Η Αθήνα είναι ένα μεγάλο δάσος. Καλά ακούσατε. Δεν είναι μια απλή τσιμεντούπολη. Πρέπει ευθύς να αναθεωρήσετε την άποψή σας για αυτήν εδώ την πόλη. Τα κτήριά της δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα μεγάλα της δέντρα. Οι δρόμοι της δεν είναι παρά τα σύγχρονα ποτάμια -που έχουν πνίξει όλα τα αρχαία- και τα αυτοκίνητά στους δρόμους είναι οι μεγάλες βάρκες που διαπλέουν την πόλη με χαρακτηριστική βραδύτητα στις ώρες αιχμής. Το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο που ζεσταίνει τα σπίτια όσων έχουν τα χρήματα, είναι οι χυμοί που θρέφουν τα τσιμεντένια δένδρα και το μπετόν αρμέ είναι το χώμα όπου πατούν και παίρνουν δύναμη, όπως ακριβώς ο γίγας Ανταίος αντλούσε δύναμη από τη μάνα του, τη Γη, μέχρι ο Ηρακλής να τον σηκώσει στον αέρα και να τον σκοτώσει με τα γυμνά του χέρια. Στο δάσος της πόλεως κυκλοφορούν πολλά διαφορετικά ζώα, τα οποία συμβατικά αναγνωρίζονται μεταξύ τους ως άνθρωποι. Αναμεσά τους υπάρχουν τα πιο διαφορετικά πλάσματα: μυρμήγκια που εργάζονται σκληρά χωρίς χρόνο για ανησυχίες και επιθυμίες, νωχελικοί βραδύποδες στα καφενεία και τα τσιπουράδικα, οχιές διπρόσωπες έτοιμες για έφοδο πίσω από ένα γραφείο, καρχαρίες που περνάνε ανάμεσα από το πλήθος χαιρέκακα, ύαινες με μωρά στην αγκαλιά να ζητούν ελεημοσύνη με φανερωμένα τα δόντια τους, παγώνια να γυροφέρνουν άσκοπα στα γυμναστήρια ανάμεσα σε γορίλες και τσίτες, αηδόνια που τραγουδούν με τη συνοδεία της κιθάρας τους στη μέση του δρόμου, βουβάλια έτοιμα να χτυπήσουν όποιους φωνάζουν για μια καλύτερη ζωή. Τα πλαδαρά γουρούνια με τους χαρτογιακάδες έχουν την τιμητική τους, όπως σε οποιαδήποτε Φάρμα των Ζώων, αν με καταλαβαίνετε.
Τα πιο ενδιαφέροντα πλάσματα αυτού του πολύβουου δάσους είναι τα ξωτικά, και ακόμη περισσότερο οι νύμφες του. Όσοι ονειρεύονται με τα μάτια ορθάνοιχτα βλέπουν τα ξωτικά και τις νύμφες και οι άλλοι τους αποκαλούν τρελούς. Τα ξωτικά έξω και πέρα από κάθε παραμύθι δίνουν χρώμα στο γκρίζο της ζωής μας, μέσα σε ένα άγριο μέρος όπως η Αθήνα. Οι ξενέρωτοι άνθρωποι και όσοι πίνουν τη γνωστή γκαζόζα –ονόματα δεν λέμε, διαφήμιση δεν κάνουμε- φαντάζονται τα ξωτικά σαν συνοδοιπόρους του χοντρού Άι-Νικόλα προς Δυσμάς και στην Ψωροκώσταινα σαν φίλους του Άι-Βασίλη. Τα μυτερά πράσινα σκουφάκια και οι κόκκινες μπότες τους είναι σαν να βγήκαν από τον ύπνο ενός αιώνιου δυσκοίλιου.
Περνάνε από μπροστά σου τα ξωτικά και όλα γύρω σου γίνονται αλλιώτικα. Σαν το φως να είναι διαφορετικό και δείχνει πτυχές των πραγμάτων που αρνούνταν να σου φανερωθούν νωρίτερα, διότι δεν ήσουν ικανός να τα συλλάβεις και να τα εμπεδώσεις. Σαν το σκοτάδι να μη γίνεται πια τρομακτικό και συνώνυμο του θανάτου, αλλά μια πρόκληση για παιχνίδι με το μεγάλο άγνωστο, που όλους τους τρομάζει αλλά κανέναν δεν ξέρουμε αν τον σκότωσε. Σαν όλα όσα έζησες ως τώρα να ήταν απλά ένας βαθύς ύπνος και ξεκίνησε η ζωή σου μια όμορφη μέρα, μεγάλη και τρανή και με μια πολλά υποσχόμενη, φεγγαρόφωτη νύχτα.
