Ο μεγάλος Αλεξανδρινός ποιητής, πρωτοπόρος του μοντερνισμού της παγκόσμιας λογοτεχνίας, εκ των σημαντικότερων Ελλήνων του 20ου αιώνα, αναγνωρισμένος και μεταφρασμένος σε αμέτρητες γλώσσες ανά τον κόσμο, δεν παύει μέσα από στίχους μιας ποίησης σπαραχτικής και μιας ζωής γεμάτη καρτερικότητα, να διδάσκει το ήθος, το μέτρο και την αξιοπρέπεια.
Αν υπάρχει μια ημερομηνία ορόσημο, τόσο στη ζωή όσο και στην εργογραφία του Κωνσταντίνου Καβάφη, είναι το έτος 1911. Είναι αυτή ακριβώς τη χρονιά, και σε ηλικία σαρανταοχτώ ετών, που ο σπουδαίος ποιητής, τραβάει μια νοητή διαχωριστική γραμμή μεταξύ παρελθόντος και των μελλοντικών στόχων. Αφήνει ημιτελή και προχειρογραμμένη μια «Γενεαλογία» της οικογένειας του, αποτραβιέται συνειδητά από την κοσμική ζωή της τάξης του, και περίπου καταθέτει τα όπλα στην, έτσι κι αλλιώς περιορισμένη, αναζήτηση ηδονιστικών απολαύσεων. Γίνεται συνειδητά ο Κ.Π.Καβάφης! Ο στοχαστής, ο φιλόσοφος, ο καινοτόμος…
Αρχειοθετεί το έργο του, καταβυθίζεται στην ποίηση του όσο ποτέ, διορθώνει, ξαναγράφει, πετάει, αποκαλύπτει. Συνειδητοποιεί «πόσο σοφά έπραξε» τα χρόνια της πρώιμης του νιότης που υπήρξε φειδωλός στις δημοσιεύσεις, αναβάλλοντας ματαιόδοξες κινήσεις εύκολης επιτυχίας, που συγκρατήθηκε, και ώριμος πια, έχει την κρίση να αποκηρύξει, να ξεσκαρτάρει και να φανερώσει ό,τι θεωρεί αντάξιο της θέσης που έχει κατακτήσει στα ελληνικά γράμματα. Συγχρόνως γράφει ακατάπαυστα, με ένα άλλο πνεύμα. Οι ένοχες εξομολογήσεις άνομων ερώτων, οι μυθολογικοί ήρωες, η Τροία, η Ρώμη, το Βυζάντιο, δίνουν τη θέση τους στην ελληνιστική Αντιόχεια, στα χρόνια της μεγάλης ακμής και παρακμής της μετακλασικής εποχής. Αναπαράγει με υστερική λεπτομέρεια, –χάρη στην σχεδόν επιστημονική του μελέτη- τις «κατακτημένες» γι’ αυτόν ιστορικές περιόδους, και τις ανάγει σε χώρο και χρόνο δράσης των πρωταγωνιστών του. Η Αλεξάνδρεια γίνεται οριστικά και αμετάκλητα για τον ίδιο η «αγαπημένη πολιτεία», λέει γι’ αυτήν «…σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι».
Μέσα στην ησυχία και την απομόνωση μιας ιδανικής Καβαφικής σκηνογραφίας, στο διαμέρισμα της οδού Λέψιους 10, χωρίς ηλεκτρικό, ραδιόφωνο και τηλέφωνο, υπό το φως κεριών και λάμπας πετρελαίου, πάνω από ένα μπορδέλο, απέναντι ακριβώς από το Ελληνικό Νοσοκομείο Αλεξανδρείας, και δίπλα από την ορθόδοξη εκκλησία του Αγ. Σάββα, νοσταλγεί ηλικίες δόξης και πλούτου, κλαίει νοερά γι’ αγαπημένη οικογένεια που έφυγε νωρίς, πατέρας πρώτα, μάνα, αδέλφια, φίλοι παιδικοί. Εμπνέεται στοίχους οικουμενικής αξίας, μείγμα στωικότητας, κυνισμού και απαισιοδοξίας, μιλώντας για το ερωτικό παιχνίδι της νιότης, το ανελέητο πέρασμα του χρόνου, τα γηρατειά, το θάνατο, για «τα σχέδια της ζωής», «που βγήκαν όλα πλάνες».
