Δουλεύω σε σούπερ μάρκετ. Από την ημέρα που ανακοινώθηκε το πρώτο κρούσμα στη χώρα μας (πριν από έναν μήνα) έπιασε όλους τους πελάτες κατοχικό σύνδρομο και, κυριολεκτικά, έκαναν έφοδο στα μαγαζιά. Θυμάμαι, ήταν ακόμα Δευτέρα όταν η κατάσταση έφτασε στην κορύφωσή της. Την Παρασκευή και το Σάββατο άδειασαν όλο το μαγαζί δύο φορές σε δύο ημέρες.
Ακολούθησε ευτυχώς μία εβδομάδα ηρεμίας, αλλά γύρω στις 10 Μαρτίου επανήλθε το ίδιο σκηνικό. Πελατειακό αμόκ, «κατοχικό σύνδρομο» και άδειασμα ραφιών. Ακόμα δεν είχαν ληφθεί τα μέτρα που ισχύουν σήμερα κι έτσι η κατάσταση ήταν αφόρητη. Οι διάδρομοι με τα είδη πρώτης ανάγκης (ρύζια, όσπρια, ζυμαρικά, καφέδες και αλεύρια) άδειοι εντελώς και επειδή η ζήτηση ήταν πολύ μεγάλη, άρχισαν να δημιουργούνται οι πρώτες ελλείψεις...
Η αλήθεια είναι ότι δεν έλειπαν οι πρώτες ύλες, αλλά δεν υπήρχε ούτε ο χρόνος ούτε ο κόσμος για να ανεφοδιαστούν τα ράφια με προϊόντα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πρέπει να δουλεύουμε υπερωρίες αλλά και Κυριακές (πριν ανακοινώσουν την Κυριακή που ανοίξαμε) μόνο και μόνο για να καταφέρουμε να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες του κόσμου. Σιγά-σιγά, βέβαια, άρχισε και οι αδυναμία των κεντρικών αποθηκών να εκτελέσουν παραγγελίες και δρομολόγια, αλλά και να εξαντλούνται τα αποθέματα. Βλέπεις, όταν η ζήτηση για ένα προϊόν γίνεται δεκαπέντε φορές μεγαλύτερη, ενώ η παραγωγή του παραμένει η ίδια, τότε το σύστημα κλατάρει.
Πιο πολύ με φοβίζει το ότι είμαι εκτεθειμένος σε κάθε πελάτη που έρχεται, χωρίς να γνωρίζω αν είναι θετικός στον ιό ή όχι. Βλέπεις, η συνήθεια να σε πλησιάζουν για να σε ρωτήσουν δεν έχει κοπεί. Επίσης, με φοβίζει και αυτό το κατοχικό σύνδρομο και το αμόκ που τους πιάνει να ψωνίσουν λες και θα γίνει πόλεμος.
Τέλος πάντων, το ίδιο τροπάριο συνεχίζεται και έναν μήνα μετά, δηλαδή τώρα. Με την ανακοίνωση του «Μένουμε Σπίτι» τα πράγματα ηρέμησαν, πέρασε μια εβδομάδα πολύ ήσυχη, αλλά με την επίσημη απαγόρευση κυκλοφορίας όλα επανήλθαν στους κανονικούς τους ρυθμούς. Και κανονικοί ρυθμοί σημαίνει «ξεχνάμε τους περιορισμούς και τα μέτρα και κάνουμε ό,τι κάναμε και πριν εμφανιστεί ο ιός». Ήταν λες και είπαν στον κόσμο «βγείτε όλοι βόλτα στα σούπερ μάρκετ».
Μπορεί να μπήκαν στην είσοδο οι περιορισμοί για τον αριθμό των πελατών και έξω από το κατάστημα οι πελάτες να περιμένουν με τη σειρά και ήρεμα, αλλά μέσα, στους διαδρόμους και σε ευαίσθητα σημεία (μαναβική, τυριά και αλλαντικά κοπής, χασάπικο και ξηρό φορτίο με είδη πρώτης ανάγκης), δεν υπήρχε και δεν υπάρχει κανένας περιορισμός. Ο συνωστισμός είναι ο ίδιος με πριν και απερίγραπτος.
