ή
Δεν χρειάζεται να σας πω ποιοι είναι οι ισόβιοι πρωταθλητές, τόσο εντός Ευρώπης, όσο και εντός ΟΟΣΑ, στα ποσοστά αυτοαπασχολούμενων.
Είναι οι ίδιοι που έχουνε την τάση να είναι τα αφεντικά του εαυτού τους, της ομάδας τους, της πολυκατοικίας τους, του καφενείου, του κρεβατιού αλλά φοβούνται την μαμά τους.
Είμαστε εμείς!
Ακόμα και εδώ στις πόλεις, αν εξαιρέσουμε τον δημόσιο τομέα ελάχιστοι από εμάς εργαζόμαστε σε επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους.
Κατακερματισμένος είναι και ο γεωργικός τομέας της οικονομίας με μικρούς κλήρους, να αποτελούν τον κανόνα. Εγώ, για παράδειγμα, έχω στην κατοχή μου τριάντα στρέμματα τα οποία και νοικιάζω, τώρα οι νοικάρηδες τι τα κάνουν, ο θεός και η ψυχή τους!
Αυτό το χαρακτηριστικό, του μικρού μεγέθους (μην πάει ο νους σου στο κακό), έχει ιστορικό βάθος. Για να ασελγήσω στο κλισέ περί πολιτισμένων και μαϊμούδων, που συχνά χρησιμοποιούμε για να μειώσουμε τους ξένους, στην προκείμενη περίπτωση, όταν αυτοί σχημάτιζαν βιομηχανίες, τράπεζες και σούπερ μάρκετ εμείς αρκούμασταν στα μπακάλικα και τα τσαγκαράδικα.
Η αδυναμία, εν μέσω τουρκοκρατίας, συσσώρευσης κεφαλαίου, στα πρότυπα των δυτικών οικονομιών, αναχαίτισε τη μεγέθυνση των επιχειρήσεων κάθε είδους, εξαιρουμένου ίσως του εμπορίου. Σε αυτό, βέβαια, συνετέλεσαν και άλλοι παράγοντες όπως η γεωγραφία του ελληνικού χώρου ή οι ανύπαρκτες υποδομές.
Άτιμε Σουλεϊμάν, εσύ φταις για όλα. Τώρα που είπα Σουλεϊμάν σας ενημερώνω πως ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος για να δολοφονήσετε σουλτάνο είναι με στραγγαλισμό των όρχεων. Το χω δοκιμάσει στον εαυτό μου και πιάνει!
Ας συνεχίζουμε να ξεφυλλίζουμε το σκονισμένο άλμπουμ της ιστορίας λέγοντας και καμιά μαλακία, που και που.
Ενώ λοιπόν, το γαλατικό χωριό του Καραγκιοζίξ τελούσε υπό οθωμανικούς περιορισμούς, η Δυτική Ευρώπη εισήγετο στη βιομηχανική εποχή με γκάζια κωλοφτιαγμένου, στρογγυλοφάναρου GLX. Οι μεγάλες γαιοκτησίες του φεουδαρχικού παρελθόντος, βλέπετε, είχαν αφήσει σαν κληρονομιά τεράστια κοινωνικά χάσματα, μεταξύ φεουδαρχών και εργατών, τα οποία και μεταφράστηκαν άμεσα, με την είσοδο στην μηχανοκίνητη εποχή , σε διαφορές μεταξύ κεφαλαιούχων και εργατών. Με άλλα λόγια ο πλεονάζων πλούτος είχε συσσωρευτεί σε συγκεκριμένες εστίες.
Συνεπώς όταν στη Δύση, τα εθνικά κράτη άρχισαν να διαμορφώνονται οι οικονομικοί ρόλοι ήταν σαφείς. Υπήρχαν οι κηφήνες από την μία και οι δούλες από την άλλη.
Αυτή η ταξική κατάτμηση και η κεφαλαιακή υπερ-συσσώρευση δεν συνετελέσθη στην Ελλάδα, η οποία μολονότι αντικατέστησε το φέσι με ημίψηλο και αποτίναξε το οθωμανικό κράτος, δεν υιοθέτησε πλήρως, τα πρότυπα κοινωνικής διαστρωμάτωσης των ευρωπαίων.
Εκείνη την εποχή, το λοιπόν, αναπτύχθηκαν στην από εκεί μεριά, όπως κοιτάτε τον χάρτη αριστερά, οι μεγάλες επιχειρήσεις-ιεραρχίες που έδιναν σταθερούς ρόλους και καταμέριζαν την εργασία με τον πιο αποτελεσματικό και ανταγωνιστικό τρόπο.