Γεννημένος το 1863 στην Αλεξάνδρεια, ο Βενιαμίν μιας μεγαλοαστικής οικογένειας εννέα παιδιών, γιός της Χαρίκλειας και του Πέτρου Καβάφη, Φαναριώτικης καταγωγής, ενός εκ των πλουσιοτέρων εμπόρων βάμβακος και σιταριού, μεγαλώνει μέσα στην πολυτέλεια, μέχρις ότου το 1870 εντελώς ξαφνικά ο πατέρας πεθαίνει. Η δυναμική Χαρίκλεια Καβάφη, κόρη Πολίτη μεγαλομεσίτη η ίδια, παίρνει τα παιδιά της και φεύγει για την Αγγλία. Ατέλειωτες οικονομικές περιπέτειες, με αποκορύφωμα το μεγάλο κραχ της Αιγύπτου το 1876, εξανεμίζουν σταδιακά μια ολόκληρη περιουσία. Γεγονός που, βέβαια, δεν αφήνουν να διαρρεύσει εντελώς στην Αλεξανδρινή κοινωνία, ούτε και να επηρεαστούν απόλυτα οι αριστοκρατικές τους συνήθειες. Έτσι, όταν το 1879 επιστρέφουν, δεν παύουν να αποτελούν μέλη των «πρωτοκλασάτων», αν και τελείως άφραγκοι και ξεπεσμένοι, κι ο μικρός Κωνσταντίνος, ολοκληρώνει τις σπουδές στο εμπορικό λύκειο «Ερμής». Εκεί συναναστρέφεται συνομηλίκους του από εξέχουσες ελληνικές οικογένειες.
Όταν τον Ιούνιο του 1882 ξεσπάει εξέγερση, μόλις και προλαβαίνουν να επιβιβαστούν σε πλοίο για την Κωνσταντινούπολη. Μένουν τρία χρόνια στο σπίτι του παππού Γεωργάκη Φωτιάδη. Εκεί, ο δεκαεννιάχρονος μελλοντικός ποιητής, δίπλα στα νερά του Βοσπόρου, κάνει τις πρώτες του λογοτεχνικές απόπειρες στα αγγλικά («Leaving Therapia») και μυείται στον ομοφυλοφιλικό έρωτα με «συνένοχο» τον εξάδελφο του Γεώργιο Ψυλιάρη. Εκφράζει την επιθυμία του να ακολουθήσει είτε πολιτική είτε δημοσιογραφική καριέρα. Όλοι ξέρουν ότι έχουν να κάνουν με έναν πανέξυπνο κι ευαίσθητο αγόρι (ήδη μεταφράζει Σαίξπηρ), και του προσφέρουν την ηθική, αλλά και υλική τους υποστήριξη.
Τον Οκτώβριο του 1885, επιστρέφει με τη μητέρα του και τους αδελφούς του Αλέξανδρο και Παύλο, στην Αίγυπτο. Εγκαταλείπει την αγγλική υπηκοότητα που έχει αποκτήσει από τον πατέρα του, και με γενναιότητα επιλέγει την ελληνική, σε μια εποχή Βρετανικής αρμοστείας στη χώρα. Αποκτά δημοσιογραφική ταυτότητα της εφημερίδας «Τηλέγραφος». Γράφει άρθρα, πεζά και ποίηση. Πρώτο του δημοσιευμένο κείμενο εν έτη 1886 «Το κοράλλιον υπό μυθολογικήν έποψιν» στην εφημερίδα «Κωνσταντινούπολις», και πρώτο δημοσιευμένο ποίημα, με τίτλο «Βακχικόν» στον «Έσπερο» της Λειψίας. Χάνει τους παιδικούς του φίλους Στέφανο Σκιλίτση και Μικέ Ράλλη, προάγγελοι διαδοχικών θανάτων με πρώτον εκείνο του μόλις σαράντα ετών αδελφού του Πέτρου-Ιωάννη το ’91. Το 1902 και το 1905 θα πεθάνουν, σε ηλικία πενήντα ετών, ο Αριστείδης και ο Αλέξανδρος αντίστοιχα.