Οι δε τηλεφωνικές και online παραγγελίες έχουν ανέβει τουλάχιστον 400% και με μεγάλα ποσά η καθεμία. Το σύστημα (ανεφοδιασμός, delivery) πιέζεται και όλοι οι εργαζόμενοι, παρά τα μέτρα προστασίας με γάντια και μάσκες, είναι ξεκάθαρα εκτεθειμένοι στον κίνδυνο. Υπάρχει φανερή κούραση, η οποία δημιουργεί νεύρα, και σίγουρα το ωράριο που επιβλήθηκε, ευτυχώς μόνο για 3 μέρες, επτά το πρωί με δέκα το βράδυ, ήταν άκρως εξοντωτικό και ουσιαστικά άνευ ουσίας.
Μετά απ' όλα αυτά, και παρότι η φάση είναι ακόμα ίδια στα σούπερ μάρκετ, οι ελλείψεις που υπήρξαν στην αρχή τώρα είναι ακόμα πιο έντονες. Αντισηπτικά, υγρά μαντιλάκια, χλωρίνες, λοσιόν χεριών και οινόπνευμα είναι τα στάνταρ που αγοράζουν όλοι ασταμάτητα. Και δεν είναι τα μόνα που λείπουν. Ακόμα και μεγάλες εταιρείες παραγωγής και διανομής «ξηρών τροφίμων» έχουν αρχίσει πλέον να γονατίζουν. Ειδικά σε εποχικά είδη (αλεύρι, μαγιά ξηρή και νωπή) αλλά και σε είδη πρώτης ανάγκης, όπως τα ζυμαρικά, οι φρυγανιές και τα ζεστά ροφήματα, οι ελλείψεις ‒οι πραγματικές ελλείψεις αποθεμάτων‒ κάνουν πάρτι.
Όλα αλυσίδα είναι έτσι κι αλλιώς και, κατά τη γνώμη μου, για όλα φταίνε οι πελάτες, από το εξαντλητικό ωράριο μέχρι το γονάτισμα ολόκληρης της αγοράς. Και το χειρότερο, μας αντιμετωπίζουν σαν ζώα, με εκνευρισμό, κατηγορώντας μας ότι έχουμε προϊόντα και τα κρατάμε για την πάρτη μας.
Η συμπεριφορά του κόσμου έχει ξεπεράσει την «κόσμια» και φτάνει τα όρια της αγένειας. Φοβούνται όλοι ότι θα κολλήσουν, βλέπουν τις ελλείψεις που υπάρχουν και έχουν γίνει πιο επιθετικοί. Άντε να δούμε πού θα οδηγήσει όλο αυτό.
Η καθημερινότητά μου δεν έχει αλλάξει, παρότι υπάρχει η απαγόρευση μετακίνησης. Όλοι στο κατάστημα δουλεύουμε πολύ περισσότερες ώρες και βλέποντας τον κόσμο και τον περίγυρό μας κλεισμένο στα σπίτια τους ζηλεύω λίγο ‒ θέλω να κάτσω κι εγώ, να ξεκουραστώ. Βέβαια, γνωρίζω ότι στο τέλος του μήνα θα πληρωθώ κανονικά. Αυτό ακούγεται κάπως εγωιστικό όταν τόσος κόσμος δεν ξέρει τι θα γίνει με τα οικονομικά του, αλλά είμαστε από τους τυχερούς αυτήν τη στιγμή ‒ μέσα στην ατυχία μας, γιατί καθημερινά υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να κολλήσεις τον ιό.
Οι άνθρωποι προσέχουν μέχρι εκεί που τους έχουν πει και μπορούν να σκεφτούν. Στο σούπερ μάρκετ, όμως, υπάρχει ακόμα ο συνωστισμός, πράγμα που αντιτίθεται στα μέτρα προστασίας. Με τόσο κόσμο που περνάει κάθε μέρα από το μαγαζί, όσο και να προσέχεις, κινδυνεύεις. Κάθε πρωί σκέφτομαι ότι «δυστυχώς, είμαστε χαμένοι από χέρι».
Πιο πολύ με φοβίζει το ότι είμαι εκτεθειμένος σε κάθε πελάτη που έρχεται, χωρίς να γνωρίζω αν είναι θετικός στον ιό ή όχι. Βλέπεις, η συνήθεια να σε πλησιάζουν για να σε ρωτήσουν δεν έχει κοπεί. Επίσης, με φοβίζει και αυτό το κατοχικό σύνδρομο και το αμόκ που τους πιάνει να ψωνίσουν λες και θα γίνει πόλεμος.
Αν θα πάρω μπόνους για την έξτρα δουλειά; Αστειεύεσαι...
σχόλια