα σ’ ένα κρεβάτι και τρέμεις. Δίπλα έχουν φέρει με πρόβλημα στην καρδιά, μία γλυκιά κυρία, μάλλον κάτι σου θυμίζει, α, ηθοποιός του ’80! Στέλνει τον γιο της να σου φέρει σεντόνι. Επιστρέφει με μία νοσοκόμα. Σε σκεπάζει και σ’τη «λέει»: «Ε, μα κι εσύ, ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΟΥ, πώς κουβαλήθηκες έτσι, με το πουκαμισάκι;!».
3.30
Γιατρός πουθενά. Δύο είναι όλοι κι όλοι και τρέχουν πανικόβλητοι και θυμωμένοι. Μετά από δύο ώρες και ένω έχεις παρακαλέσει (πολύ), σου λένε ότι χάθηκε το χαρτί της εξέτασης σου. Πάλι πίσω στον ΩΡΛ. Του λες να το ξαναγράψει. Σου ζητάει το πρώτο παραστατικό (το ποιό;). Ξανά πίσω. Εκεί κατά τις 3.30 ο γιατρός βλέπει. Όχι εσένα. Τις εξετάσεις. «Δεν είναι μονοπυρήνωση! Μια στιγμή να ρωτήσω και τον επιμελητή μου!». Σηκώνεσαι, μπουσουλώντας. Θα φύγεις από ‘δω μέσα, έστω και έρποντας. Σε προλαβαίνει. Σου υπαγορεύει αντιβίωση, αυτή, των 625, τρεις φορές τη μέρα, «κατάλαβες;», αλλά να συμβουλευτείς και τον ΩΡΛ.
5.15 (!)
Στο κρεβάτι που είχαν ξαπλώσει εσένα, με το ίδιο σεντόνι (!) σκεπάζουν μία μικρή μουσουλμάνα με ωτίτιδα. Έξω γίνεται σαματάς. Σεκιουριτάδες πολλοί, "συνεδριάζουν" για να καλέσουν την αστυνομία. Το νοσοκομείο έχει την ατραξιόν του. Τη «Βαρβάρα», μια άστεγη που τους επισκέπτεται συχνά.
"Να μη με ρωτήσεις τίποτα. Άμα θέλω, σου απαντάω". Η νοσοκόμα που σε επέπληξε για το "πουκαμισάκι", επιτηρεί συνοδό που ρωτάει για τον άνθρωπο της. "Να σου κόψω μια μπάτσα, να σου πω εγώ! Είμαστε από τις 6 εδώ!", της απαντάει έξαλλη η άλλη.
"Ο παππούς στο καροτσάκι χέστηκε!", μια φωνή από μακριά.
Σέρνεσαι μέχρι το ακατάστατο γραφείο (ξανά). Δεν μπορείς να σηκώσεις το κεφάλι, μοιραία «καρφώνεσαι» στο πενταβρώμικο τσόκαρο. Εξηγείς βραχνά, όσο μπορείς.
«- Μπορείς να καταπιείς;»
Γνέφεις «τσου». Νυστάζεις, καίγεσαι. Η καθαρίστρια μπαίνει μέσα, παίρνει τα σκουπίδια από μπροστά σου την ώρα που ξανακάνεις "αααα", τσεκάρει αν υπάρχει κάτι άλλο, αυτά.
«- Εγώ θα πρότεινα εισαγωγή!», σε αυστηρό τόνο.
Νιώθεις εκρήξεις παντού. Στο κεφάλι, στο στομάχι, στα μάτια. Ανταλλάσσεις το κινητό σου με ένα αντιπυρετικό. Θα φύγεις, δεν υπάρχει περίπτωση. Σε βάζει να υπογράψεις ότι θες και φεύγεις. Καλέ, ναι! Και ολογράφως και με σταυρό, σ’ το πλέκω κιόλας!
Ώρα 5.15. Η Κυριακή είναι μια κούκλα. Ο ταξιτζής δεν απορεί γιατί ήρθες να λιποθυμήσεις στο όχημα του. Ξέρει από που σε παρέλαβε. Κατάλαβες;
σχόλια