Λυπάμαι τους ανθρώπους που είναι μόνοι. Ξέρω πως είναι επιλογή ορισμένων. Ότι κάποιοι είναι εκ φύσεως μοναχικοί. Μα εγώ ενδόμυχα, στεναχωριέμαι γι αυτούς. Στεναχωριέμαι για αυτούς που πίνουν αμίλητοι τον καφέ τους διαβάζοντας εφημερίδα σκυθρωποί. Το τηλέφωνό τους δεν θα χτυπήσει ποτέ και θα ενοχληθούν μια ή δυο φορές από τα τρανταχτά γέλια της διπλανής παρέας που παίζει χαρτιά.
Αφού πιουν τον καφέ τους θα αφήσουν βιαστικά δύο ευρώ κάνοντας νόημα στον σερβιτόρο και θα φύγουν γρήγορα σκυφτοί.Θα χωθούν στο πρώτο στενό για να φτάσουν στον προορισμό τους από τον πιο ήσυχο δρόμο. Όταν συναντήσουν το αγκαλιασμένο ζευγαράκι θα κάνουν πως δεν το βλέπουν και θα ανοίξουν λίγο περισσότερο το βήμα τους. Στην επόμενη γωνία που θα στρίψουν θα κοντοσταθούν για μερικές στιγμές να ξελαχανιάσουν. Είναι λαχανιασμένοι κι ας μην έτρεχαν καθόλου.Μπορεί και να ξεφυσίξουν σιγανά. Μετά θα προχωρήσουν σε κανονικό ρυθμό.
Θα βγουν στον κεντρικό δρόμο και θα περιμένουν να ανάψει το φανάρι για να περάσουν απέναντι. Θα κοιτάξουν λίγο με απλανές βλέμμα τα αυτοκίνητα και για μια στιγμή το βλέμμα τους θα καρφωθεί σε ένα μωρό που είναι καθισμένο στο καρότσι και τρώει γλειφιτζούρι Έχει πασαλειφτεί Είναι αστείο με αυτά τα ρουχαλάκια και αυτό το κοτσίδι-συντριβάνι στο κεφάλι του.Σχεδόν θα γελούσαν,μα το φανάρι ανάβει πράσινο κι εκείνοι συνεχίζουν να περπατούν γοργά ως το απέναντι πεζοδρόμιο.
Στο δρόμο προς τη δουλεία θα συναντήσουν μερικούς άστεγους παραδομένους στο ναρκωμένο ύπνο.Θα προσπεράσουν τα τσιγγανάκια που θα τρέχουν γύρω γύρω τους. Θα προσπεράσουν το ζαχαροπλαστείο με τις ελβετικές σοκολάτες και τον αγριεμένο έφηβο που τσακώνεται με τον πατέρα του. Θα προσπεράσουν τον λαχειοπώλη και θα χωθούν μέσα σε μια στοά για να κόψουν δρόμο.
Σχεδόν έφτασαν.Θα πάρουν ένα κουλούρι από τον κύριο που πουλά κουλούρια έξω από το γραφείο τους.Θα χαιρετήσουν λέγοντας "καλημέρα" όχι τόσο αυστηρά μα σίγουρα με μια αδιαφορία και μια παγωνιά.
Θα μπουν στο γραφείο τους και θα κάτσουν στη θέση τους. Πίσω γραφείο,δίπλα στο παράθυρο με ένα μικρό μπέντζαμιν πίσω από την καρέκλα. Στριμωχτά-Στριμωχτά. Θα μιλάνε μονάχα σε όσους τους μιλούν. Μια καλημέρα, ένα αδιάφορο "καλά, εσύ;" και ένα "Γεια σας" όταν θα σχολάσουν. Θα κοιτάξουν μερικές φορές τις κορνίζες με τις φωτογραφίες των συναδέλφων τους. Ξεδοντιάρικα νήπια και τάχα αγαπημένα αδελφάκια στολίζουν το μεγάλο γραφείο με τους υπολογιστές. Χοντροί σύζυγοι από τις εκδρομές στο Περτούλι και κακοτραβηγμένες οικογενειακές φωτογραφίες από τις καλοκαιρινές διακοπές στην Αίγινα, το χωριό της συζύγου. Θα ακούσουν τα καψουροτράγουδα που παίζουν κάθε φορά που κάποιος καλεί τους συναδέλφους στο κινητό. Το δικό τους δεν θα χτυπήσει όλη μέρα. Και όταν συμπληρωθεί το ωράριο θα βγουν και πάλι έξω.
Θα ευχηθούν να έμεναν κάπου πιο κοντά.Θα ανοίξουν τη μεγάλη ομπρέλα για δύο και θα πιάσουν όλο το χώρο μόνοι τους.Έπειτα θα φτάσουν σπίτι τους.Θα πετάξουν άτσαλα τα ρούχα στον καναπέ και θα φάνε τη μισή χτεσινή πίτσα.Θα πάρουν το βιβλίο τους και θα αρχίσουν να κρατούν σημειώσεις δίπλα σ'αυτά που τους ενδιαφέρουν.Θα κοιμηθούν στο διπλό κρεβάτι. Όχι τελείως στη μέση ούτε και τελείως στην άκρη. Έχουν αρχίσει να συνηθίζουν αυτή τη ζωή.