«Εσύ πού βγαίνεις;»
Τρεις λέξεις κι ένα σημείο στίξης, αρκετά για να βιώσω μία μικρή κρίση ηλικίας, καθώς δεν έχω καμία απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Με δισταγμό απάντησα «στο Παγκράτι» συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα πως βγαίνω στο Παγκράτι κυρίως επειδή μένω στο Παγκράτι.
Αν μου έλεγε κάποιος, το 2011, πως στη σκέψη να κάνω πάνω από 20 λεπτά για να φτάσω στον προορισμό μου, θα προτιμούσα τον καναπέ και τη σειρά που κάνω binge watch, θα γελούσα ειρωνικά και θα έπινα μία γουλιά απ' το τζιν τόνικ που έχω βολτάρει με το ποτήρι του στα μισά στενά του κέντρου. Και με αυτήν τη συνειδητοποίηση έρχεται πάντα η νοσταλγία για την τελευταία, κατά τη γνώμη μου, cool era της αθηναϊκής νύχτας.
Για τη γενιά των σημερινών 20somethings και λίγο παραπάνω ξεκινά λίγο αφότου το Urban, το Kinky, η Πλαστελίνη και η Μαύρη Γάτα έκλεισαν τις πόρτες τους, και με όσους είχαμε ξεκινήσει να ξεμυτίζουμε στα πρώτα μας εφηβικά night outs για να ζήσουμε το six d.o.g.s ως το place to be. Το στενό της Αβραμιώτου είχε αποκτήσει ήδη τη φήμη του hot spot, αλλά σε συνδυασμό με το άνοιγμα του K44 στο Γκάζι, έναν χρόνο πριν, αποτέλεσε μία από τις βάσεις για τη γέννηση της going out κουλτούρας στην οποία το σημείο που θα κατέληγε η βραδιά σου θα ήταν το highlight της και όχι το «σβήσιμο».
Δεν υπάρχει πλέον ένας προορισμός που ξέρεις πως θα συναντήσεις όλους σου τους γνωστούς - επειδή ξέρεις πως ανεξάρτητα με το τι θα κάνουν μέσα στη βραδιά θα καταλήξουν εκεί- και αυτό οφείλεται κυρίως στην αναγέννηση της κουλτούρας της γειτονιάς.
Έχοντας προλάβει λίγο από το Pop, που έκλεισε τις πόρτες του λίγο αφότου ήπια εκεί τα πρώτα μου Zombies, και έχοντας πάρει μία γεύση από την πρώτη φάση της Αβραμιώτου, ξεκίνησα να κατευθύνομαι προς το Γκάζι και την οδό Κωνσταντινουπόλεως, ίσως μετά από ένα ποτό στο Hoxton ή μία γρήγορη μπίρα στον δρόμο. Δεν είχε σημασία – οτιδήποτε πριν από το Κ44 ήταν απλά ζέσταμα, αφού ήξερες ότι θα πας και θα είναι όλοι εκεί. Ήταν το μέρος στο οποίο θα έβλεπες ανθρώπους από κάθε πλευρά της Αθήνας, θα άκουγες πάνω από πέντε διαφορετικά είδη μουσικής μέσα σε μία βραδιά, θα συναντούσες γνωστούς και αγνώστους (ή τουλάχιστον αυτούς που είχες βρει στα πρώτα βήματα του Facebook stalking σου) και θα περνούσες καλά, χωρίς αμφιβολία. Είναι η τελευταία μου ανάμνηση από εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους να διασκεδάζουν πραγματικά, να χορεύουν και να πίνουν, χωρίς να τους νοιάζει το αν ακούν τη μουσική που έπαιζε ή αν έχουν χρήματα να πάρουν άλλο ποτό (η μοναδική φορά στη ζωή μου που έχω βρει χρήματα στο πάτωμα, ήταν ένα 20ευρω μία Πρωτοχρονιά στο Κάπα τη στιγμή που μόλις είχε αδειάσει το πορτοφόλι μου).
Το μέσα ήταν γεμάτο, το «stage» των DJs φιλοξενούσε τα cool kids που βρίσκονταν εκεί επειδή γνώριζαν κάποιον από αυτούς που έπαιζαν –η άδεια να βρίσκεσαι εκεί πάνω ήταν άτυπη και πάρα, μα πάρα πολύ σοβαρή κοινωνική υπόθεση– και όταν έβγαινες έξω για να πάρεις λίγο αέρα, θα συναντούσες αυτούς που προτιμούσαν να αράξουν στο πεζούλι δίπλα στα κάγκελα που τους χώριζαν από τις ράγες του σιδηρόδρομου, για να κοιτούν την περατζάδα. Το να φύγεις πριν από τις 5 το πρωί ήταν σχεδόν απαγορευτικό, άλλωστε στο κλείσιμο πάντα άκουγες Libertines ή το «Be my Baby» των Ronettes, σημάδια πως ακόμα μία βραδιά είχε φτάσει στο τέλος της.