Τα ξωτικά χαρακτηρίζονται από μια μαγική ελαφρότητα. Δεν είναι αβάσταχτη αυτή η ελαφρότητα, δεν έχει να κάνει καθόλου με την έλλειψη σκοπού ή κατεύθυνσης στη ζωή μας. Είναι, αντιθέτως, συνώνυμη της ελευθερίας και της ομορφιάς που υπάρχει μέσα στην καθημερινότητα, της αυθόρμητης έκφρασης και ζωτικότητας. Ξεκολλούν από τη ρουτίνα και δείχνουν, σε όσους έχουν τα μάτια να δουν και τη δύναμη να αφουγκράζονται, ότι μπορεί κανείς να πετάξει δίχως φτερά. Κρατάνε ως σερβιτόρες το δίσκο, όπως η σοφή Αθηνά Παλλάς κρατούσε το δόρυ της και η αγέρωχη θεά Άρτεμις το τόξο της. Νομίζεις ότι κρατούν όλο το ηλιακό σύστημα στο δίσκο τους, ή έστω τους δακτυλίους του Κρόνου, και όχι απλά έναν καφέ ή μια μπριζόλα με πατάτες σε ένα συνοικιακό σουβλατζίδικο.
Κουβαλούν κιβώτια σε μια αποθήκη; Όχι: κρατούν στα άσπρα χέρια τους το κουτί της Πανδώρας, όπου φυλάγεται μέσα η Ελπίδα, το αποκούμπι του ανθρωπίνου γένους· κρατούν τα δώρα ενός Πέρση σατράπη για το βασιλιά του· κρατούν τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων και τα άνθη τους· κρατούν τα πλυμένα ρούχα των αστέγων και των κατατρεγμένων από κάθε γωνιά της Γης. Βαστούν στο αριστερό χέρι μια κούτα με αναμνήσεις από καλοκαίρια σε αμμουδερές παραλίες και στο δεξί μια κούτα όπου την ανοίγεις και βλέπεις ότι ο πάτος της χάνεται στο άπειρο, όπως άπειρες είναι οι δυνατότητες του μέλλοντος που ανοίγεται μπρος στα μάτια σου, σαν μια σκηνή αποκάλυψης.
Υπάρχει ένα τραγούδι που μιλάει για ένα λαβωμένο ξωτικό. Κι όμως, τα ξωτικά δεν είναι λαβωμένα, οι πληγές τους δεν στάζουν αίμα, αλλά γάλα και μέλι. Η μυρωδιά σου τρυπάει τη μύτη και ξυπνάει μέσα σου το παιδί που έτρεχε στην αυλή και δεν ήξερε τίποτα από φόβο και ντροπή. Κάθε στενοχώρια τους μεταμορφώνεται σε ένα μεγάλο μπουκέτο από αζαλέες, προμηνύοντας την αρμονία, τη χαρά και την ισορροπία στο μεγάλο μας πανηγύρι.
Τα ξωτικά είναι υπερφυσικά, ανώτερα πλάσματα από τα συνήθη. Κάνουν πατινάζ στα παγοδρόμια και μοιάζουν στη θεά Αφροδίτη, η οποία γεννήθηκε μέσα στον αφρό των κυμάτων, όταν ο Κρόνος, αυθάδης και οργισμένος, πήρε τη βασιλεία του κόσμου από τον Ουρανό, ευνουχίζοντάς τον, και ό,τι κόπηκε έπεσε στο ανοιχτό πέλαγος. Η Αφροδίτη περπάτησε πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας, χωρίς βάρος, ανάλαφρη και ερωτική, πολύ πριν ζηλέψουν την ιστορία ο Ναζωραίος και οι πρώτοι χριστιανοί. Το ίδιο ανάλαφρα είναι τα ξωτικά και οι νύμφες, με ένα ακόμη μεγαλύτερο προτέρημα: δεν προκαλούν πολέμους. Πάνω στον πάγο, αντανακλώνται τα αστέρια που φορέσανε τα ξωτικά για σκουλαρίκια στα αυτιά τους, ίδια με καλοσχηματισμένα κοχύλια, που αν αφιερώσεις χρόνο να τα ακούσεις από κοντά, θα σου ψιθυρίσουν το αρχαίο μήνυμα της θάλασσας και των ποταμών. Είναι η ψυχή μας φτιαγμένη από νερό και νερό ζητάει να ξεδιψάσει.
Περπατάς μέσα στο δάσος της πόλης. Το ποτάμι πλησίον σου είναι φουσκωμένο. Κάθεσαι να ξαποστάσεις στο ξέφωτο: έχει τόσο ωραία λιακάδα και η ραστώνη είναι πάντα γλυκιά. Από το ποτάμι, μπορεί να βγει μια νύμφη και είτε να σε πνίξει με μανία είτε να σου πει να έρθεις μαζί της να μοιραστείτε τις μαγικές της δυνάμεις. Όλα να τα περιμένεις.
Όλα τα κάνουν με χάρη τα ξωτικά: ακόμη και τα λάθη τους. Τα ελαττώματά τους δεν είναι εγκλήματα, ούτε καν κακές συνήθειες: είναι απλά όλα τα σωστά πράγματα που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε μέσα στη στενοκεφαλιά μας. Σάμπως δεν είναι ο κόσμος ένα μπλεγμένο μακραμέ χωρίς αρχή και τέλος, με πάμπολλα διαμάντια πλεγμένα μέσα στους κόμπους του, καμωμένο από μια γυναίκα-αράχνη που ακούει στο όνομα Ανάγκη;
Τα ξωτικά, σε τελική ανάλυση, βγάζουν από τον πάγο φλόγα και από τη νύχτα φως.
σχόλια