Σαν να μην έφτανε μόνο αυτό η φεουδαρχία, η μοναρχία και ο καθολικισμός σε συνέργια με ένα ευρύτερο πλέγμα θεσμών, εφεύραν έναν νέο, το εθνικό, απολυταρχικό αλλά στιβαρό κράτος.
Την απουσία ενός ισχυρού κράτους, Λεβιάθαν, αντικατέστησε, στην ελληνική πραγματικότητα, η υποταγή στην εξωθεσμική, πολλές φορές δύναμη, του εκάστοτε «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;».
Αυτή η αδόμητη δύναμη της πλάκας, στην οποία διαχρονικά ενδίδει ο έλληνας, είτε πρόκειται για εσωτερικό, είτε εξωτερικό ηγεμόνα, έχει αρχετυπικό θύμα τον υπόδουλο ραγιά, τον αιώνιο Θανάση Βέγγο, ο οποίος υπηρετεί αντιπαραγωγικά και χωρίς έλεγχο τους ανωτέρους του αλλά δεν ξέρει να συνεργάζεται με όσους δεν έχουν εξουσία πάνω του. Ο έλληνας δεν κάνει πάσα την μπάλα με τίποτα λέμε.
«Σε πηδάνε οι άλλοι, ξένοι και εγχώριοι τραμπούκοι; Τότε είσαι κράτος της πλάκας. Δεν μου εμπνέεις ασφάλεια. Θα κάνω ότι μου καπνίσει. Μπορώ να γίνω ντεσπεράντο», μονολογεί κάτω από τα μουστάκια του ο έλληνας. Φρονώ πως ο γερμανός, ο άγγλος ακόμα και ο σουηδός, δεν θα σκεφτεί πως μπορεί να το παίξει νταής απέναντι στο κράτος του, όποιος και αν είναι!
Όλοι μας ζούμε και παράγουμε με ορίζοντα την πλατεία του χωριού ή την αυλή του γείτονα. Μέχρι εκεί δηλαδή που περνάει ο λόγος μας.
Το μικρό και «όσα παίρνει ό άνεμος» κεφάλαιο εξακολουθεί, μετά από δυο αιώνες σύγχρονου κράτους, να είναι η κυρίαρχη μορφή παραγωγικής οργάνωσης. Η ελληνική οικογένεια, ο βασικός πυρήνας της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, αντιστέκεται διαχρονικά στην προλεταριοποίηση απλώνοντας δίχτυα ασφάλειας γύρω από τα μέλη της μολονότι πέφτει στα τέσσερα μπροστά στον κάθε ημιπαράνομο φορέα εξουσίας.
Τα σόγια, που λέτε, παλαιότερα, αλλά και οι οικογένειες στις μέρες μας, συγκροτούνται πάνω σε μια συσσωρευμένη μεν, μικρή δε, μάζα κεφαλαίου, γύρω από την οποία περιστρέφονται τα μέλη τους, τα οποία έχουν την τάση να αποφεύγουν, μια ξεκάθαρη υπαλληλική ιδιότητα.
«Θα πάει ο γιος μου να δουλέψει στο κομμωτήριο του Vidal Sassoon; Προτιμώ να πεθάνω παρά να το ζήσω αυτό. Θα του ανοίξω μπαρμπέρικο στην αυλή του καφενείου», σκέφτεται ο τίμιος έλληνας πατέρας.
Αν ωστόσο αυτό συμβεί, να εργαστεί ο Έλληνας για τρίτους γίνεται, κατά βάση, σε δραστηριότητες με εργασιακή ασφάλεια, καλή σύνταξη και ωράρια που εξυπηρετούν την παράλληλη ενασχόληση με το οικογενειακό κεφάλαιο: στο δημόσιο τομέα, στις τράπεζες, σερβιτοριλίκι, DJλίκι.
Να ναι καλά η ημι-απασχόληση και η αδήλωτη εργασία.
Το πολυμήχανο και ευέλικτο πνεύμα που έχει ανάγκη η οικονομία μικρής κλίμακας, αποτυπώνεται και στην εύκολη εναλλαγή επιτηδεύματος ανάλογα με το πώς φυσάει ο άνεμος. Ο τυπικός έλληνας, μέχρι και πρόσφατα, ευκολότερα μεταπηδούσε από την καλλιέργεια σταφίδας, στα καράβια, το ψάρεμα η την πορνεία, σε σχέση με τον άγγλο για παράδειγμα ο οποίος αν γεννιόταν γιος σερβιτόρου σε παμπ του Μπέρμιγχαμ θα μάθαινε την τέχνη και στα εγγόνια του.