Κάποια στιγμή, ο κόσμος που μαζευόταν στο Κάπα είχε ξεπεράσει κατά πολύ τη χωρητικότητά του και οι πιο πιστοί του θαμώνες αποφάσισαν να αποχωρήσουν πριν ο χώρος χάσει την ταυτότητά του. Είχε συμβεί το αναμενόμενο: Ήταν πλέον πολύ mainstream. Ωστόσο, δεν έπαψε ποτέ να είναι ο σίγουρος προορισμός για οποιονδήποτε ήθελε να κλείσει τη βραδιά του όσο καλύτερα γινόταν ή τουλάχιστον να συναντήσει όλους τους γνωστούς του.
Μετά το κλείσιμο του Κάπα, ο κόσμος είχε αρχίσει ήδη να διασκορπίζεται. Το ποιο θα γινόταν το «νέο Κάπα» αποτελούσε ενός είδους κοινωνική αναζήτηση, παρότι οι περισσότεροι είχαν ήδη αποφασίσει πως το Σάββατο βράδυ ήταν ένα concept που είχε απορριφθεί.
Το επόμενο –και τελευταίο– μαγαζί που φιλοξένησε ένα σκηνικό παρόμοιο με αυτό του Κάπα ήταν το Senza, το οποίο παρά την πολύ μικρή χωρητικότητά του κατάφερνε να συγκεντρώνει τριψήφιο αριθμό ανθρώπων, που διάλεγαν κυρίως τη στοά και τα πεζούλια της Λέκκα παρά το εσωτερικό του για να περάσουν το βράδυ τους. Αν κατάφερνες να χωρέσεις μέσα, σίγουρα θα διασκέδαζες αφού οι μουσικές επιλογές έμοιαζαν πολύ με εκείνες στο νούμερο 44 της οδού Κωνσταντινουπόλεως, αλλά η προσοχή επικεντρωνόταν κυρίως στο ποιους θα συναντούσες εκεί (το Facebook stalking στο peak του) ή ποιους θα γνώριζες.
Λίγο πριν από το 2020 και το τέλος της δεκαετίας, η κουλτούρα αυτή μοιάζει να έχει χαθεί εντελώς. Δεν υπάρχει πλέον ένας προορισμός που ξέρεις πως θα συναντήσεις όλους σου τους γνωστούς –επειδή ξέρεις πως ανεξάρτητα με το τι θα κάνουν μέσα στη βραδιά θα καταλήξουν εκεί– και αυτό οφείλεται κυρίως στην αναγέννηση της κουλτούρας της γειτονιάς. Κουκάκι, Παγκράτι, Κυψέλη: Τα στέκια στις γειτονιές είναι πλέον γεμάτα και οι προτιμήσεις ορίζονται από το πού θα μπορέσεις να πιεις ένα ποτό ή να χορέψεις με την παρέα σου, χωρίς πολλά πολλά. Αν θες το κάτι παραπάνω, μπορείς να πεταχτείς μέχρι την Πρωτογένους στου Ψυρρή, που έχεις πιθανότητες να δεις κανέναν γνωστό παραπάνω και να ακούσεις λίγη καλή μουσική, όσο ελπίζεις για κάποιο καλό live, event ή DJ set.
Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς εκείνη την εποχή, αν δεν την έχει ζήσει. Ίσως το ότι η συγκεκριμένη κουλτούρα αποτελούνταν από τόσους διαφορετικούς ανθρώπους να της χάρισε την απαραίτητη έλλειψη ταυτότητας για να τους «χωρέσει» όλους, να τους δώσει την ευκαιρία να περάσουν καλά χωρίς κοινωνικούς προσδιορισμούς – που εδώ που τα λέμε σε νοιάζουν ελάχιστα όταν χορεύεις μανιασμένα ενώ χύνεται η μπίρα απ' το ποτήρι σου. Το σίγουρο είναι, πάντως, πως αυτοί που ξημεροβραδιάστηκαν σε εκείνα τα πεζούλια είναι αρκετά τυχεροί ώστε να λένε «δεν τα πρόλαβες εσύ αυτά» σε μερικά χρόνια.
Αναρωτιέμαι συνεχώς για το αν πράγματι ήρθε το τέλος εκείνης της αθηναϊκής νυχτερινής κουλτούρας ή αν φταίει το ότι εγώ έχω αλλάξει ηλικιακό κουτάκι. Σίγουρα, το γεγονός πως δεν υπήρχαν ακόμα τα Instagram stories βοήθησε αρκετά στο συναίσθημα της ελευθερίας και στο ότι δεν φοβόσουν για το αν θα σε δουν εκατοντάδες άνθρωποι σε ντροπιαστική κατάσταση, όσο κάνουν mindless tapping πριν κοιμηθούν. Ίσως, μάλιστα, να γεννάται μία νέα νυχτερινή κουλτούρα στην Αθήνα, αυτήν τη στιγμή, κάτω απ' τη μύτη μας και να το καταλαβαίνουν μόνο όσοι είναι κάτω των 25.
Αν πρέπει να κλείσω με μία σύντομη περιγραφή για εκείνη την εποχή, θα είναι αυτή που μου έδωσε μία φίλη στη συζήτησή μας περί του θέματος: «Δεν χρειαζόταν να ρίξεις τα μούτρα σου και να του στείλεις στο τσατ, γιατί απλά ήξερες πως θα τον δεις εκεί».
σχόλια