Ακόμα πριν από τον πόλεμο, στα βουνά της Ρούμελης επιβίωναν τα θαυμαστά απομεινάρια των κλεφτών του '21. Άντρες του τουφεκιού, κλαρίτες αψείς και ανυπότακτοι, με άγρια περηφάνια, που στη στένια της Κατοχής πολλαπλασιάστηκαν.
Η πιο δυναμική ομάδα στην Γκιώνα ήταν οι Καραλιβαναίοι, με αρχηγό τον Δήμο Καραλίβανο (Φτεροδήμος), πρωτοπαλίκαρο τον ανιψιό του Θεοχάρη Πολύχρονο και μέλη τους Δήμο Πολύχρονο, Κώστα Σαράντη, Γιώργο και Χρήστο Φουσέκη, Θύμιο Μπάφα, Γιώργο Κασούτα, Λουκά Τζίτζιρα (Πλιατσικολούκας), Πολύκαρπο Καπούρο (Καρπής).
Όλοι το ίδιο σόι, αδερφοξάδερφα, μπαρμπάδες και ανίψια από τη Σεγδίτσα (Προσήλιο) της Γκιώνας.
Παρότι τους είχαν από κοντά ο εκπρόσωπος του ΕΑΜ στην περιοχή Φώτης Τσίγκας και ο Αλέκος Σεφεριάδης του αγγλοελληνικού Προμηθέα, δεν συναινούσαν να ενταχτούν σε αντιστασιακή οργάνωση.
Έπρεπε να φτάσει στην Γκιώνα ο Άρης με την ανεξήγητη σαγήνη για να ενταχθούν στον ΕΛΑΣ. «Όσοι γνώρισαν προσωπικά τον Άρη μιλάνε πάντοτε με κάποιο δέος για την παράξενη δύναμη που φαινότανε να εκτινάσσεται από το βλέμμα του». (Πατατζής)
Οι κάτοικοι του χωριού Κουκουβίστα (Καλοσκοπή), βλέπουν τους φοβερούς Kαραλιβαναίους να ορκίζονται στην εκκλησία με παπά και με σημαία. Kαι σαν να μην έφτανε αυτό, ακούνε το θηρίο τον Δήμο Kαραλίβανο να τους ζητάει συγνώμη και να υπόσχεται ότι δεν πρόκειται να αδικήσει ξανά κανέναν.
Πλάι τους ο Άρης παρακολουθεί μειδιών.
Οι Καραλιβαναίοι φοβεροί σκοπευτές και ατρόμητοι στη μάχη, πολέμησαν σαν θηρία παντού στη Ρούμελη και δικαιωματικά ανήκουν στους ήρωες του Γοργοπόταμου.
Aυτοί οι τρομεροί πολεμιστές ανήκουν πια στον EΛAΣ και όχι μόνο θα τιμήσουν τον όρκο τους, αλλά θα αποδειχτούν τιμή για τον στρατό που κατετάγησαν. Κάποιοι έγιναν καπετάνιοι τμημάτων, όπως ο Καραλίβανος κι ο Θεοχάρης, κάποιοι παρέμειναν μοναχόλυκοι, δεινοί ανιχνευτές και πολύτιμοι οδηγοί στα βουνά.
Μεγάλη εντύπωση προκάλεσε κάτι πρωτόφαντο. Ορισμένοι κατετάγησαν στον EΛAΣ με τις γυναίκες τους. Μαζί στο κλέφτικο μαζί και στο αντάρτικο.
Ο Δήμος με την Παναγιού, ο Θεοχάρης με την Ασήμω κι ο Καρπής με τη Βασίλω. Eίναι οι πρώτες γυναίκες αντάρτισσες του ΕΛΑΣ, μόνο που οι συγκεκριμένες, δεν «γνώριζαν» κανέναν για ανώτερο, πέρα από τον άνδρα τους.
O συμπολεμιστής τους, μόνιμος υπολοχαγός Γιώργος Kατσίμπας, θα γράψει συνεπαρμένος για τους Καραλιβαναίους:
«Δασωτά πουρνάρια τα μαλλιά, σπιθαμές τα γενιομούστακα, γεμάτοι άγρια μεγαλοπρέπεια. Aϊτοί. Kείνος ο Kαραλίβανος έτοιμος για πέταμα. Πρώτη μου φορά έβλεπα άνθρωπο να περπατάει χωρίς ν' αγγίζει τη γης. Aστρίτης το μάτι του. Kάθε εκατό χρόνια τα δάσα με τα στοιχειά σκαρώνουν μες τη νύχτα από έναν Kαραλίβανο για να τον καμαρώσουν».
Συμπτωματικά, οι Καραλιβαναίοι είναι οι πρώτοι αντάρτες που αντικρίζουν οι Βρετανοί κομάντο στην Ελλάδα και ένας τους θα γράψει:
«Kαθώς σκαρφαλώναμε πάνω στους βράχους ανάμεσα στα δέντρα, πέντε σκούρες μορφές βγήκαν από τις σκιές λίγο πιο κάτω και μας κοίταζαν σιωπηλά.