Το 1891 το αθηναϊκό περιοδικό «Αττικόν Μουσείο», δημοσιεύει το «Κτίσται». Το ποίημα με το οποίο ένα χρόνο μετά εγκαινιάζει τη συνήθεια του να κυκλοφορεί σε τυπωμένα feuilles volantes επιλεγμένα ποιήματα που αργότερα συγκεντρώνει σε χρονολογικές και θεματικές συλλογές. Συχνά η υπογραφή του εμφανίζεται και σε λογοτεχνικά ή ιστορικά άρθρα, όπως περί του Κυπριακού ζητήματος ή υπέρ της επιστροφής των Ελγινείων.
Τρία χρόνια άμισθης εργασίας στο Γραφείο Αρδεύσεων μετατρέπονται το 1892 σε μόνιμη θέση κατωτέρου υπαλλήλου, που του εξασφαλίζει μισθό και ανέσεις για τα επόμενα τριάντα χρόνια. Έχοντας πρώτα αρνηθεί να εργαστεί για την «Χωρέμης-Μπενάκης» παρόλο που ο Αντώνης Μπενάκης υπήρξε επιστήθιος του φίλος. Όπως και η Πηνελόπη Δέλτα. Το 1897, αφού πρώτα διένειμε σε τετρασέλιδο μονόφυλλο -δίγλωσσο σε μετάφραση του Τζων Καβάφη- τα περίφημα «Τείχη», σαλπάρουν οι δυο τους για Μασσαλία απ’ όπου ταξιδεύουν στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Επισκέπτονται μουσεία, όπερες, θέατρα, καπνιστήρια και καμπαρέ της υψηλής κοινωνίας…
Όταν το 1899 χάνει τη μητέρα του, έχει σχετικά αποκατασταθεί οικονομικά. Η σκανδαλώδη ζωή του επίσης ομοφυλόφιλου, αδελφού του και ιδιαίτερα κοσμικού Παύλου, συχνά παρεξηγείται και ταυτίζεται μ’ εκείνη του ίδιου, ο οποίος προτιμάει τα κακόφημα «καπηλειά και τα χαμαιτυπεία» όπου συχνάζουν Έλληνες ναύτες κι εργάτες. Η γνώση του των αραβικών είναι μηδαμινή και αποφεύγει συναναστροφές με ντόπιους. «Η πιο απαρατήρητές μου πράξεις-και τα γραψίματα μου τα πιο σκεπασμένα-από εκεί μονάχα θα με νοιώσουν» γράφει αργότερα στα «Κρυμμένα» το 1908.
