Ο Υπέροχος Γκάτσμπι ακολουθεί τον επίδοξο συγγραφέα Νικ Κάραγουεϊ (στα πρότυπα του ίδιου του Φιτζέραλντ), που φεύγει από τις Μεσοδυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ για να πάει στη Νέα Υόρκη της άνοιξης του 1922, μιας εποχής που χαρακτηρίζεται από τα χαλαρά ήθη, την πομπώδη τζαζ, την κυριαρχία του λαθρεμπορίου και της ακμής του χρηματιστηρίου.

 

Κυνηγώντας το δικό του «αμερικανικό όνειρο», ο Νικ θα βρεθεί δίπλα στον μυστηριώδη και κοσμικό εκατομμυριούχο Τζέι Γκάτσμπι και κοντά στην ξαδέρφη του Ντέζι και τον ερωτύλο γαλαζοαίματο σύζυγό της, Τομ Μπιουκάναν. Κάπως έτσι ο Νικ θα χαθεί στον ελκυστικό κόσμο των κροίσων, της ψευδαίσθησης, του έρωτα και της απάτης τους. Καθώς ο Νικ βιώνει τα όσα συμβαίνουν μέσα και έξω από τον κόσμο στον οποίο πλέον ζει, καταγράφει την ιστορία του ατελέσφορου έρωτα και των αδιάφθορων ονείρων που αποτελούν σημεία αναφοράς για τη σύγχρονη εποχή.

 

Ο Υπέροχος Γκάτσμπι απέτυχε εμπορικά όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά πριν από 90 χρόνια, αλλά αυτό που πέτυχε ο Σκοτ Φιτζέραλντ (που τόσο επιθυμούσε να συγκαταλέγεται στα φαβορί για το Great American Novel, ενδεχομένως μαζί με το Στον Δρόμο και τον Φύλακα στη Σίκαλη, και κατεθλίβη γιατί δεν κατάφερε να αγγίξει το πλατύ κοινό όσο εκείνος ζούσε) είναι να ταιριάζει με ανατριχιαστική ακρίβεια στις μέρες μας, δηλαδή στην εποχή της παρακμής μετά την ξέφρενη κούρσα της μαζικής αυθυποβολής και της χρηματοπιστωτικής φούσκας, με μια οξυδερκέστατη και αφαιρετική κριτική ματιά στο περίφημο αμερικανικό αλλά και παγκόσμιο όνειρο της ευζωίας και της καταξίωσης.

 

Με πιο αργούς ρυθμούς τότε, ο βρυχηθμός του χρυσού και το χρώμα του χρήματος έδωσαν σταδιακά τη θέση τους σε μια σκοτεινή συλλογική θλίψη, στη μεγάλη ύφεση και στον τρομακτικό πόλεμο. Κι αν Οι Μεγάλες Προδοκίες, που ξαναείδαμε μεταφερμένες στη μεγάλη οθόνη, είναι ο πρόδρομος της μεγαλειώδους σαπουνόπερας με τον διάχυτο μελοδραματισμό μέσα στη βρετανική πάλη των τάξεων, ο Γκάτσμπι προφήτευσε το τέλος της πλασματικής ευτυχίας όπως την ονειρεύτηκε η χώρα των ίσων ευκαιριών, μέσα απο μια τραγική ερωτική ιστορία. Σήμερα, όλα αυτά τα δράματα της καρδιάς και οι μεγάλες κοινωνικές αναταράξεις γίνονται σχεδόν ταυτόχρονα, με τα γκάζια που ο Μπαζ Λούρμαν χρησιμοποιεί για να επιταχύνει την αφήγηση και να χωρέσει τις λεπτομέρειες του έργου και τις διακυμάνσεις των χαρακτήρων.

 

Ο Γκάτσμπι του Λούρμαν δεν είναι ακριβώς ένα άδειο θέαμα - ακόμα και το πλανημένο Australia είχε μέσα του την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής μέσα από τα σπαράγματα ενός πολύμορφου, επικού οδοιπορικού. Οι περίφημοι μουσικοί αναχρονισμοί του, με τον Jay Z να ηγείται ενός σάουντρακ που προσαρμόζει παχιά beats και γνωστές φωνές στους ήχους της δεκαετίας του ’20 και τον Κρεγκ Άρμστρονγκ να γεφυρώνει το σύνολο με οργανικά ξέφωτα, λειτουργεί καταπληκτικά - ιδανικό το παράδειγμα που ένα απόσπασμα της «Γαλάζιας Ραψωδίας» σβήνει μέσα σε έναν απόηχο του «Empire state of mind» με την Αλίσια Κις, σαν τα δυο διάσημα μουσικά πορτρέτα της Νέας Υόρκης να σταματάνε τον χρόνο σε μια βόλτα με αυτοκίνητο πάνω από τη γέφυρα του Κουίνσμπορο.