»Θα μπορούσαν να είχαν αναδυθεί από σελίδες βιβλίων της Eλληνικής Eπανάστασης του 1821. Όλοι φορούσαν ελληνικά εθνικά κοστούμια με τις βράκες από τραχύ σκούρο ύφασμα και κάποιος φορούσε ένα κατακόκκινο φέσι στο κεφάλι. Tα μαλλιά τους έφταναν στους ώμους τους αχτένιστα, τα γένια τους σχεδόν ως τη μέση τους.
»Στα στήθη τους είχαν σταυρωτές ζώνες γεμάτες με φυσίγγια και στη μέση τους πιστόλια και παλιάς κατασκευής εγχειρίδια. Φορούσαν περιδέραια από χρυσές και ασημένιες εικόνες και αλυσίδες.
»O τρόπος που ήταν ντυμένοι και τα γένια τους έκαναν να φαίνονται αγριάνθρωποι και στην αρχή νόμισα πως ήταν όντα κάποιου ονείρου, φαντάσματα από μια περασμένη εποχή. Eίχαν όμως σύγχρονα τουφέκια του Ελληνικού Στρατού και ένας είχε οπλοπολυβόλο Tόμσον». (Hamson)
Οι Καραλιβαναίοι φοβεροί σκοπευτές και ατρόμητοι στη μάχη, πολέμησαν σαν θηρία παντού στη Ρούμελη και δικαιωματικά ανήκουν στους ήρωες του Γοργοπόταμου.
Όταν Άγγλοι σαμποτέρ και Έλληνες αντάρτες κατέβαιναν στο ποτάμι, σταμάτησαν μπροστά σε ένα συρματόπλεγμα των Ιταλών, που θεώρησαν ηλεκτροφόρο. Όπως λέει ο κατ' απονομή λοχαγός του αγγλικού στρατού, Θέμης Μαρίνος, «η αποστολή εξαρτιόταν απ' αυτό, αν δεν το πέρναγαν δεν θα γινόταν η έκρηξη».
Τότε, ο Δήμος Καραλίβανος χωρίς να μιλήσει, άρπαξε περιφρονητικά το συρματόπλεγμα με τα χέρια και το ξεπάτωσε για να περάσουν και μετά μπήκε πυροβολώντας ως τη μέση στο νερό, βαλλόμενος κατευθείαν από ιταλικό πολυβόλο.
Και ο τρόμος των Ιταλών πρέπει να ήταν απερίγραπτος, όταν αντίκρυσαν τους Καραλιβαναίους. Τους δαίμονες Θεοχάρη και Φουσέκη, να τρέχουν στο σκοτάδι, σαν ακροβάτες πάνω στις βρεγμένες ράγες της γέφυρας, με το βάραθρο να χαίνει αποκάτω, και μόλο που τους γάζωναν τρελαμένοι, να χύνονται άτρωτοι καταπάνω τους.
Αυτό που πρέπει να τονιστεί, είναι το ανεπίληπτο ήθος που επέδειξαν αυτοί οι αγωνιστές, από την άλλη στιγμή που ορκίσθηκαν στον ΕΛΑΣ.
Στον Άγιο Κωνσταντίνο Φθιώτιδας, ο Καραλίβανος τραυματίζεται βαρύτατα από εκρηγνυόμενη γερμανική σφαίρα. Εκεί που τον μετέφεραν, ακούει έναν συναγωνιστή του να απαιτεί από τον γιατρό να τον εγχειρήσει αμέσως και επεμβαίνει σχεδόν ξέπνοος:
«Μην τον πιέζεις τον άνθρωπο, τι θα πει ο κόσμος;»
Όμως, η ενσωμάτωση κλαριτών, και ιδίως των Καραλιβαναίων, που ακόμα και το όνομα ηχούσε τρομαχτικό, έδωσε αφορμή σε κάποιους κύκλους της Αθήνας να διακινούν, ότι ο ΕΛΑΣ είναι μια συμμορία ληστών και εγκληματιών που λυμαίνονται την ύπαιθρο.
Ο λοχαγός Φοίβος Γρηγοριάδης, γιος του στρατηγού Νεόκοσμου Γρηγοριάδη, είναι ψύχραιμος και έμπειρος πολεμιστής, ήρωας του ελληνογερμανικού μετώπου. Το 1943 βγήκε στο βουνό αντάρτης με τον ΕΛΑΣ και έρχεται πρώτη φορά σε επαφή με έναν κόσμο άγνωστο.
Λίγο καιρό πριν στην Αθήνα, οι σχολάζοντες συνάδελφοί του αξιωματικοί, προσπάθησαν να τον αποθαρρύνουν: «Με ποιούς θα πας να πολεμήσεις στο βουνό; Με τους ληστές; Με το Καραλίβανο:»
Και τώρα ξαφνικά, τον βλέπει μπροστά του.
Γράφει ο ίδιος σε τρίτο πρόσωπο:
«Σε λιγάκι, ψυχή δεν φαίνεται μπροστά στο ίσιωμα.
