ΚΑΘΕ ΤΟΣΟ ΜΕΣΑ ΣΤΑ χρόνια και ανάλογα με τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, ανακινείται ένα ερώτημα περί της ιδεολογικής ταυτότητας της ελληνοαμερικανικής κοινότητας στο σύνολό της. Μπορεί να αντιτείνει κάποιος ίσως ότι με την πάροδο των δεκαετιών και την πλήρη σχεδόν αφομοίωση της δεύτερης και τρίτης γενιάς μεταναστών στην αμερικανική κουλτούρα, το ερώτημα μοιάζει να έχει όλο και λιγότερο νόημα. Στην Αμερική όμως εξακολουθεί να μετρά και να καταγράφεται έντονα στο πεδίο «των μαχών της κουλτούρας» η επίσημη άποψη και θέση μιας εθνικής κοινότητας, ειδικά στο περιθώριο τόσο έντονων αναταράξεων σαν αυτές που βιώνει η αμερικανική κοινωνία τον τελευταίο καιρό μετά την δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, εν μέσω πανδημίας μάλιστα.
Παρότι κάποτε η ελληνοαμερικανική κοινότητα φερόταν να συνδέεται (όπως σχεδόν και κάθε εθνική ή φυλετική μειονότητα στην Αμερική) με το Δημοκρατικό κόμμα, τα περισσότερα στοιχεία συνηγορούν μάλλον προς μια σαφώς συντηρητική (και κατά περίσταση ρατσιστική) προδιάθεση ανέκαθεν.
Θυμάμαι μια φορά στο τρένο για την Θεσσαλονίκη που είχα πιάσει κουβέντα με έναν ηλικιωμένο Ελληνοαμερικανό κύριο «πρώτης γενιάς μεταναστών», προσφάτως επαναπατρισθέντα, ο οποίος μου είχε πει χαρακτηριστικά: «Αυτοί παιδί μου ούτε τον Δουκάκη δεν ήθελαν με τίποτα να ψηφίσουν!».
«Είναι αναγκαία η έναρξη μιας συζήτησης σχετικά με το τι σημαίνει να είναι Ελληνοαμερικανός πολίτης σήμερα – πολίτης ενημερωμένος που αγωνίζεται για την ιδέα της δικαιοσύνης για όλους – και που θα συνδέεται, φυσικά, με το είδος της Αμερικής, και της Ελληνικής Αμερικής, στη διαμόρφωση της οποίας επιθυμούμε να συμμετέχουμε».
Από την άλλη μεριά, έπρεπε να ενηλικιωθώ για να αντικρίσω εκείνο το εξώφυλλο του περιοδικού Life και να διαπιστώσω με έκπληξη ότι ο «περιβόητος» Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος, ή «ΣΙΑκωβος», όπως τον αποκαλούσαν εδώ πολλά μέσα κατά την μεταπολίτευση αλλά και αργότερα, ήταν ο ίδιος άνθρωπος που είχε βαδίσει πλάι στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στην ιστορική πορεία για τα δικαιώματα των μαύρων, στα βάθη του αμερικανικού Νότου (από τη Σέλμα στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα), τον Μάρτιο του 1965.
Αν κρίνω πάντως από προσωπική αντίληψη (από συγγενείς και γνωστούς στη Νέα Υόρκη), θα έλεγα ότι οι συνομήλικοί μου και οι ακόμα νεότεροι κινούνται πολιτικά σε ένα ευρύτατο φάσμα – από το κίνημα Occupy μέχρι τη στήριξη (και σίγουρα την ανοχή) στον Τραμπ.
Το γεγονός είναι ότι, πέρα από τα σύγχρονα politics που συχνά υπαγορεύουν τέτοιες «θεαματικές» πρωτοβουλίες, αποτέλεσε πράγματι ευχάριστη έκπληξη η πρόσφατη εικόνα του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Ελπιδοφόρου (εξαιρετικά ιδιαίτερο όνομα ομολογουμένως, ακόμα και για ρασοφόρο θρησκευτικό ηγέτη) να παρίσταται σε πορεία του κινήματος Black Lives Matter στο Μπρούκλιν. Ευχάριστη ήταν επίσης και η υποδοχή αυτής της κίνησης όπως καταγράφηκε τότε στα σχόλια και στις αντιδράσεις της σχετικής ανάρτησης της Αρχιεπισκοπής Αμερικής στο Facebook.
