Πολλοί είχαν προβλέψει κάποτε την τετραήμερη εβδομάδα εργασίας. Ακόμα κι ο Ρίτσαρντ Νίξον είχε δηλώσει ως Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ το 1956 ότι την διέβλεπε ευκρινώς στο «όχι και τόσο μακρινό μέλλον». Οι εργαζόμενοι φαίνονται να την ζητούν όλο και περισσότερο. Και κάποιες επιχειρήσεις και κυβερνήσεις πειραματίζονται με την ιδέα εδώ και δεκαετίες. Ο κόσμος συζητά την προοπτική του «τετραημέρου» εδώ και μισό αιώνα. Γιατί τότε αργεί τόσο πολύ;
Η ιδέα εμφανίζεται κάθε τόσο και σε επικεφαλίδες γεμάτες προσμονή. Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, η Microsoft Japan προκάλεσε πλημμύρα σχετικών άρθρων στα διεθνή μέσα, αφότου ανακοίνωσε ότι η περικοπή της εργασιακής εβδομάδας που επιχείρησε δοκιμαστικά η εταιρεία ανέβασε την παραγωγή κατά 40%.
O Adam Grant πάντως, καθηγητής ψυχολογίας στη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστήμιου της Πενσιλβάνια, δεν είναι πολύ αισιόδοξος. «Δεν το περιμένω να συμβεί σύντομα, ειδικά στην Αμερική», λέει σχετικά με το θέμα στους New York Times, παρότι ο ίδιος είναι υπέρ της ιδέας την οποία μάλιστα υποστήριξε σε φετινή ομιλία του στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός της Ελβετίας.
Οι λόγοι που δεν έχει κατοχυρωθεί η τετραήμερη εργασία είναι πολυσύνθετοι και διαφορετικοί από κουλτούρα σε κουλτούρα και τα εμπόδια δεν είναι μόνο θεσμικού τύπου.
Η ιδέα της τετραήμερης εβδομάδας εργασίας μοιάζει να κερδίζει διαρκώς έδαφος ανάμεσα στους εργαζόμενους σε ολόκληρο τον πλανήτη, ειδικά στις νεότερες γενιές, των αποκαλούμενων Millenials αλλά και της ακόμα νεότερης Generation Z.
Δύο δεκαετίες πριν από την πρόβλεψη του Νίξον, ο Τζον Μέιναρντ Κέινς – ένας από τους πιο επιφανείς θεωρητικούς της σύγχρονης οικονομίας – είχε εμφανιστεί ακόμα πιο αισιόδοξος δηλώνοντας ότι μέχρι το πολύ το 2030, οι άνθρωποι δεν θα εργάζονται πάνω από 15 ώρες την εβδομάδα.
Κάποια στιγμή όμως το ωράριο σταθεροποιήθηκε στις 40 ώρες την εβδομάδα και μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η εργασία αγιοποιήθηκε στην Αμερική, σύμφωνα με τον Benjamin Kline Hunnicutt, καθηγητή εργασιακών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο της Αϊόβα και συγγραφέα ενός βιβλίου με τίτλο «Ελεύθερος χρόνος: Το χαμένο αμερικανικό όνειρο», ο οποίος δηλώνει: «Εκτιμούμε την εργασία περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη κουλτούρα στην ιστορία του κόσμου»
Συγχρόνως με τον φετιχισμό της εργασίας, κορυφωνόταν και ο καταναλωτισμός με αποτέλεσμα ο κόσμος να καταλήγει να προτιμά την πολυτέλεια από τον ελεύθερο χρόνο και ο μόνος τρόπος να αποκτήσει τα είδη πολυτελείας ήταν να δουλεύει παραπάνω.
Η αλήθεια είναι πάντως ότι οι σχετικοί πειραματισμοί που έχουν γίνει μέχρι στιγμής δεν παρέχουν επαρκή στοιχεία και δεν υπακούν σε ένα κοινό μοντέλο. Σε κάποιες περιπτώσεις, το 40ωρο ισχύει, απλά απλώνεται σε τέσσερις μέρες αντί για πέντε. Σε άλλες, η Παρασκευή γίνεται αργία και οι ώρες εργασίας μειώνονται σε 32 με ή χωρίς μείωση των αποδοχών.
Την περσινή χρονιά, μια εταιρεία συμβουλευτικών υπηρεσιών στη Νέα Ζηλανδία με το όνομα Perpetual Guardian, που απασχολούσε γύρω στους 240 υπαλλήλους, βρέθηκε στις επικεφαλίδες των διεθνών μέσων, όταν ανακοίνωσε ότι το πείραμα τριήμερης μάλιστα εβδομάδας εργασίας που διεξήγαγε για δύο μήνες, είχε στεφθεί με τέτοια άνοδο στην παραγωγικότητα ώστε αποφάσισε να την καθιερώσει επίσημα.
Ιστορικά, τέτοια πειράματα επικεντρώνονταν κατά κανόνα στην ενίσχυση της ισορροπίας ανάμεσα στην δουλειά και την ζωή (τον ελεύθερο χρόνο δηλαδή) για τον εργαζόμενο. Τα παραδείγματα όμως της Perpetual Guardian πέρσι και της Microsoft Japan φέτος, εστιάζουν σε κάτι που μπορεί να αποτελέσει κίνητρο για τους εργοδότες: την παραγωγικότητα.
Ασχέτως των κινήτρων πάντως και σύμφωνα με πλήθος δημοσκοπήσεων, η ιδέα της τετραήμερης εβδομάδας εργασίας μοιάζει να κερδίζει διαρκώς έδαφος ανάμεσα στους εργαζόμενους σε ολόκληρο τον πλανήτη, ειδικά στις νεότερες γενιές, των αποκαλούμενων Millenials αλλά και της ακόμα νεότερης Generation Z. Όπως χαρακτηριστικά λέει στο άρθρο των New York Times, ο καθηγητής Hunnicutt: «Η δική μου γενιά αποτελεί τους τελευταίους ευτυχώς ζηλωτές αυτής της περίεργης πίστης ότι η μόνο η δουλειά μπορεί πραγματικά να δώσει τις απαντήσεις στα ερωτήματα μας ως ανθρώπινα όντα».
Με στοιχεία από τους New York Times
σχόλια