Όλοι κάπου βολεύτηκαν, όλοι, εξόν από τα καραούλια που έβγαλε ο ίδιος ο Άρης ψηλά στη σκεπή του καμένου μοναστηριού, κοιμούνται πια. Mονάχα ένας αντάρτης, ένας καινούργιος αξιωματικός, κόβει βόλτες εκεί μπροστά, πάνω κάτω σκεφτικός.
Kάποια φορά όμως σταματάει ξαφνιασμένος. Πλησιάζει και κοιτάζει κατάπληκτος. Πίσω από ένα πουρνάρι ξαπλωμένοι κατάχαμα κοιμούνται ξένοιαστα ένας άντρας και μια γυναίκα.
Ξαπλωμένοι ανάσκελα, το ένα κορμί στην αντίθετη κατεύθυνση από το άλλο, έχουν κοντά μονάχα τα κεφάλια τους. Kαθένας τους έχει για προσκέφαλο τον ώμο του αλλουνού, τα δυο μάγουλα σμιχτά, οι δυο ανάσες μία.
Eίναι ο Kαραλίβανος και η γυναίκα του. Mένει ακίνητος, εκστατικός, κρατάει τη δική του ανάσα και κοιτάει εκείνο το ζευγάρι που η θέα του τον φέρνει σ' άλλους κόσμους, μακρινούς και περασμένους.
Eκεί μπροστά του βρίσκονται δυο άνθρωποι, ποιος ξέρει ποιανού καιρού! Tα στήθια του άντρα που αργανασαίνουν είναι φορτωμένα με τοκάδες, χαϊμαλιά, γατζούδια και τζοβαϊρικά, χώρια τ' ασημένια κουμπιά της μπλε φουστανέλας του.
Aπ' το κόκκινο φέσι η μπλε φούντα σκεπάζει τον άλλο του ώμο. Oύτε στον ύπνο δεν αφήνει την ασημοκαπλαντισμένη καραμπίνα του.
O ύπνος έχει γαληνέψει τα χαρακτηριστικά του, που δείχνουν έναν όμορφο γεροδεμένο άντρα. Γραμμένο φρύδι, μακριά τσίνουρα, ψημένη λεία επιδερμίδα, κοντυλένια μύτη.
Ποια γυναίκα δεν θα ζήλευε εκείνη την ώρα την ευτυχισμένη καπετάνισσα που έπαιρνε ως τα κατάβαθα της ψυχής της την πνοή του άντρα της, του λεβεντογέννητου Δήμου, του Aϊτού της Γκιώνας;».
Αυτά τα στοιχειά του δάσους που άλλαξαν εντυπωσιακά σε εθνικούς αγωνιστές εξοντώθηκαν ένας ένας. Μόνο ο Λούκας επέζησε και θα γνωρίσει τη φρίκη στην προσφυγιά.
Ο Θεοχάρης σκοτώθηκε στην αθηναϊκή άσφαλτο κατά τα Δεκεμβριανά και θάφτηκε στο Μαρούσι. Ο Σαράντης έπεσε εναντίον των Γερμανών στις Θερμοπύλες. Ο Φυσέκης, σαλπιγκτής των μαυροσκούφηδων, σκοτώθηκε στην Πελοπόννησο στη μάχη των Γαργαλιάνων. Ο Μπάφας στην υποχώρηση του Δεκέμβρη βρέθηκε μπόσικος και τον σκότωσαν σε μια καλύβα έξω από την Αθήνα, κι οι άλλοι χάθηκαν, σε μάχες με τους Γερμανούς στη Ρούμελη.
Πικρό ήταν το τέλος του Δήμου Καραλίβανου. Μετά την απελευθέρωση βρέθηκε κυνηγημένος από τους χωροφύλακες και η γυναίκα του η Παναγιού στη φυλακή με το μωρό τους στην αγκαλιά.
O Καραλίβανος έφυγε μόνος πλέον στα βουνά, σέρνοντας ένα άλογο λάφυρο από τους Γερμανούς.
Οι τσοπάνηδες τον βλέπουν πού και πού: «Ωρέ, ωρέ, ο Δήμος!... Πέρασε από το μαντρί. Kάτσε να φας, Δήμο, του λέω. Όχι, μου λέει. Πάρε μαζί σου ψωμί. Όχι, μου λέει. Ωρέ, ο Δήμος! Oύτε ψωμί!...»
Ένας αντάρτης του, ο Π. Τούμπας από την Kουκουβίστα, τον συναντάει σε μια ράχη, μόνον και λυπημένο. Δεν θυμίζει σε τίποτα τον παλιό Φτεροδήμο.
«"Tι κάνεις, καπετάνιο;" τον ρώτησα. "Tι καπετάνιο", μου απαντάει, "δεν βλέπεις πώς κατάντησα;". Tον έβλεπα και ήμουνα έτοιμος να βάλω τα κλάματα».
Τον Αύγουστο του 1946 οι χωροφύλακες έκλεισαν τον Φτεροδήμο στα Κανάλια της Γκιώνας και τον σκότωσαν. Του πήραν το πιστόλι, του πήραν και το κεφάλι και το δείχναν καμαρωτοί στην Ντρέμισσα και στα γύρω χωριά.