Δεν ισχύει το ίδιο για την αμέσως προηγούμενη ανάρτηση, λίγο καιρό πριν, κατά την περίοδο του Πάσχα, στην οποία ο Ελπιδοφόρος, αντίθετα με τους δικούς μας εδώ, καλούσε τους πιστούς της ελληνορθόδοξης κοινότητας να «αποφεύγουν να επισκέπτονται την Εκκλησία μέχρι να περάσει η κρίση», λέγοντάς τους ότι το πνεύμα και η αλήθεια του Θεού μπορούν να λατρευτούν παντού (δηλαδή και εκτός επίσημου μαγαζιού). Αντί για τις καρδούλες που κυριαρχούσαν στη μεταγενέστερη ανάρτηση για την διαδήλωση, εδώ ήταν μπόλικα τα emoji αποδοκιμασίας που κραύγαζαν «έλεος!».
ΠPIN AΠΟ ΛΙΓΟ ΚΑΙΡΟ, στον απόηχο της εμφάνισης του Αρχιεπισκόπου Ελπιδοφόρου στη διαδήλωση, δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Public Orthodoxy του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Fordham ένα άρθρο με τίτλο "Orthodox Christianity, Systemic Racism, and the Wrong Side of History" («Ορθοδοξία, Συστημικός Ρατσισμός και η Λάθος Πλευρά της Ιστορίας»). Στο άρθρο, το οποίο φέρει την υπογραφή δύο καθηγητών Ορθόδοξων Σπουδών και Θεολογίας στο Fordham –του Γιώργου Δημακόπουλου και του Αριστοτέλη Παπανικολάου– σημειώνονται μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Ως Ελληνοαμερικανοί εμείς οι ίδιοι, θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε σε όλους, το πόσο υπέφεραν οι πρόγονοί μας μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, πόσο σκληρά εργάστηκαν σε αυτήν τη χώρα, ενώ συχνά υπέστησαν διακρίσεις, προκειμένου να διαμορφώσουν καλύτερες προϋποθέσεις για τις επόμενες γενιές. Κανείς δεν αρνείται αυτή την ιστορία και θα πρέπει πάντοτε να την έχουμε κατά νου, την ίδια στιγμή όμως, η στάση αυτή παραβλέπει το γεγονός ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους οι Ελληνοαμερικανοί είχαν δυνατότητες προόδου σε αυτήν τη χώρα, εκτός από τη σκληρή δουλειά, ήταν ότι ήταν λευκοί. Και οι περισσότεροι ήρθαν σε αυτήν τη χώρα τη δεκαετία του 1950 και του 1960, όταν ο ρατσισμός ήταν διάχυτος».
«Εάν θα θέλαμε να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι πολλοί Έλληνες Ορθόδοξοι ήταν ρατσιστές. Έτσι εξηγείται και η κατακραυγή που σημειώθηκε στην ελληνοαμερικανική κοινότητα, όταν ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος συμμετείχε τον Μάρτιο του 1965 στην πορεία της Σέλμα, στο πλευρό του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Η αντίληψη αυτή ξεχνά ότι το προπατορικό αμάρτημα αυτής της χώρας είναι η δουλεία, ότι δηλαδή οι Ηνωμένες Πολιτείες οικοδομήθηκαν πάνω στη δουλεία και ότι οι Αφροαμερικανοί ήταν διαρκώς αναγκασμένοι να διαπραγματεύονται τη ζωή τους στον τόπο κατοικίας τους, στον οποίο δεν ένιωθαν ποτέ ευπρόσδεκτοι – ακόμη και σήμερα».
«Ο Αρχιεπίσκοπος Ελπιδοφόρος της Ελληνορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Αμερικής τα καταλαβαίνει όλα αυτά και αυτός είναι ο λόγος που αισθάνθηκε ως καθήκον του να αντισταθεί στη φυλετική αδικία. Δεν θέλει να είναι ένας από εκείνους τους πάστορες προς τους οποίους ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έγραψε την "Επιστολή από μια φυλακή του Μπέρμιγχαμ", οι οποίοι τον κατέκριναν ότι δημιουργεί προβλήματα και ότι είναι ανυπόμονος. Ως χριστιανός που μεγάλωσε στην Τουρκία, ο Ελπιδοφόρος γνώρισε τη δομική καταπίεση με τρόπους που οι περισσότεροι Αμερικανοί μονάχα να φανταστούν μπορούν».
«Το πρόβλημα είναι ότι πάρα πολλοί Αμερικανοί –πάρα πολλοί Ορθόδοξοι Αμερικανοί– δεν θέλουν καν να το φανταστούν. Προτιμούμε να αποστρέφουμε το βλέμμα μας, να αρνούμαστε και να αγνοούμε την κατάσταση, γιατί φοβόμαστε ότι η πραγματική ισότητα για τους μαύρους θα έχει αναγκαστικά κάποιο κόστος εις βάρος μας».