Το 1901 επισκέπτεται για πρώτη φορά την Αθήνα όπου σχετίζεται με τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής, και αναπτύσσει ειλικρινή φιλία με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Τον λογοτέχνη που εφ’ εξής αποδεικνύεται ο κυριότερος υπερασπιστής του στις αλλεπάλληλες επιθέσεις που δέχεται από τον κύκλο των Παλαμικών κυρίως, οι οποίοι φρίττουν με την ανάμικτη χρήση δημοτικής και καθαρεύουσας, με το ρηξικέλευθο του στοίχο, το συμβολισμό του, το σαρωτικό του πεσιμισμό. Ίσως πάνω απ’ όλα διαισθάνονται την επέλαση ενός Τιτάνα μπροστά στον οποίον φαντάζουν νάνοι…
Όταν το 1903 γράφει τις απόψεις του περί «Ποιητικής», τα «Παναθήναια» παράλληλα, δημοσιεύουν το θρυλικό άρθρο- ύμνος του Ξενόπουλου γι’ αυτόν. Όλο και περισσότεροι λογοτεχνικοί παράγοντες μπαίνουν στη ζωή του, τα χρόνια που ακολουθούν: άλλοτε ως θαυμαστές κι άλλοτε ως ταγμένοι εχθροί. Οι τελευταίοι, συχνά κάμπτονται κι αυτοί. Όπως θα συμβεί εν μέρει και με τον ίδιο τον Παλαμά! Το όνομα του εκτινάσσεται στην κορυφή της αποδοχής και της δόξας, κατακτώντας τη μεγάλη καταξίωση εν ζωή. Μια αστείρευτη παραγωγή ποιημάτων βλέπει το φως της δημοσιότητας, μέσα από σελίδες περιοδικών και εφημερίδων, αλλά ουδέποτε βιβλίων. Κατατάσσει τα ποιήματα του σε «Φιλοσοφικά», «Ιστορικά» και «Αισθησιακά», και το 1912 κυκλοφορεί τη πρώτη συλλογή πενήντα τέσσερα μονόφυλλων, κάτι που επαναλαμβάνει μέχρι το θάνατο του άλλες εννέα φορές. Η απόρριψη του της πρότασης του Μπενάκη να εκδώσει έναν πολυτελή τόμο με ποιήματα του, αποδεικνύει το χαρακτήρα και τη συνέπεια στις αρχές του.
Συνδέεται με μεγάλη φιλία με τον διπλωμάτη εξάδελφο του Δραγούμη, ο Δημήτρης Μητρόπουλος μελοποιεί ποιήματα του, ο Φόρστερ εκδίδει το Pharos and Pharillon με δοκίμια και μεταφράσεις διαδίδοντας την ποίηση του στην αγγλική κοινωνία, η Κοτοπούλη αναζητάει την παρέα του κατά την διαμονή της στην Αλεξάνδρεια. Η κυβέρνηση Πάγκαλου το 1926 του απονέμει το παράσημο του Φοίνικος, κι ο Καζαντζάκης τον χαρακτηρίζει «από τα τελευταία άνθη ενός πολιτισμού». Τον επισκέπτεται ο Μαρινέττι και τον βαφτίζει Φουτουριστή!
Όταν έρχεται στην Ελλάδα το 1932 κτυπημένος από καρκίνο στο λάρυγγα, για να κάνει τραχειοτομή, παρελαύνει από το ξενοδοχείο του ολόκληρη η πνευματική Αθήνα. Το ίδιο και στον Πειραιά για το κατευόδιο. Τον Απρίλη του 1933 η κατάσταση του επιδεινώνεται. Η φίλη του Ρίκα Σεγκοπούλου του ετοιμάζει μια βαλιτσούλα για το απέναντι από το σπίτι του νοσοκομείο. Διαισθάνεται ότι δεν πρόκειται να επιστρέψει και ξεσπάει σε αναφιλητά. Καθώς δε μπορεί να μιλήσει, της γράφει: «Αυτή τη βαλίτσα την αγόρασα πριν 30 χρόνια, ένα βράδι βιαστικά για να πάω στο Κάιρο για διασκέδαση. Τότες ήμουν υγιής, νέος και όχι άσχημος». Στις 29 του ιδίου μήνα, ξημέρωμα των γενεθλίων του, αφήνει την τελευταία του πνοή. Το τελευταίο του ποίημα «Εις τα περίχωρα της Αντιόχειας», είναι το μόνο που δεν πρόλαβε να δει δημοσιευμένο. Χρήστος Παρίδης (πρώτη δημοσίευση περιοδικό ΕΙΚΟΝΕΣ)
Έγραψε, είπαν...
