η απώλεια ενός ανθρώπου δικού μας κι μάλιστα γονιού ειν φοβερό ........................... κι εγω φοβαμαι μην χάσω την μάνα μου ..................... κι ας μαζι της δε τα εχω καλά ................ εχω χάσει κι τον πάτερα μου ........... μου λειπει η παρουσια του ............... σε νιοθω φιλαρακι ειλικρινα ............η μανουλα σου θα είναι λυπημένη που σε βλέπει ετσι ομως ............ ξεκλεβε κάποιες στιγμές να ξεγελάς την θλιψη............ με το να κάνει κατι ......... πχ διάβασμα ??? μια μικρή βόλτα ??? ...........δες στην tv ενα έργο που σαρεσει ??? κατι ??
6.2.2020 | 05:28
Μου λείπει η μάνα μου
Πέθανε η μάνα μου. Πέθανε το καλοκαίρι. Έφυγε το βάρος στην καρδιά μου όταν πέθανε. Έφυγε και με τύλιξε μια ομίχλη. Μια μαύρη ομίχλη που δεν με αφήνει να αναπνεύσω. Μήνες τώρα. Η επικοινωνία μας. Τα αστεία μας. Λέγαμε, "έλα να κάνουμε ένα διάλειμμα" και εννοούσαμε να κάνουμε ένα τσιγάρο και να τα πούμε. Όλα λυνόταν έτσι. Τώρα δεν έχει πια διάλειμμα, είναι μια συνεχόμενη πορεία προς την άβυσσο. Δεν έχω με ποιον να μιλήσω όπως μιλούσα με την μάνα μου. Δεν έχω από ποιον να πάρω συμβουλές. Δεν βλέπω το χαμόγελο, την δύναμή της. Ήταν πολύ δυνατή η μάνα μου. Ήρθαν 500 άτομα στην κηδεία της. Τι να το κάνεις. Πού είναι όλοι όσο ζούμε, δεν ξέρω. Εγώ είχα μόνο την μάνα μου. Είχαμε τόσα θέματα. Πολιτική, θρησκεία, θέατρο, οικονομία, τα όνειρά μας. Τώρα τι να πω; Με ποιόν; Ποιον ενδιαφέρουν αυτά; Ποιος μπορεί να μου δώσει δύναμη, ποιος ξέρει πώς νιώθω; Δεν μπορώ να αναπνεύσω. Πνίγομαι. Να την κάνω υπερήφανη και να χαίρεται από ψηλά, μου λένε. Υπερήφανη την έκανα όσο ζούσε. Τώρα δεν έχω κίνητρο. Η ζωή χωρίς την μάνα μου είναι σαν ανάλατο φαΐ της πεθεράς. Πρέπει να το φας, γιατί πεινάς. Πρέπει να δείξεις κι ότι σ' αρέσει για να μην σε πουν ξινή. Δεν κατεβαίνει όμως μπουκιά. Αλλά τρως, κι όταν σε ένα βλέμμα σου φαίνεται η απόγνωση, ρωτάν, "τι έχεις;". Τι νά 'χω; Είχα παλιά. Τώρα δεν έχω τίποτα. Δεν την βλέπω ούτε στα όνειρά μου. Μου στέλνουν, κατά καιρούς, "είδα την μαμά σου στον ύπνο μου, χαμογελούσε!". Σ' εμένα χαμογέλασε τελευταία φορά όταν της είπα, μην ανησυχείς μαμά, μέχρι να βγουν οι κολοκύθες οι αμερικάνικες του μπαμπά θα έχεις γίνει καλά! Κι εκείνη πέθανε. Κι οι κολοκύθες δεν βγήκαν ποτέ. Πριν πεθάνει κάθε βράδυ ούρλιαζε ο σκύλος. Δεν μεγάλωσα ποτέ με αυτές τις δοξασίες. Πρώτη φορά διάβασα κάτι τέτοιο στον Χακ Φιν. Είχα τρομοκρατηθεί! Έλεγα, μαμά, γίνονται αυτά; Πεθαίνει ο ιδιοκτήτης όταν ουρλιάζει ο σκύλος, είναι σημάδι; Κι εκείνη μου εξηγούσε τους ξεχασμένους θρύλους. Κι όταν ήρθε η ώρα της και άκουγε το καταραμένο αυτό το σκυλί -ποτέ δεν το συμπάθησα- φώναζε στον πατέρα μου "ΚΑΝ' ΤΟΝ ΝΑ ΣΚΑΣΕΙ" κι εκείνος πήγαινε έξω κι έκλαιγε! Έκλαιγε μαζί με τον σκύλο! Μια φορά έσκασε ο σκύλος, όταν η μαμά μου πέθανε. Το ίδιο κι ο κόκορας. Λοιπόν αυτό δεν το ήξερα από πουθενά: ο κόκορας λαλουσε όποτε η μαμά μου ξυπνούσε από τους πόνους. Δηλαδή κάθε δύο ώρες, ξεκινώντας από τις 12. Εγώ καθόμουν έξω και την περίμενα να βγει. "Ακόμα δεν κοιμήθηκες, καρδούλα μου?" Περίμενα το δεύτερο λάλημα. Τα μετρούσα. "Πήγαινε για ύπνο, καλά είμαι!". Κι ο πετεινός έσκασε μια και καλή και από όταν πέθανε η μάνα μου δεν ξαναλάλησε. Είναι τρομερό. Κανέναν δεν θα πίστευα αν μου το έλεγε. Και τώρα δεν θα πιστέψω κανέναν αν μου πει ότι είναι τυχαίο! Η μάνα μου ήταν τόσο εξωπραγματικά υπέροχη που εγώ νόμιζα ότι ήταν και αιώνια. Θυμάμαι τόσο λίγα από αυτά που μου έλεγε. Γιατί πάντα πίστευα ότι θα μου τα ξαναπεί. Από συνταγές και γυναικολογικά μέχρι πολιτικά ζητήματα. Δεν θυμάμαι λέξη. Ακόμα και από τις προσωπικές της συμβουλές. ΛΕΞΗ. Θα μου τα ξανάλεγε αύριο. Μέχρι που μια μέρα δεν ήρθε αυτό το αύριο κι έμεινα ξεκρεμαστη να δείχνω τι "δυνατή" και τι "μαχήτρια" που είμαι. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί οι χαρακτηρισμοί αυτοί είναι θετικοί. Και ποιος κρίνει κάτι τέτοιο, στο κάτω κάτω, αφού είμαστε όλοι αδύναμοι. Το είπαν. Το είπε μια από τις συνοδούς στο νοσοκομείο. "Δεν θα αντέξει το κορίτσι". Δεν ήξερα τι δεν θα άντεχα. Αλλά δεν το αντέχω. Ποιος αντέχει τον θάνατο; Δεν έχω επίλογο. Το κείμενο, και η ζωή μου η ίδια, είναι σαν δρομολόγιο προαστιακού. Ένα χαλασμένο εκκρεμές με συνδεδεμένα άκρα, μην τυχόν και ξεχαστώ ξανά και θεωρήσω κάτι αιώνιο.
14