Μόλις ανακοινώθηκε ότι η τελευταία ταινία του Γούντι Άλεν θα βρει τελικά διανομή στην Ευρώπη, καταρχάς στην Ιταλία και στη συνέχεια σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ως γνωστόν, η ταινία με τίτλο Μια βροχερή μέρα στη Νέα Υόρκη έχει μπλοκαριστεί στις ΗΠΑ από την Amazon μετά την κατάρρευση της συμφωνίας για την παραγωγή τεσσάρων ταινιών που είχε κάνει ο σκηνοθέτης με τον υπερθυρεοειδικό κολοσσό του Τζεφ Μπέζος.
Η Amazon κιότεψε όταν τα απόνερα του #MeToo έφτασαν (προβλέψιμα) και στην πόρτα του 83χρονου δημιουργού, με αποκορύφωμα την ανάδυση, για πολλοστή φορά, της καταγγελίας από την Ντίλαν Φάροου ότι την είχε κακοποιήσει σεξουαλικά στη σοφίτα μια μέρα πριν από 25 χρόνια, όταν εκείνη ήταν 7 χρονών. Με τη σειρά του, ο Γούντι Άλεν έχει κάνει αγωγή στην εταιρεία, αιτούμενος αποζημίωση ύψους 68 εκατομμυρίων δολαρίων.
Να, όμως, που έρχεται για να διασώσει εν μέρει την ταινία η Ευρώπη, η γηραιά κυρία με τα ελευθεριακά αντανακλαστικά που, παρά τις δικές της σκοτούρες, πάντα εμφανίζεται πρόθυμη να προσφέρει άσυλο στα αμαρτωλά αποπαίδια της Αμερικής, καθώς παραδοσιακά εχθρεύεται τον πουριτανισμό και την υποκρισία του Νέου Κόσμου (έχει, άλλωστε, τις δικές της υποκρισίες και ψευδαισθήσεις περασμένων μεγαλείων να προστατεύσει).
Άλλο να σε ενοχλεί η ιδέα (και η εικόνα) ενός 55χρονου (τότε) που λιγουρεύεται τη 19χρονη θετή κόρη της συντρόφου του και άλλο να είσαι πρόθυμος να πιστέψεις ψεύδη και ανακρίβειες.
Στην Ευρώπη ίσως καταφέρει να βρει και κάποιον εκδοτικό οίκο να βγάλει το βιβλίο απομνημονευμάτων που έχει γράψει και, σύμφωνα με φρέσκο δημοσίευμα των «New York Times», δεν βρίσκει εκδότη στις ΗΠΑ που να τολμά να το πλησιάσει, από τη στιγμή που το όνομα του συγγραφέα είναι «τοξικό» πλέον και εγγυάται μόνο αγωγές, απειλές και διαφυγόντα κέρδη.
Έχει αποκτήσει, λοιπόν, και επίσημα το στάτους του παρία ο Γούντι Άλεν στη χώρα του, παρ' ότι παραμένει απείρως δημοφιλής παγκοσμίως. Δύο περιπτώσεις μπορώ να θυμηθώ να δέχομαι στο χρονολόγιό μου στο fb πρωτοφανές κύμα αντιδράσεων από «φίλους» αλλά και από φίλους για κάποια ανάρτηση: τη μία επειδή είχα εκφραστεί «απρεπώς» και «ασεβώς» για τους Iron Maiden και την άλλη για τον Γούντι Άλεν. Μιλάμε για τοτέμ, όχι αστεία. Είναι πολλοί οι άνθρωποι που δεν μπορούν να φανταστούν τη ζωή τους χωρίς τον τακτικό ψυχαγωγικό αντιπερισπασμό της «νέας ταινίας του Γούντι Άλεν» και ουδόλως τους απασχολεί το ότι η τελευταία «καίρια» ταινία του ήταν το Απιστίες και Αμαρτίες πριν από 30 χρόνια, ενώ στο μεταξύ έχει γυρίσει άλλες 30(!), οι περισσότερες εκ των οποίων κάκιστες.
Δεν είναι όμως αυτός ο λόγος που του έχει επιβληθεί αυτό το πολιτιστικό εμπάργκο στη χώρα του. Ο λόγος είναι μια καταγγελία που δεν μπορεί να αποδειχτεί και προέρχεται από μάλλον μη αξιόπιστο πρόσωπο, αλλά και μια επίμονη «δυσοσμία» που σέρνει ακόμα η καθ' όλα νόμιμη και μακροχρόνια σχέση του με τη Σουν-Γι – σχέση η οποία, ομολογώ, τον έκανε να φαίνεται και στα δικά μου μάτια αντιπαθής και γλοιώδης, σε συνδυασμό με μια χρόνια δυσανεξία στο εναλλακτικό ανδρικό πρότυπο του «νευρωτικού γυαλάκια διανοουμένου» που καλύπτει πονηρά τον σεξισμό και τα απειλητικά ένστικτά του με μια επιμελώς υπολογισμένη συστολή.
Οφείλουμε όμως να είμαστε αντικειμενικοί και δίκαιοι. Το τονίζω διότι την είχα πατήσει κι εγώ. Άλλο να σε ενοχλεί η ιδέα (και η εικόνα) ενός 55χρονου (τότε) που λιγουρεύεται τη 19χρονη θετή κόρη της συντρόφου του και άλλο να είσαι πρόθυμος να πιστέψεις ψεύδη και ανακρίβειες. Η Σουν-Γι ΔΕΝ ήταν δική του θετή κόρη, ούτε ζούσαν στο ίδιο σπίτι, ούτε ήταν ανήλικη όταν ξεκίνησε η σχέση τους, ούτε ήταν ένα αθώο και αφελές άτομο περιορισμένης αντίληψης (έχει πτυχίο από το Columbia και μιλάει άπταιστα καμιά δεκαριά γλώσσες).
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO