Μια νύχτα του Ιουνίου του 1955 ένας Αμερικανός τραπεζίτης, περιστασιακός συγγραφέας και ερασιτέχνης βοτανολόγος - ανθρωπολόγος ονόματι Ρόμπερτ Γκόρντον Γουάσον βρέθηκε μαζί με τη σύζυγό του, τον φωτογράφο Άλαν Ρίτσαρντσον και 20 ντόπιους αυτόχθονες σ΄ ένα ορεινό χωριό στην Οαχάκα του Μεξικού για να λάβει μέρος σε μια παραδοσιακή τελετουργία που περιλάμβανε την κατανάλωση psilocybe mexicana, ένα είδος παραισθησιογόνου μανιταριού. Όπως θα αφηγούταν αργότερα σχετικά με την εμπειρία του εκείνη στο φωτογραφικό δοκίμιο του για το περιοδικό Life που δημοσιεύτηκε δύο χρόνια αργότερα με τίτλο "Seeking the Magic Mushroom" (Αναζητώντας το μαγικό μανιτάρι): «Μασήσαμε και κατάπιαμε τα μανιτάρια, είδαμε οράματα και βγήκαμε συγκλονισμένοι από την εμπειρία».
Πριν βρεθούν στα χέρια της αντικουλτούρας και των χίπις, οι ουσίες με τις υπερβατικές ιδιότητες είχαν εξυμνηθεί από επιστήμονες, γιατρούς, πανεπιστημιακούς, ακόμα και από υψηλόβαθμα στελέχη εταιρειών.
Στο πρώτο επεισόδιο του "The Goop Lab", της τηλεοπτικής σειράς του Netflix που βασίζεται στις δραστηριότητες της ομώνυμης εταιρείας «σύγχρονου lifestyle» της Γκουίνεθ Πάλτροου που εστιάζει κυρίως στην προώθηση πάσης φύσεως εναλλακτικών θεραπειών, μια παρέα που αποτελείται από εργαζόμενες στο Goop μαζί με κάποιους εκλεκτούς προσκεκλημένους, αποβιβάζονται σε ένα θέρετρο στην Τζαμάικα, αναζητώντας μια παρόμοια ψυχεδελική τελετουργία μέσω της χρήσης μαγικών μανιταριών.
Αντί για οράματα όμως που έχουν να κάνουν με «τα αρχέτυπα, τις πλατωνικές ιδέες που συγκροτούν τις ατελείς εικόνες της καθημερινής ζωής», όπως έγραφε ο Γουάσον, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ομάδα «βαθιά επιτυχημένων ανθρώπων» (όπως περιγράφονται στη σειρά) που περνάνε ένα «εναλλακτικό» γουικέντ πίνοντας τσάι με μανιτάρια, κάνοντας γιόγκα και ακούγοντας συγκινημένοι αγαπημένα τραγούδια στο AirPod.
Επιστρέφοντας στα κεντρικά γραφεία (ή στο «εργαστήριο») του Goop, η Γκουίνεθ Πάλτροου παρουσιάζει την ψιλοκυβίνη (τα μαγικά μανιτάρια, δηλαδή) ως τη νέα, καυτή, trendy, «μέθοδο ίασης και ευζωίας».
Για τους περισσότερους ανθρώπους, οι ψυχεδελικές ουσίες όπως η ψιλοκυβίνη και το LSD είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με ένα ευρύτατο φάσμα νεανικής / ποπ κουλτούρας από τα «ψυχεδελικά '60s» ως την rave κουλτούρα. Η τρέχουσα «εργαλειοποίησή» τους όμως, το rebranding που επιχειρείται από την Goop και άλλους φορείς του σύγχρονου (τεχνολογικού) επιχειρείν στο πλαίσιο μιας αποκαλούμενης «ψυχεδελικής αναγέννησης», μοιάζει να θέλει να τις αποδεσμεύσει από αυτές τις πολιτισμικές / κοινωνικές διασυνδέσεις.
Τουλάχιστον, αντίθετα από άλλες εξορμήσεις του Goop στα θολά νερά της ψευδο-επιστήμης και της «εναλλακτικής ιατρικής», τα επιστημονικά στοιχεία που παρουσιάζει η εκπομπή σχετικά με τις ευεργετικές ιδιότητες των «ψυχεδελικών» είναι μάλλον αξιόπιστα. Εδώ και χρόνια, ερευνητές σε κορυφαία ακαδημαϊκά ιδρύματα όπως το NYU, το Imperial College και το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, έχουν καταθέσει σχετικά πορίσματα που συνηγορούν στον θετικό ρόλο που μπορεί να έχει η ψιλοκυβίνη στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης, των διαταραχών μετατραυματικού άγχους, ακόμα και του εθισμού.
Τέτοιου είδους μελέτες σηματοδοτούν μια επανατοποθέτηση αυτών των ουσιών σε ένα κλινικό πλαίσιο, όπως είχε συμβεί και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του' 60 περίπου, όταν απαξιώθηκαν λόγω του κοινωνικού πανικού που είχε προκληθεί από την σύνδεση τους με έναν συγκεκριμένο ηδονιστικό, αντισυμβατικό τρόπο ζωής. Πριν βρεθούν όμως στα χέρια της αντικουλτούρας και των χίπις, αυτές οι ουσίες με τις υπερβατικές ιδιότητες είχαν εξυμνηθεί από επιστήμονες, γιατρούς, πανεπιστημιακούς, ακόμα και από υψηλόβαθμα στελέχη εταιρειών.
Ο ίδιος ο Ρ. Γκόρντον Γουάσον, η συμβολή του οποίου είναι σημαντική στους τομείς της βοτανολογίας αλλά και της ανθρωπολογίας παρά τις αμφιλεγόμενες πτυχές του (το ταξίδι του στο Μεξικό είχε πιθανόν χρηματοδοτηθεί από την CIA στο πλαίσιο του περιβόητου πρότζεκτ MK-Ultra, περί ελέγχου της σκέψης μέσω παραισθησιογόνων), υπήρξε αντιπρόεδρος του τραπεζικού κολοσσού JP Morgan.
Είχε βιώσει όμως με ανοιχτό πνεύμα και στη συνέχεια είχε καταγράψει με επικολυρικό σχεδόν τρόπο την εμπειρία του, όπως αποδείχτηκε στις επόμενες δεκαετίες, όταν πολλοί επιφανείς εκπρόσωποι της ψυχεδελικής κουλτούρας – συγγραφείς, καλλιτέχνες, μουσικοί, επιστήμονες – θα ομολογούσαν ότι η σχέση τους με το αντικείμενο ξεκίνησε όταν είδαν για πρώτη φορά εκείνο το άρθρο στο Life.
Με στοιχεία από τον Guardian
σχόλια