Boringgg!
Οι δυτικοί είχαν και έχουν την τάση να δημιουργούν εργασιακές παραδόσεις, μεγάλες κλίμακες και εξειδικεύσεις από τα αυτοκίνητα και τα τυριά μέχρι το οτιδήποτε. Καταλαβαίνεις πως έτσι, πρώτοι αυτοί θα φτιάξουν διαστημόπλοιο και εμείς ακόμα θα στραγγίζουμε την φέτα.
Στις καπιταλιστικά παλαιότερες οικονομίες, σαν και αυτές της Δύσης, το ανθρώπινο κεφάλαιο αναπτύσσεται, μέσα από μακρόχρονη καριέρα, εντός των τειχών κάποιας μεγάλης επιχείρησης. Η ανώτατη εκπαίδευση είναι χρήσιμη και ως έναν βαθμό ταυτισμένη, μόνο ως πρώτο βήμα μιας καριέρας. Ο άγγλος πιάνει δουλειά στην πολυεθνική στα 23 του και ο έλληνας αφού πρώτα περάσει από το στάδιο του αιώνιου φοιτητή highlander, ακολούθως υπηρετεί στον στρατό, γυρνάει σπίτι, κάνει μεταπτυχιακό, αλλάζει 2-3 δουλείες- αν βρει- και κάποια στιγμή αφού εργαστεί σε κάποιο νησί για μερικά καλοκαίρια, ενσωματώνεται, με καθυστέρηση δεκαετίας, σε κάποια πιο παραγωγική δομή.
Αποκτούμε πείρα του κόσμου, αμέ!
Σε οικονομίες εντάσεως ανθρώπινου κεφαλαίου, σαν την δικιά μας, έχουν μεγαλύτερη σημασία τα γενικότερα ατομικά χαρακτηριστικά (τσαχπινιά, προσαρμοστικότητα, πληθώρα ικανοτήτων) και η κοινωνική δικτύωση και όχι τόσο η ειδίκευση, οι θεσμοί και οι δομές. Τα νοικοκυριά, συνεπώς, υπερ-επενδύουν στην καλλιέργεια των παιδιών, για να εμπλουτίσουν την παλέτα των ικανοτήτων τους, δηλαδή τις πιθανότητες απορρόφησής τους από μια οποιαδήποτε εργασία.
Στους εθνικούς λογαριασμούς οι δαπάνες εκπαίδευσης θεωρούνται κατανάλωση, για εμάς όμως είναι επένδυση, το δίχως άλλο.
Αυτή η τάση δημιουργεί ανθρώπους ικανούς στους τομείς που προϋποθέτουν γενικές γνώσεις και ευρυμάθεια, όπως οι υπηρεσίες ή οι μικρές οικονομικές μονάδες στις οποίες λίγοι εργάτες αναλαμβάνουν πολλά καθήκοντα, στην βιομηχανία ή στην έρευνα όμως η «αναγεννησιακού» τύπου ευρυμάθεια δεν είναι ανταγωνιστική.
Εμείς σκάβουμε παντού, ενώ εκείνοι στοχευμένα!
Πέραν του «ανειδίκευτου» εργάτη η μικρή κλίμακα χάνει και εξαιτίας του κόστους, της οργάνωσης, της έλλειψης σχεδιασμού.
Επιπλέον, σε μια οικονομία μικροϊδιοκτητών και επιτηδευματιών, η οποία είναι επιφυλακτική και δικαίως, απέναντι στα λαμόγια που διοικούν το κράτος, οι επενδύσεις των νοικοκυριών είναι πιο συντηρητικές και αφορούν κυρίως την αγορά ακινήτων, υπηρεσιών εκπαίδευσης, τις καταθέσεις σε τράπεζες.
Στις δυτικές οικονομίες, από την άλλη, που το κράτος είναι στιβαρό και πάνω από κάθε λαμόγιο, όποιο και να είναι αυτό, οι πολίτες νοιώθουν μεγαλύτερη σιγουριά και επενδύουν τις αποταμιεύσεις τους πιο δυναμικά, με πιο επαγγελματικούς και επικερδείς τρόπους μεταγγίζοντας στις επιχειρήσεις κεφάλαια που τις κάνουν ακόμα πιο μεγάλες. Είδαμε βέβαια και τα δικά τους χαΐρια, με τις φούσκες και τα τοξικά ομόλογα.
Εκείνοι στηρίζονται στην μέθοδο ενώ εμείς στο πολυμήχανο μυαλό μαςκαι στις πλάτες του μπάρμπα από την Κορώνη.