«Ο Αρχιεπίσκοπος Ελπιδοφόρος κατανοεί την κρισιμότητα της παρούσας συγκυρίας. Η ιστορία έδειξε ότι ο Ιάκωβος είχε δίκιο όταν έλαβε μέρος στην πορεία στη Σέλμα. Το ίδιο θα αποδειχθεί και με τη συμμετοχή του Ελπιδοφόρου στην πορεία στο Μπρούκλιν. Πενήντα χρόνια από τώρα, πώς θα βλέπουν άραγε τα εγγόνια μας τον τρόπο που αντιδράσαμε σήμερα;».
ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ διαμόρφωσης και εδραίωσης μιας νέας αντίληψης στους κόλπους της ευρύτερης ελληνοαμερικανικής κοινότητας, έσπευσε να τονίσει με άρθρο του που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες μέρες στην ελληνοαμερικανική πλατφόρμα PappasPost, και ο Γιώργος Αναγνώστου, καθηγητής κλασικών σπουδών στο Ohio State University, κείμενα και βιβλία του οποίου (όπως οι «Διασπορικές διαδρομές» από τις εκδόσεις Απόπειρα) έχουν κυκλοφορήσει και στα ελληνικά. Το άρθρο έχει τίτλο "Greek Americans, Black Americans: Toward Greek American Citizenship" και θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο όρος "citizenship" σημαίνει εν προκειμένω όχι μόνο υπηκοότητα ή ιθαγένεια αλλά και αγωγή ή συνείδηση του πολίτη. Στο κείμενο του, όπου εστιάζει στην ελάχιστα καταγεγραμμένη ιστορία των σχέσεων ανάμεσα στην ελληνοαμερικανική και αφροαμερικανική κοινότητα, ξεκινά από την εμβληματική περίπτωση του ελληνικής καταγωγής θρυλικού rock & roll και R&B πρωτοπόρου Johnny Otis (πατέρα του επίσης σημαντικού Shuggie Otis)...
«Το 1941, ο θρυλικός rock & roll μουσικός Τζόνι Ότις (1921-2012) "κλέφτηκε" με το κορίτσι που αγαπούσε από το γυμνάσιο, την [ενός χρόνου μικρότερή του] Φίλις Γουόκερ, εγκαταλείποντας την Καλιφόρνια, η νομοθεσία της οποίας απαγόρευε τον έρωτά τους. Σύμφωνα με την αντίληψη της γενέτειράς τους, ο Ότις, γεννημένος με το όνομα Ιωάννης Βελιώτης από Έλληνες μετανάστες, εθεωρείτο λευκός και συνεπώς δεν επιτρεπόταν να παντρευτεί την Αφρο-Σαμοϊκής καταγωγής Φίλις, εξαιτίας της νομοθεσίας που ίσχυε τότε και απαγόρευε τους "μικτούς" γάμους. Τελικά το ζευγάρι κατάφερε να επισημοποιήσει τη σχέση του στο Ρίνο της γειτονικής Νεβάδα».
«Τη συνέχεια της ιστορίας την γνωρίζουμε χάρη στην αυτοβιογραφία του Ότις. Σφόδρα αντίθετη σ' αυτήν την ένωση, η μητέρα του Ειρήνη έστειλε επειγόντως τον πατέρα του Αλέξανδρο στο Ρίνο με αποστολή την ακύρωση του γάμου. Σύμφωνα με τη μητέρα του, ο γιος της ήταν ακόμη ανήλικος και συνεπώς η ίδια μπορούσε να επέμβει, εξασκώντας το γονικό της δικαίωμα. Ο σύζυγός της δεν συμφωνούσε, πείστηκε όμως να σπεύσει στο Ρίνο, όπου, σύμφωνα πάντα με την αφήγηση του βιβλίου, μόλις γνώρισε τη νύφη του, "πήρε τη Φίλις στην αγκαλιά του και την ασπάστηκε". "Η μητέρα σου με έστειλε να ακυρώσω τον γάμο, αλλά εγώ ήρθα εδώ για να γνωρίσω τη νέα μου κόρη" είπε στα ελληνικά με δάκρυα στα μάτια. "Και εκτός αυτού, δεν θέλω να τα βάλει μαζί μου ο Θεός". "Ποτέ δεν αγάπησα τον γέρο μου πιο πολύ από εκείνη τη στιγμή" γράφει ο Ότις. Από τότε ακόμα, γέφυρες χτίζονταν κατά μήκος της "φυλετικής συνοριακής γραμμής}, αλλά και ανάμεσα στις διαφορετικές γενιές».
