Με τους Κόρε.Ύδρο. ταυτίζομαι απόλυτα. Ίσως το επτανήσιο ταμπεραμέντο, οι ρομαντικά σουρεαλιστικοί στίχοι τους, η εγγενής τρέλα, οι αυτοβιογραφικές διηγήσεις που σου βάζουν στο κάδρο τις εικόνες από μια side καθημερινότητα σε ένα νησί συνυφασμένο με τον τουρισμό, οι Επτανήσιοι ποιητές, η δυτικότροπη εκδοχή μιας (στα όρια) έντεχνης μουσικής, το γελοίο που γίνεται σοβαρό και το σοβαρό που γίνεται γελοίο. Πάντα, όταν τους ακούω, μου θυμίζουν τα μεγάλα καλοκαίρια στο νησί μου, την Κεφαλονιά, μερικά ναυτικά μίλια πιο νότια από την Κέρκυρα, τον «Σατανά της γειτονιάς», τα παιχνίδια με τις ξύλινες καραμπίνες γύρω από το σπήλαιο (απορώ πώς δεν γκρεμοτσακίστηκε ποτέ κανένας εκεί μέσα), τον πόλεμο με τα κυπαρισσόμηλα που σου άφηναν κάτι καρούμπαλα μυθικά, τα ξύλινα σπίτια που χτίζαμε πάνω στις ελιές για να περνάμε τα μεσημέρια ανενόχλητοι από γονείς, τους τοπικούς θρύλους, την κότα με τα χρυσά αυγά που βρισκόταν σε ένα πηγάδι πάνω στο βουνό (πάντως, όταν δοκιμάσαμε να ανοίξουμε το καπάκι, μόνο δεκάδες νυχτερίδες πετάχτηκαν από μέσα), τα «στοιχειωμένα» σπίτια στον δρόμο για το Παλιό Χωριό που είχαν πάντα κλειστά παράθυρα και άγριες τριανταφυλλιές, τα τζιτζίκια, τους βατράχους κάτω από τις καλαμιές στο ποτάμι, το μεγάλο σπίτι πίσω από την παραλία, τις βουτιές στα κρύα νερά της λίμνης με τα χέλια και τους κεφάλους. Και μετά η βίαιη μεταφορά στο τώρα, στα «Βράδια της κρίσης», στις «αξίες της Δύσης», στα «μεταλλόφωνα της θλίψης», σε ένα όνειρο με τον Παναγιώτη Πικραμμένο να ανακοινώνει την επιστροφή στη δραχμή και την «απαγορευμένη» αφίσα για τη συναυλία του περασμένου Σαββάτου (που σατίριζε, υποτίθεται, τον Σολωμό Σολωμού και κατακρίθηκε σφόδρα από τα social media).