 

Και τα σκηνικά με τα κοστούμια, με τη συνδρομή της Μιούτσια Πράντα, είναι επιστημονικά σχεδιασμένα από τη βραβευμένη με Όσκαρ Κάθριν Μάρτιν. Δεν είναι απλώς διακοσμητικά στοιχεία, αναγκαία για μια ταινία που βασίζεται σε λαμπερά πάρτι και στυλάτους ήρωες, εναρμονισμένα δε με την art deco καλλιγραφική κωδικοποίηση της δεκαετίας της υπερβολής, αλλά μια πολυεπίπεδη αναφορά στις προσταγές του χολιγουντιανού σινεμά της εποχής και των τότε Ευρωπαίων σχεδιαστών μόδας.

 

Δεν συνοδεύουν την ταινία, αλλά καθορίζουν τους ήρωες, γιατί είναι τα απαραίτητα όπλα τους: του Γκάτσμπι για την κατάκτηση μιας θέσης στην κοινωνία, που τον γέννησε φτωχό, και στην καρδιά της Ντέιζι, εκπροσώπου της οκνής τάξης των κακομαθημένων πλουσιοκόριτσων που με απερισκεψία παραδίδονταν στις καταστάσεις με ανία κι έναν βαριεστημένο, επικίνδυνο φαταλισμό.

 

Πάνω σε αυτά βασίζεται ο Λούρμαν, μαέστρος στον σαρωτικό, μπαρόκ μεταμοντερνισμό, για να χτίσει την εκδοχή που τον βολεύει και στο φινάλε γνωρίζει να κάνει και του πάει, ένα παραμύθι-λούνα παρκ (με το 3D προσθήκη στις σεκάνς των πάρτι και σε μερικά εφευρετικά champs-contre champs στην έπαυλη και όχι αυτοσκοπό, συνεπώς όχι απολύτως απαραίτητο σε όλη τη διάρκεια) για τη μεγάλη χίμαιρα μιας τραγικής ιστορίας, μέσα στην οποία συνυπάρχουν η απληστία, ο καιροσκοπισμός, ο ρατσισμός και ο έρωτας με τη μορφή της αυταπάτης.

 

Το τελευταίο είναι και το κεντρικό σημείο της ανάγνωσης του στον Γκάτσμπι του Φιτζέραλντ, και είναι ευπρόσδεκτο. Με βατές κινήσεις απλούστευσης ενός ανθρώπινου αινίγματος, αποφεύγει την αντιδραματική απόσταση του Ρέντφορντ στη μεταφορά του 1974 από τον Τζακ Κλέιτον, δίνοντας στον Ντι Κάπριο ευκαιρίες για αμηχανία και ξεσπάσματα, αντιδράσεις και εξομολογήσεις. Παρουσιάζεται γοητευτικός κι ευάλωτος μαζί. Η Ντέιζι Μπιουκάναν παραμένει μια βαθιά αντιπαθέστατη γυναίκα, ένα έρμαιο των ανδρών, εγκλωβισμένη στους μηχανισμούς της κάστας της, χειραγωγός και αδύναμη, ένα πλουμιστό καρυδότσουφλο.

 

Ο Λούρμαν, επιτέλους, την κάνει ενδιαφέρουσα χωρίς να αλλοιώσει τον μοιραίο της ρόλο, τη ζωντανεύει και μέσα από αυτήν εξηγεί πτυχές του Γκάτσμπι. Οι δυο τους μοιράζονται σύντομες σκηνές ειδυλλιακής αναπόλησης του μέλλοντος σε έναν χρόνο οξύμωρο και θνησιγενή, με τον Λούρμαν να δίνει έμφαση στο ατελέσφορο ρομάντσο που ηττήθηκε απο την κακή συγκυρία και δεν κέρδισε ποτέ την αιωνιότητα.

 

Πάνω απ’ όλα, ο Λούρμαν, με το απερίστροφα εγκάρδιο πάθος που τον διακατέχει, ασχολείται με τον αντικατοπτρισμό της αγάπης και το ψέμα που ενισχύεται από το επιδεικτικό χρήμα σαν τον πράσινο φάρο που ο Γκάτσμπι αγναντεύει στην άκρη του ορίζοντα. Το λάθος του Αυστραλού σκηνοθέτη είναι πως ακυρώνει την ένταση που διακαώς επιδιώκει με την εξαντλητική, busy, υπερβολικά επεξηγηματική του αφήγηση σε voice-over από τον συγγραφέα Νικ Κάραγουεϊ. Η λογοτεχνικά απαραίτητη παρουσία του δεν οδηγεί την ταινία αλλά την υπεραπλουστεύει, ενώ η οπτική ροή δεν τον έχει καθόλου ανάγκη.