«Ο Ότις αργότερα θα λάμβανε ενεργό μέρος στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα. Είχε επιλέξει από μικρός την στάση του ενεργού πολίτη που στηρίζει την διαρκή προώθηση των αμερικανικών ιδανικών της ελευθερίας και της ισότητας και αντιμάχεται οποιονδήποτε επιχειρεί να τα παραβιάσει. Η ιστορία της οικογένειας Βελιώτη λειτουργεί και ως μια εισαγωγή στην ευρύτερη ιστορία των διασυνδέσεων ανάμεσα στους Έλληνες και τους μαύρους Αμερικανούς. Δεν χωράνε γενικεύσεις στο ζήτημα. Είτε είναι κανείς αντιρατσιστής είτε είναι ρατσιστής. Ενδιάμεση κατάσταση δεν υπάρχει...».
«Πόσα γνωρίζουμε όμως για αυτές τις διασυνδέσεις ανάμεσα στις δύο κοινότητες; Και σε ποιο βαθμό μπορούμε να πούμε ότι κατανοούμε ή μία την άλλη; Ελάχιστα έχει διερευνηθεί αυτό το παρεξηγημένο αυτό ζήτημα σε σημείο να αναρωτιέται κανείς για τους λόγους αυτής της αμέλειας...».
«Σίγουρα έχουν υπάρξει στενές φιλίες, σχέσεις, γάμοι, συνεργασίες και πολιτικές συμμαχίες. Έχει σημειωθεί όμως επίσης καχυποψία, αμφισημία και μνησικακία, αντιδράσεις που συχνά ενισχύονται από τα στερεότυπα και τους πολιτισμικούς μύθους που ενθαρρύνουν, στο πλαίσιο πολιτικών υπολογισμών συχνά, τον διχασμό, την μισαλλοδοξία και την εχθροπάθεια ανάμεσα στους λευκούς και στους "έγχρωμους" Αμερικανούς...».
«Παρότι στο ατομικό επίπεδο υπήρχαν πάντα περιπτώσεις συνεργασίας και φιλίας ανάμεσα στην ελληνοαμερικανική και στην αφροαμερικανική κοινότητα, υπήρχαν πάντα επίσης και εκδηλώσεις ρατσισμού. Και οι μαύροι Αμερικανοί γνώριζαν καλά τους τρόπους με τους οποίους η ευρύτερη κοινότητα των Αμερικανών με καταγωγή από τη νοτιοανατολική Ευρώπη αφομοίωνε, από φόβο συχνά, και διαιώνιζε τις αμερικανικές φυλετικές ιεραρχήσεις, προς όφελός της. Αυτή ήταν η συμφωνία τους με τον διάβολο, που είχε ως αντίτιμο την αποδοχή τους από ένα σύστημα στο πλαίσιο του οποίου και οι ίδιοι είχαν υπάρξει θύματα φυλετικών διακρίσεων. Παρά το γεγονός αυτό όμως, δεν μπορεί να συγκριθεί η εμπειρία τους αυτή με τον συστημικό ρατσισμό που έχουν υποστεί οι μαύροι Αμερικανοί σε όλη τη διάρκεια της αμερικανικής ιστορίας».
«Επιστρέφοντας στην ιστορία του Τζόνι Ότις, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Ότις με τα χρόνια αποξενώθηκε όλο και περισσότερο από την [ελληνοαμερικανική] κοινότητα εξαιτίας της απουσίας υποστήριξης στην δράση του για τα πολιτικά δικαιώματα. Για να μιλήσουμε ως κοινότητα με την επόμενη γενιά, και ειδικά τα μέλη της εκείνα που ζητούν περισσότερη φυλετική και κοινωνική δικαιοσύνη, χρειαζόμαστε μια νέα γλώσσα...».
«Και για να επιτύχουμε την χάραξη μιας νέας κατεύθυνσης, είναι απαραίτητη μια ευρύτερη συμμετοχή που θα αλλάζει τους όρους της δημόσιας συζήτησης. Έχουμε βρει παρηγοριά και σκοπό σε ένα βολικό, δημοφιλές αφήγημα που συνδέει τα κοινωνικοοικονομικά επιτεύγματα της κοινότητας με την υπερηφάνεια, και, μέσω αυτής, με την συντήρηση της πολιτισμικής μας ταυτότητας. Καταφεύγουμε συχνά στις εξιδανικεύσεις, εις βάρος μιας συνολικής, ιστορικής αντίληψης της κοινότητάς μας. Κάτι τέτοιο μπορεί να μοιάζει βολικό, καθόλου όμως δεν ενισχύει την πολιτική μας συνείδηση».
«Είναι αναγκαία η έναρξη μιας συζήτησης σχετικά με το τι σημαίνει να είναι Ελληνοαμερικανός πολίτης σήμερα –πολίτης ενημερωμένος που αγωνίζεται για την ιδέα της δικαιοσύνης για όλους– και που θα συνδέεται, φυσικά, με το είδος της Αμερικής, και της Ελληνικής Αμερικής, στη διαμόρφωση της οποίας επιθυμούμε να συμμετέχουμε».
σχόλια