«Εγώ είχα δύο ιδιότητες. Να κάνω ποιήματα και να γράψω Ιστορία. Ιστορία δεν έγραψα κι είναι αργά πλέον. Τώρα, θα πείτε, πως ξέρω ότι θα μπορούσα να γράψω Ιστορία; Το καταλαβαίνω. Κάνω το πείραμα κι ερωτώ τον εαυτό μου: ‘Καβάφη, μπορείς να γράψεις μυθιστόρημα;’ Δέκα φωνές μού φωνάζουν όχι. Κάνω πάλι το ερώτημα: ‘Καβάφη, μπορείς να γράψεις θέατρο;’ Εικοσιπέντε φωνές μού φωνάζουν πάλι όχι. Κάνω πάλι το ερώτημα ‘Καβάφη, μπορείς να γράψεις Ιστορία;’ Εκατόν είκοσι πέντε φωνές μου λένε μπορείς να γράψεις.»
Κ.Π.Καβάφης (Μαρτυρία Ευτυχίας Ν. Ζέλιτα)
«…Μερικοί – από τους οποίους είμαι και εγώ- διστάζουν να θυσιάσουν ολόκληρη την καθαρεύουσα, δεν στέργουν να καταδικάσουν όλην την γλωσσική εργασία ενός αιώνος (και περισσότερον ενός αιώνος) και είναι πρόθυμοι να παραδεχθούν όχι μόνο λέξεις (στη γνήσια τους μορφή) της αρχαίας, αλλά και γραμματικούς τύπους, όταν οι λέξεις και οι τύποι αυτοί τους φαίνονται ή που πέρασαν στην ομιλία των πόλεων, ή που συντείνουν εις τον πλουτισμό και εις τον ωραϊσμό του ελληνικού λόγου […] Εμείς δε τώρα επιστρέφοντες στη δημοτική γλώσσα είμεθα προσκυνηταί, προσκυνηταί ευλαβείς και συγκινημένοι, που μπαίνουν μες σε τέμενος, και θα βγάλουμε, βέβαια, όλα τ’ άτεχνα στολίδια και τα περιττά ντύματα που το ασχημίζουν, αλλά χωρίς βία και χωρίς προκαταλήψεις μην τύχει και δεν δούμε και μες στο σωρό απορρίψουμε – οι ανόητοι- καμμιά μαλαματένια λήκυθο ή κανένα κιβώτιο από λαμπρό σεντέφι.»
Κ.Π.Καβάφης (Από επιστολή στην εξαδέλφη του Μαρίκα Τσαλίκη, 9 Σεπτεμβρίου 1906)
«Ένας μεγάλος κύκλος νέων της προτοπορείας και μη νέων λογοτεχνών, και ανάμεσα σ’ αυτούς οι εκλεκτώτεροι, είναι την ώρα τούτη σχεδόν αποκλειστικά γυρισμένοι στα ποιήματα του Καβάφη που είναι το κέντρο και το καμάρι μιας μερίδος της αλεξανδρινής φιλολογίας[…] Ο Καβάφης, ιδιόρρυθμος, καινότροπος, έχει στο ενεργητικό του ό,τι μας θυμίζει, συχνότατα, το παράγγελμα του αρχαίου: ‘Μύθους να πλέκεις, ποιητή, όχι λόγους’. Αλλά τα παραγγέλματα δεν ωφελούν. Μονάχα ο άνθρωπος πίσω απ’ αυτά λογαριάζεται. Παραμερίζοντας, για να μη μακρύνω ακόμα το λόγο, τα καθέκαστα της ποιητικής του τέχνης ή ατεχνίας, όπως θέλετε πέστε την, και της φιλοσοφίας του, φτάνω στο συμπέρασμα: Τα έργα του Καβάφη, στίχος, γλώσσα, έκφραση, μορφή και ουσία, μου φαίνονται σα σημειώματα που δεν ημπορούν ή που δεν καταδέχονται να γίνουν ποιήματα. Τη γνώμη μου αυτή την είπα προ ετών, κ’ έγινε κάποιος θόρυβος.»
Κωστής Παλαμάς, Le Figaro en Grece, 10 Φεβρουαρίου 1929
σχόλια