Όπως και να 'χει, οι Κόρε.Ύδρο. είναι μια μπάντα που μιλάει ειλικρινά για το πριν, το τώρα και το μετά με στίχους μεταμοντέρνας ποίησης, που όποιοι τους κατακρίνουν ότι αγγίζουν τα όρια της γελοιότητας θα πρέπει να αναθεωρήσουν, όταν μεταφράσουν στα ελληνικά πολλούς από τους στίχους ξένων συγκροτημάτων που αποθεώνουν (ακόμα και των Smiths). Διάβασα, επίσης, δεξιά κι αριστερά, και στον απόηχο της σούπερ επιτυχημένης (περίπου 700 άτομα!) σαββατιάτικης εμφάνισής τους στο Gagarin, ότι το hype που τους περιβάλλει δεν τους κάνει καλό, ότι θα τους «κάψει». Λάθος. Αν κάτι τέτοιο θα μπορούσε όντως να ισχύει για οποιοδήποτε άλλο συγκρότημα, δεν μπορεί να ισχύει για τους Κ.Υ., γιατί μιλάμε για ένα συγκρότημα που μπορεί μεν να δισκογραφεί, αλλά δεν ακολουθεί καμιά άλλη σύμβαση της μουσικής βιομηχανίας (ακόμα και συναυλίες δίνει μια φορά στα τρία χρόνια και, αλίμονο, πόσα χρόνια θα περάσουν για να τους ξαναδούμε!). Δεν τους ενδιαφέρει. Κλεισμένοι (όχι εγκλωβισμένοι) στον δικό τους, κερκυραϊκό μικρόκοσμο, σχεδιάζουν το σύμπαν τους με ολόδικά τους υλικά, μύθους, θρύλους, ποιήματα (δες τα βιντεοκλίπ τους και θα καταλάβεις – δες την «Πικρή Γεύση», μια «Οδύσσεια με άλλο τέλος»). Τους φαντάζομαι να παίρνουν τους αγρούς και τα λιβάδια της Κέρκυρας με τον Παντελή Δημητριάδη ως αρχηγό-σαμάνο, να ξαπλώνουν στις βουνοπλαγιές και να τραγουδάνε καντάδες, να αρμέγουν κατσίκες και να ανακαλύπτουν κρυμμένες σπηλιές και υπόγειες στοές. Για κάποιον αδιόρατο λόγο δεν μπορώ να τους φανταστώ να πηγαίνουν σε μπαρ, καφετέριες ή κλαμπ, όσο και αν ο Παντελής δείχνει να έχει ασπαστεί μερικές από τις συναυλιακές συνήθειες των ροκ σταρ: πέταγμα του υποκαμίσου στο κοινό (αλά Morrissey), αλλεπάλληλα stage diving και crowd surfing που προκαλούν κύματα υστερίας στους θεατές, όπως και το περασμένο σαββατόβραδο. Επίσης, μου φάνηκε εντυπωσιακό το πόσοι (τουλάχιστον στις πρώτες σειρές) ήξεραν όλους τους στίχους των κομματιών τους απέξω, ακόμα και του τελευταίου άλμπουμ «Απλές ασκήσεις στον υπαρξισμό», που είχε κυκλοφορήσει μόλις πριν από μερικές ημέρες.
Την ίδια στιγμή, μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα, στο κτίριο 56 του Ελληνικού Κόσμου, δίπλα σε μια ρεπλίκα μιας τριήρους, στο Plissken Festival, οι Death Grips θα έδιναν ένα από τα πιο ουσιαστικά και μεστά live που έχουμε δει στην Αθήνα εδώ και πολλούς μήνες. Βρόμικο, ιδρωμένο, χωρίς καμιά φιοριτούρα, χωρίς καμιά χαιρετούρα (τύπου «γεια σου, Αθήνα» κ.λπ.). Μόνο μπλε φώτα, αγκαθωτές ρίμες και μπάσο. Από κάτω ελάχιστος κόσμος για την πραγματική δυναμική ενός καταπληκτικά οργανωμένου φεστιβάλ που παίζει με οργανωτικούς κι αισθητικούς όρους εξωτερικού (και ακόμα καλύτερα). Από τη μάσκα παλαιστή-πρόγραμμα, τον μαυροπίνακα έξω από την τουαλέτα, τις ανύπαρκτες καθυστερήσεις στο line up, τους ευγενικούς υπαλλήλους στα μπαρ και στην ασφάλεια, το πάμφθηνο εισιτήριο για 22 acts, ως τον τρόπο που μετέτρεψαν έναν βιομηχανικό χώρο σε ιδανικό venue για συναυλίες, όλα τέλεια. Μοναδικό αρνητικό η (για μια ακόμα φορά) αναιμική προσέλευση, η αδιαφορία των Αθηναίων (ακόμα και τις μέρες της κρίσης) για ένα φεστιβάλ που σε ταξιδεύει δωρεάν στο Βερολίνο, στο Λος Άντζελες, στη Βιέννη. Τελικά, έχουμε τους Puressence που μας αξίζουν.
σχόλια